Η Μάγια Πλιτσέσκαγια (1925-2015) δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις για τον Έλληνα αναγνώστη. Τίμησε με την παρουσία της την χώρα μας, δίνοντας παραστάσεις, οι οποίες εντυπώθηκαν στη μνήμη του τυχερού κοινού που τις παρακολούθησε.
Διάσημη μπαλαρίνα, γύρισε όλον τον κόσμο, προσφέροντας απλόχερα το ταλέντο και την τέχνη της.
Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν τις σκοτεινές και δύσκολες σελίδες της βιογραφίες της.
Το 1994, λίγα χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η Μάγια Μιχαήλοβνα έγραψε και δημοσίευσε ένα βιβλίο με τις αναμνήσεις της, με τίτλο «Εγώ, η Μάγια Πλιτσέσκαγια».
Από το βιβλίο αυτό επέλεξα τέσσερα κεφάλαια, στα οποία αναφέρεται στις τρομακτικές εμπειρίες που έζησε.
* * *
Οι ιστορικοί θα αναφέρουν αυτή την ονομασία χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. 21 Δεκεμβρίου 1949. Οι κομμουνιστές σε όλες τις ηπείρους του πλανήτη, δαιμονισμένοι από την δόλια προσπάθεια τους, ήθελαν να γιορτάσουν με μεγαλοπρέπεια τα γενέθλια του αιμοσταγούς τυράννου. Κάθε ώρα και στιγμή βομβάρδιζαν τους παγωμένους εργαζόμενους πως η ημέρα αυτή είναι ανώτερη σε σημασία από την Γέννηση του Χριστού. Οι αδελφοί σοβιετικοί λαοί μας έσπαγαν το κεφάλι τους ποια έκπληξη να ετοιμάσουν στον ευεργέτη της ανθρωπότητας κατά την ένδοξη αυτή γιορτή. Είχαν μάλιστα ανοίξει μουσεία δώρων για τον δαφνοστεφανωμένο ηγέτη. Οι εφημερίδες δημοσίευαν ωκεανούς τηλεγραφημάτων και επιστολών προς τον «αγαπητή Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς». Οι πάντες «εκφράζονταν» εγκωμιαστικά, προσπαθούσαν να βρουν τις κατάλληλες λέξεις ώστε να γλείψουν πιο αποτελεσματικά, την πλαδαρή μούρη του μουστακαλή δικτάτορα. Οι ποιητές έγραφαν ωδές, οι συνθέτες τραγούδια, οι υφάντρες έφτιαχναν χαλιά. Οι καλλιτέχνες ονειρεύονταν τη συμμετοχή τους στην ιωβηλαία κρατική συναυλία.
Έτσι σκέφτομαι τώρα. Τότε όμως τα πάντα καλύπτονταν από το γεγονός της συμμετοχής στην ιωβηλαία παρουσίαση.
Τα νέα κυκλοφορούσαν κατά κύματα. Πότε με έβλεπαν στην αυγουστιάτικη κατάσταση, πότε το όνομά μου χανόταν, πότε εμφανιζόταν ξανά. Φυσικά, λόγος γινόταν για αποσπάσματα από την «Λίμνη των κύκνων». Έτσι είχε αποφασίσει ο Λέμπεντεφ. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Για την παράσταση του «Δον Κιχώτη» το θέατρο κάλεσε από την Τιφλίδα τον Βαχτάνγκ Τσαμουκιάνι, χορευτή, η φήμη του οποίου ήταν όμοια με τα ονόματα της Ουλάνοβα και της Σεμενόβα. Ας προσφέρουν όλοι οι διάσημοι Γεωργιανοί στις παραμονές της γιορτής του πλανήτη και τη δική τους τέχνη στον μεγάλο κομματικό πατριώτη.
Κρέμασαν την πρώτη διανομή, μα δεν υπήρχε κανείς να χορέψει ένα δευτεροκλασσάτο επεισόδιο, την Χορεύτρια του δρόμου. Η Τσερκάσοβα, η σολίστ μας ήταν άρρωστη. Πόσες φορές αναγκάστηκα να παίζω το ρόλο του μπαστουνιού που σώζει την κατάσταση.
