Εμείς οι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι είμαστε σαν τους ακροβάτες του τσίρκου. Κάθε μέρα, όλη την διάρκεια του χρόνου, κάνουμε το salto mortale. Δυο-τρεις τούμπες στον αέρα και σχεδόν αυτοματικά αρπάζουμε το αιωρούμενο σχοινί που έρχεται από απέναντι. Μετά από κάθε πετυχημένο σάλτο, εμείς λέμε ένα «δόξα το θεό» που πέρασε αναίμακτα κι αυτή η μέρα (καθότι έχουμε επίγνωση της επικινδυνότητας του επαγγέλματος), το δε κοινό μας χαρίζει ένα χειροκρότημα, άλλοτε έντονο κι άλλοτε χλιαρό.
Αλλά μια φορά στα δέκα χρόνια γίνεται το λάθος, το σχοινί δεν βρίσκεται ακριβώς στο σημείο που πρέπει το δευτερόλεπτο που το χρειαζόμαστε και τότε χωρίς πολλές-πολλές διατυπώσεις, μας μαζεύουν με το κουταλάκι από τα πατώματα. Υπό το θερμότατο βεβαίως-βεβαίως χειροκρότημα του κοινού και των «ειδικών», καθότι ακροβατικά βλέπουν κάθε μέρα, πτώσεις όμως και τσακισμένα κόκαλα πολύ σπανιότερα, οπότε πρόκειται για σπάνιο happening.
Και τότε καλούμαστε να απολογηθούμε, απέναντι σ’ ένα πλήθος που δεν ακούει την ουσία αυτών που λέμε. Όχι διότι δεν τα καταλαβαίνει, αλλά διότι συνειδητά απολαμβάνει την ίδια την απολογία ως ηδονικό θέαμα. Μπροστά στις χιλιάδες των κακεντρεχών συντελείται μια διαδικασία προσωπικού τσαλακώματος ενός ανθρώπου ισχυρού (νομίζουν) και διάσημου (τρομάρα μας), ο οποίος απρόσμενα γκρεμοτσακίζεται μπροστά στα μάτια τους. Στο μυαλό τους, ο κατακρημνισμένος φλερτάρει πια με την αδυναμία και την αφάνεια αυτών που (επιτέλους) μπήκαν στην θέση του κριτή του λιθοβολιστή.
Η «απολογία» του Νίκου για το λάθος που συνέβη στην εκπομπή του ήταν από κάθε άποψη και άψογη και ειλικρινής και μάγκικη. Ε και; Ποιος την άκουσε, ποιος την διάβασε; Για τους σχολιαστές του fb, του twitter, των βιτριολικών ιστοσελίδων και των ρηχών κουτσομπολοεκπομπών, τα λάθος πλάνα που έφυγαν στον αέρα της εκπομπής του δεν ήταν η αιτία αλλά η αφορμή της καταδίκης του. Η δηλητηριώδης λάβα που βγήκε από τα έγκατα των social media και των «συναδελφικών» κριτικών και τον σκέπασε, δεν οφειλόταν στα λάθος πλάνα αλλά στον ίδιο τον Μάνεση. Και όχι προσωπικά στον Νίκο, αλλά στον κάθε Μάνεση που βγάζει την μούρη του στην τηλεόραση με επιτυχία. Για την εξέδρα του τσίρκου, όλοι οι ακροβάτες από μακριά είναι ίδιοι.
