Του Γιώργου Μπαλγκά
Ο ίδιος είχε επιλέξει το όνομα «Λουκάς», προσποιούμενος πιθανώς τον «ευαγγελιστή της επανάστασης». Κάποιοι του απέδωσαν το προσωνύμιο «φαρμακοχέρης»· προφανές και απεχθές το γιατί. Για την κοινωνία είναι απλώς φονιάς. Ένα στυγερό κτήνος που θέριζε ζωές αναλαμβάνοντας ο ίδιος τον ρόλο του δικαστή και του δήμιου των θυμάτων του, στα οποία δεν αναγνώρισε ποτέ ούτε δικαιώματα ούτε ελαφρυντικά. Ένας κήρυκας του θανάτου, οπλισμένος με ένα 45άρι και πολύ μίσος...
Ο Κουφοντίνας, λοιπόν (ο οποίος τους τελευταίους μήνες παίρνει άδειες συχνότερα απ'' ό,τι ο μέσος εργαζόμενος), απαιτεί, λέει, να αλλάξει ο νόμος που παρέχει στον εισαγγελέα το δικαίωμα της αρνησικυρίας επί της χορήγησης αδειών σε φυλακισμένους. Και για να γίνει αυτό, δηλώνει έτοιμος να πιάσει ο ίδιος, πιθανώς και κάποιοι άλλοι (μέσα και έξω από τη φυλακή, αναφέρει), «το κόκκινο νήμα των αγώνων». Ποιών αγώνων, δηλαδή; Εκείνων που διεξήγαγε ο ίδιος; Των φόνων; Η μυθιστορηματικού ύφους γραφή δεν παραπέμπει σε τίποτε άλλο από τη γραμμή του αίματος. Δεν είναι υπαινιγμός. Είναι ευθεία απειλή.
Δεν γνωρίζω από πού πηγάζει αυτό το απύθμενο θράσος του συγκεκριμένου εγκληματία· πιθανώς από την ανοχή που επιδεικνύεται στη δράση εκείνων που ο πρόεδρος της Βουλής αποκάλεσε «δικά μας παιδιά». Αυτό που πρέπει, ωστόσο, να καταστεί σαφές σε όλους (εντός, εκτός και επί τα αυτά...) είναι το ότι η δημοκρατία δεν δέχεται απειλές, δεν εκβιάζεται, δεν τρομοκρατείται. Στη μεγαθυμία της οφείλει ο ίδιος την αξιοπρεπή του διαβίωση στη φυλακή· σε άλλες εποχές και καθεστώτα θα ήταν κάπου μεταξύ Σιβηρίας, Γκουαντάναμο και Νήσου του Διαβόλου, αν όχι κατάφατσα με τον ίδιο τον Εωσφόρο αυτοπροσώπως.
Οι φυλακές λέγονται -και πρέπει να είναι- σωφρονιστικά καταστήματα, διότι (οφείλουν να) επιτελούν μια συγκεκριμένη αποστολή. Λυπάμαι που δεν διακρίνω ίχνος προόδου σε αυτήν την κατεύθυνση από τον καταδικασμένο 11 φορές σε ισόβια δεσμά, Κουφοντίνα. Και λυπάμαι περισσότερο που υπήρξαν κρατικοί λειτουργοί οι οποίοι άνοιξαν δύο φορές ως τώρα την πόρτα της φυλακής για έναν άνθρωπο που όχι μόνο δεν επιδεικνύει την παραμικρή μεταμέλεια, αλλά αντιθέτως επαίρεται για τα εγκλήματά του. Που δεν αντιλαμβάνεται ότι όσο θέλει ο ίδιος «να επανασυνδεθεί με την οικογένειά του», το θέλει και η μάνα του Θάνου Αξαρλιάν. Την οποία καταδίκασε να μιλά σε ένα παγωμένο μάρμαρο. Αυτό κι αν είναι λευκό κελί..
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο την 1η Ιουνίου.