Μετά από δύο πρόβες, κατάφερα να μάθω την «χορεύτρια». Φορώντας βιαστικά το πιο μαύρο κοστούμι με τα κεντήματα, επενδεδυμένο με κόκκινο βολάν (παλιότερα την «χορεύτρια» την έντυναν με λευκή μπλούζα με πλουμίδια και πράσινη φούστα), χόρεψα καλά το μέρος μου. Η επιτυχία ήταν θριαμβευτική. Όλοι με παίνευαν. Τα πόδια ήταν ανάλαφρα κι εγώ πηδούσα μέχρι τον ουρανό. Το κοινό ζητωκραύγαζε. Εφόσον έτσι είχαν τα πράγματα, ας δώσουμε λίγη χαρά τον Αρχιστράτηγο για το εβδομηντάχρονά του με ένα άλμα πρωταθλητή.
Ο Σασκίν με κάλεσε στο άθλιο γραφείο του, δίπλα στη γραμματεία.
- Σου έλαχε η ύψιστη τιμή. Θα συμμετέχεις στην συναυλία στο Κρεμλίνο, στις 22 Δεκεμβρίου. Στο αναθέτει το συμβούλιο.
(Τι είναι το «Συμβούλιο», ο Δημιουργός;)
Έπρεπε να χορέψω την παραλλαγή των αλμάτων από τον «Δον Κιχώτη». Οι πρόβες θα γινόταν καθημερινή στην Μεγάλη αίθουσα του Ωδείου.
Άρχισαν οι πολύωρες συζητήσεις. Δεν πήγαινα στα μαθήματα, δεν έτρωγα πρωινό, από το πρωί μέχρι το βράδυ ήμουν στις πολυθρόνες του Ωδείου που έτριζαν. Περίμενα πότε θα με φωνάξουν. Στην πλατεία υπήρχε ένα πλήθος συγκεντρωμένων, προσεκτικών κυρίων - παρατηρητών. Και η επιτροπή, και το συμβούλιο, και οι άντρες του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων, όλοι αυτοί ήταν παρόντες. Ελέγχουν τις φυσιογνωμίες των χορευτών και κοιτάζουν τους ατομικούς τους φακέλους από το τμήμα προσωπικού.
Μας υποχρεώνουν να κάνουμε το ίδιο νούμερο εκατό φορές. Κάνουν πρόβες στις υποκλίσεις, στην είσοδο, στην έξοδο, στον χαιρετισμό του θεού. Γράφουν το θεός με μικρά γράμματα. Ο Στάλιν ήταν κοντός.
Όλοι τραγουδούσαν και μαζί τους τραγουδούσαν ντουέτο ο Κοζλόφσκι με τον Μιχαήλοφ. Ένα δημώδες τραγούδι. Λίγο ακόμη και θα χαλούσαν τη φωνή τους. Τραγουδούσαν με όλη τους τη δύναμη, δεν άφηναν κανένα να τεμπελιάσει. Η Βάρα Νταβίντοβα, εξαιτίας του κρυφού πάθους που κρυβόταν στην καυκασιανή καρδιά της για τον στρατηλάτη των λαών (Η Μόσχα είχε πλημμυρίσει με τις αντίστοιχες φήμες), επαναλάμβανε διαρκώς την βελούδινη άρια της. Άλλαξαν πολλές άριες, έπρεπε να διαλέξουν την καλύτερη... Η Βαλέρια Μπαρσόβα, η γνωστή κολορατούρα εκείνης της εποχής, βαριά, γήινη, ήταν τυλιγμένη σφιχτά με ένα σάλι από το Όρενμπουργκ. Η φωνή της κουράστηκε, άρχισε να βραχνιάζει. Χωρίς αυτήν όμως δεν μπορούσε να γίνει καμία κρατική συναυλία. Ο Στάλιν την συμπαθούσε, την αποκαλούσε ««λιβελούλα» (και γι’ αυτήν κυκλοφορούσαν πολλές φήμες). Επιπλέον, οι υπεύθυνοι προγράμματος αυτών των συναυλιών δεν ξεχνούσαν ποτέ πως ο σκυθρωπός σύζυγος της μπαλαρίνας, ήταν συνεργάτης του ανθρωποφάγου Μπέρια. Ήταν όλοι τρομοκρατημένοι από τους στρατηγούς του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για εμένα. Η παραλλαγή των αλμάτων ήταν πολύ μικρή, περίπου σαράντα δευτερόλεπτα. Δεν θα προλάβει ο εορταζόμενος μαζί με τους διάσημους καλεσμένους του να δει το νεαρό ταλέντο, να απολαύσει την τεχνική των αλμάτων. Με πρόσταξαν την επομένη να επαναλάβω δύο φορές το σόλο μου. Έκανα άλμα για δεύτερη φορά, μόνο που αυτή τη φορά με το άλλο πόδι. Και πάλι δεν ήταν καλά. Η μουσική ήταν μονότονη ίδια.