Θα πείτε «ας πρόσεχε να μην κάνει το λάθος». Σύμφωνοι. Εξήγησε άλλωστε και ο ίδιος καταλεπτώς πως έγινε και τι ακριβώς συντελέστηκε στον άτιμο εκείνο κενό χρόνο που αποτελεί τον εφιάλτη των ζωντανών εκπομπών. Σας το γράφω μετά λόγου γνώσεως μετά από τρεις δεκαετίες ζωντανών μεταδόσεων. Θα μπορούσε πράγματι να μην γίνει το λάθος, όμως βρείτε μου εσείς έναν οδηγό (ακόμα και τον προσεκτικότερο) που μέσα σε μια εικοσαετία δεν έφαγε τουλάχιστον μια φορά την λαμαρίνα του. Ξέρω και την άποψη που λέει «όλα τα κάνετε για την τηλεθέαση». Δεν το χε ανάγκη ο Μάνεσης, σας βεβαιώνω. Τηλεοπτικά «απέναντι» του είμαι, γνωρίζω. Εξάλλου, έχει μακρά εμπειρία για να ξέρει ότι δυο τυχάρπαστα πλάνα δεν προσθέτουν τίποτα σ’ ένα παγιωμένο τηλεοπτικό κοινό.
Ξέρω και τον εκδικητικό αντίλογο των κατ’ επάγγελμα μοχθηρών: «Τόσους τσαλακώνετε εσείς οι δημοσιογράφοι, ας τσαλακωθείτε κι εσείς μια φορά για να μάθετε.» Ας δεχτώ λοιπόν κι αυτό το καταφανώς άδικο τσουβάλιασμα, αλλά αν πράγματι είμαστε όλοι μας τόσο εγκληματικές φυσιογνωμίες, ας είχατε φροντίσει να μας καταβαραθρώσετε στις τηλεθεάσεις από πριν. Όχι να μας δοξάζετε ως την ώρα του λάθους μας και μετά να μας σταυρώνετε. Ξέρω και την κυνική αντιμετώπιση: «Τι να κάνουμε; Οι κίνδυνοι του επαγγέλματος σας.» Εντάξει, αλλά και οι πυροσβέστες έχουν αυξημένο κίνδυνο να καούν, δεν είδα όμως κανέναν να επιχαίρει πάνω από το καρβουνιασμένο πτώμα κάποιου ανθυποπυραγού.
Τέλος πάντων, τον επαγγελματία (κάθε χώρου) τον κρίνεις από το σύνολο της πορείας του κι από τον χαρακτήρα του. Έτσι κρίνεται και ο Νίκος από τους λογικούς και νουνεχείς, οπότε δεν έχει το παραμικρό πρόβλημα. Αν αυτή η κοινωνία ακολουθούσε τις επιταγές των μανιακών των social media και τα βιτριολικά ξεσπάσματα κάθε ζηλιάρη και πικραμένου, δεν θα υπήρχαν ούτε δημοσιογράφοι στις τηλεοράσεις, ούτε πολιτικοί στην Βουλή, ούτε δήμαρχοι στους δήμους, ούτε στρατιωτικοί στον Έβρο, ούτε γιατροί στα νοσοκομεία, ούτε οδηγοί στην άσφαλτο. Μια σειρά από καρμανιόλες (διαφορετικές κάθε μέρα) θα ήταν η ζωή μας.
Στο δικό μας σινάφι, ας έχουν τον νου τους οι νεότεροι. Εμείς οι παλιότεροι τα χουμε ζήσει αυτά και τα ξέρουμε σαν την τσέπη μας. Ο τηλεοπτικός Μινώταυρος (με την φάτσα είτε του οργισμένου κοινού, είτε των περισπούδαστων τηλεκριτικών και πρόσκαιρων τηλεσχολιαστών) χρειάζεται να τρώει επτά παρουσιαστές και επτά παρουσιάστριες κάθε χρόνο για να επιβιώσει. Όσοι έχουμε τριάντα και τριάντα πέντε τηλεοπτικά χρόνια στην πλάτη μας, έχουμε πια σκληρό κρέας και δεν τρωγόμαστε εύκολα. Οι νεότεροι να προσέχουν. Όσο μεγαλύτερη αξία δίνουν στον Μινώταυρο που τους τριγυρίζει, όσο παίζουν το παιχνίδι του, τόσο πιο τρυφερό κάνουν το δικό τους κρέας για το επόμενο δείπνο του κτήνους.