Lifestyle φεμινισμός

Την Κυριακή, σε μια από τις πιο αντιφεμινιστικές διοργανώσεις, τον διαγωνισμό ομορφιάς Miss Universe, τρεις διαγωνιζόμενες νέες γυναίκες, στη διάρκεια της επίδειξης με τις εθνικές τους φορεσιές, επέλεξαν να κάνουν από μια πολιτική δήλωση η κάθε μία. 

Η Μις Ουρουγουάη Lola de los Santos διαμαρτυρήθηκε για τις διακρίσεις σε βάρος των ΛΟΑΤΚΙ+, η Μις Σιγκαπούρη Bernadette Belle Ong διαμαρτυρήθηκε για το μίσος κατά των Ασιατών με πρόσχημα, αυτή τη φορά, την πανδημία ενώ η Μις Μιανμάρ Thuzar Wint Lwin, ανοιξε ένα πανό με μήνυμα ευαισθητοποίησης για την αιμοσταγή χούντα της χώρας της.

Προφανώς όλα αυτά έγιναν με τις ευλογίες των διοργανωτών που κατάλαβαν ότι σε ένα πλανήτη που σπαράσσεται από τις κοινωνικές συγκρούσεις που προκαλούν οι ανισότητες και ο αυταρχισμός, δεν επιτρέπεται σε κανέναν, ούτε σε ένα διαγωνισμό ομορφιάς που αποθεώνεται το «περιτύλιγμα» και όχι το περιεχόμενο, να αποστρέφει το πρόσωπο.

Στη Δύση πάλι, οι «μακάριες», καλοβολεμένες σε βαθμό αποβλάκωσης ελίτ, δηλώνουν φοβερά ενοχλημένες με τη λεγόμενη πολιτική ορθότητα. Κυρίες που έκαναν καριέρα προσθέτοντας το επίθετο κάποιου φανταιζί συζύγου δίπλα στο πατρικό τους και με αυτό, το όνομα του συζύγου, έγιναν γνωστές, αφού ίδρωσαν πρώτα να μας πείσουν πόσο διανοούμενες και «κουλτουριάρες» είναι, τώρα φωτογραφίζονται με τα εσώρουχα (κυριολεκτώ) για να καταγγείλουν, λέει, την πολιτική ορθότητα.

Τις βλέπουν σε «σέξι φωτογραφίσεις» ο Χιού Χέφνερ του Playboy και ο πορνογράφος Λάρυ Φλιντ και γελάνε δικαιωμένοι από τον Παράδεισο που βρίσκονται (για άλλους, που καταγγέλλουν μάλιστα την πολιτική ορθότητα, και οι δυο τους «καίγονται» στην Κόλαση) μαζί με τις γιαγιάδες τους που τη δεκαετία του’70 έκαιγαν τα σουτιέν τους ενώ συγκρούονταν με την αστυνομία.

Κι αν στη Δύση και ειδικά στις ΗΠΑ η συζήτηση περί πολιτικής ορθότητας έχει όντως κάποιο νόημα, το κωμικό της υπόθεσης βρίσκεται στο ότι ανάλογες γκρίνιες ακούμε και διαβάζουμε και στην Ελλάδα.

Στην Ελλάδα που μέλη του πολιτικού της συστήματος βγαίνουν σε συστημικά Μέσα και κάνουν μισογυνικά, ομοφοβικά, ρατσιστικά σχόλια, όχι απλώς ανενόχλητα αλλά επευφημούμενα. Την Ελλάδα που Ιεράρχες-δημόσιοι λειτουργοί έχουν καταδικαστεί στα δικαστήρια για λόγο μίσους που έχουν εκφράσει από τον Ιερό Άμβωνα. Την Ελλάδα όπου τα θύματα της σεξουαλικής βίας και παρενόχλησης βρήκαν το κουράγιο να μιλήσουν χρόνια μετά από τον υπόλοιπο πλανήτη για να βρουν απέναντί τους μια πλειοψηφία τόσο καχύποπτη ώστε να χρειάζεται να απολογηθούν «γιατί μίλησαν τώρα».

Μέσα σε αυτό το σουρεαλιστικό σκηνικό πρέπει να προσθέσουμε τις οργανώσεις για την «ενδυνάμωση των γυναικών» που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Όλες με ξένες επωνυμίες μιλάνε για τις women, στα Αγγλικά και όχι για τις γυναίκες, τις Ελληνίδες, στα Ελληνικά. Η ετεροτοπία σε όλο της το μεγαλείο.

Αυτές τις μέρες έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο για τα Εργασιακά το οποίο περιλαμβάνει πλήθος διατάξεων που αφορούν την εργαζόμενη γυναίκα και μητέρα καθώς και τη σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο. Μέχρι τώρα δεν έχουμε δει την παραμικρή παρέμβαση από οργανώσεις γυναικών. Οι γυναίκες είναι ανύπαρκτες. Λες και το νομοσχέδιο αφορά κάποιες άλλες γυναίκες, σε άλλη χώρα και όχι εμάς, τις Ελληνίδες. 

Αλλά βέβαια, αυτές είναι women δεν είναι γυναίκες, για να ασχοληθούν. Κι από κοντά και οι παραδοσιακές γυναικείες οργανώσεις με πρώτη τον Πολιτικό Σύνδεσμό Γυναικών, απούσες όλες τους.

Το γυναικείο ζήτημα είναι ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα και ως τέτοιο πρέπει να το υπερασπιστούμε στη χώρα μας, στη γλώσσα μας, αφορά τις Ελληνίδες και όχι κάποιους γυναικείους χαρακτήρες από τα σήριαλ του Netflix. 

Την ώρα που μια νέα γυναίκα από τη Μιανμάρ όπου οι πολίτες δολοφονούνται από ένα δικτατορικό καθεστώς βρίσκει το κουράγιο να σηκώσει ένα πλακάτ σε ένα διαγωνισμό ομορφιάς, εμείς, στη δημοκρατική χώρα που ζούμε ελεύθεροι και ασφαλείς δεν έχουμε κανένα απολύτως δικαίωμα να απολιτικοποιούμε τις πολιτικές διεκδικήσεις, να τις απονευρώνουμε, να κάνουμε τα πάντα «μπριζόλα που πρέπει να καταναλωθεί και μάλιστα γρήγορα» όπως έγραφε ο Ουμπέρτο Έκο από τη δεκαετία του ‘70 ακόμα, σχολιάζοντας την τάση των ελίτ να απολιτικοποιούν, ενοχλημενες, όλες τις πολιτικές εκδηλώσεις του κοινωνικού βίου.  

Στις πολιτικές κρίσεις όπως αυτή που διέρχεται ο πλανήτης απαντάς με περισσότερη πολιτική, με σκληρά πολιτικό λόγο και όχι με λάιφστάιλ πόζα.