Την επόμενη ημέρα απλά καθόμουν. Δεν με φώναξαν να χορέψω. Όλα έδειχνα πως θα έδιωχναν από τη συναυλία.
Ο Λαβρόσφκσι πρότεινε στην επιτροπή μία «καλλιτεχνική» λύση. Να παίξει ο πιανίστας την παραλλαγή των αλμάτων του Λαουρέσνι και εγώ να κάνω δύο άλματα του «Δον Κιχώτη». Οι ευρυμαθείς συμφωνούν. Μετά δυσκολίας μπορούσα να συγκεντρωθώ: χόρευα μόνη μου, μόνη μου χορεογραφούσα. Η σκηνή του Ωδείου ήταν μεγάλη, φαρδιά, αναγκάζομαι να κάνω άλματα με όλη μου τη δύναμη. Προσπαθούσα. Δεν έπρεπε να με διώξουν από την συναυλία. Θα με ποδοπατούσαν, θα με χλεύαζαν, θα έλεγαν πως δεν ταίριαζα. Ένας μίσχος που έμοιαζε με χνούδι..
Η επιτροπή-συμβούλιο έμεινε ευχαριστημένη. Με κάλεσαν, με ρώτησαν αν θα πρέπει να φορέσω ένα κολάν κόκκινου χρώματος. Η ημέρα, βλέπετε, ήταν κόκκινη και ένδοξη για την ανθρωπότητα. Συμφώνησα προφανώς. Αν μου πρότειναν να πρότειναν να χορέψω φορώντας μία ρόμπα, το ίδιο θα έκανα. Υποτάχθηκα. Δεν υπήρχε έξοδος διαφυγής. Θα με χλεύαζαν, θα με ποδοπατούσαν.
- Και το χρώμα, συντρόφισσα Πλιτσέσκαγια, θα είναι το καπέλο σας; Και το χτένισμα;
Ενδιαφέρονται για όλα τα καθάρματα. Επαγρυπνούν.
Γιόρτασαν το ιωβηλαίο μία ημέρα μετά τα ημερολογιακά γενέθλια.
Τώρα πια όλα ήταν εντάξει. Όλες οι λεπτομέρειες, τα μικροπράγματα, οι φόβοι.
Είχαν ορίσει ως ώρα έναρξης της συναυλία, νομίζω, γιατί δεν θυμάμαι καλά, στις 7 το απόγευμα. Στο θέατρο έπρεπε να είμαστε στις 12. Έπρεπε να μακιγιαριστούμε στο θέατρο. Δεν έπρεπε να έχουμε μαζί μας τίποτα περιττό. Καλύτερα να φορέσουμε τα κοστούμια εδώ. Θα παγώναμε, δεν θα προλαβαίναμε να ζεσταθούμε. Έξω λυσσομανούσε ο Δεκέμβριος. Οι παγωμένοι τραγουδιστές της όπερας φορώντας σμόκιν και μακριά φορέματα. Μέσα στο πλήθος με γυμνούς τους μηρούς επί έξι ώρες πριν την εμφάνισή, είναι άβολα πολύ. Μας επιτρέπουν τελικά. Ορίζουν ένα πλήθος συνοδών, ολόκληρη διμοιρία. Στα πρόσωπά τους φαίνεται ο βαθύς στοχασμός, η αφοσίωση, ο ζήλος.
Μακιγιαριστήκαμε. Μουτζουρωθήκαμε. Βάψαμε τα μάτια. Χτενιστήκαμε. Καρφίτσωσα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο πέτο. Οι φρουροί ψηλάφισαν προσεκτικά το λουλούδι με τα μάτια τους. Ήταν όντως χάρτινο.
Στη συνέχεια για ώρα πολλή καθίσαμε στο θεωρείο της διεύθυνσης. Σωπαίνουμε με κάθε επισημότητα.
Ανταγωνιζόμαστε στην απεικόνιση της ειλικρινούς αγωνίας στα πρόσωπα. Όλοι ήμασταν υπερπατριώτες, το θέμα όμως ήταν να φανεί ποιος ήταν καλύτερος απ’ όλους...
Εκτός από τους καλλιτέχνες του Μπολσόι, τον πιανίστα Γκίλελς, τους σολίστες από την ορχήστρα του Μωϋσέγιεφ, ήταν και ορισμένοι από τις ενωσιακές δημοκρατίες που θα εμφανίζονταν στην συναυλία. Έπρεπε να δείξουμε σε όλους την λαμπερή, αδιάρρηκτη φιλία των αδελφών λαών. Θυμάμαι τον Μπιουλ - Μπιουλ από το Αζερμπαϊτζάν, την Ταμάρα Χανούμ από το Ουζμπεκιστάν.
Αθόρυβα εμφανίστηκε ο αγγελιοφόρος. Τα αυτοκίνητα ήρθαν. Κινούμαστε ομαδικά προς την πρώτη είσοδο. Απλωνόμαστε. Μας μετρούν. Όλοι είναι εκεί.
Φεύγουμε.
Στην πύλη του Κρεμλίνου ο έλεγχος κράτησε πολλή ώρα. Οι συζητήσεις γίνονταν χαμηλόφωνα. Προσεκτικά, χωρίς να βιάζονται έλεγξαν τις τσάντες. Προσεκτικά ψαχουλεύουν τα ρούχα, τα παπούτσια με τις κορδέλες, τις μύτες των παπουτσιών. Ξεφυλλίζουν τις παρτιτούρες των μουσικών, από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Όλα ήταν εντάξει. Δεν βρήκαν κάτι ύποπτο. Μπορούμε να προχωρήσουμε.
Στην είσοδο που οδηγούσε στα παρασκήνια, η διαδικασία αυτή επαναλήφθηκε με διπλάσιο ζήλο. Ελέγχουν την άδεια με την κατάσταση, την κατάσταση με τον επικεφαλής, τον επικεφαλής με την άδεια, την άδεια μου με τα μυστηριώδη νούμερα και την σφραγίδα του θεάτρου. Προφανώς, την είχε μαζί του. Αυστηρός έλεγχος των φωτογραφιών με τα πρόσωπα. Και πάλι κοίταξαν την σφραγίδα «22 Δεκεμβρίου 1949, Κρεμλίνο».
Περάστε.
Περάσαμε.
Μας μοίρασαν σε κάτι πολύ στενά καμαρίνια. Στις πόρτες ήταν κρεμασμένα τα όνοματά μας. Ένας ακόμη μεγάλος έλεγχος. Πιθανόν, τώρα να πλήττετε που τα διαβάζετε αυτό. Μα ο χρόνος μέχρι να εμφανιστούμε στην σκηνή μας φάνηκε ατελείωτος.
Σιγοψιθύριζα με την Λεπεσίνσκαγια. Έχουν άραγε εδώ τουαλέτες; Έχουν, είναι κοντά στην πόρτα. Βγήκα. Οι φρουροί στον διάδρομο ανησύχησαν. Τι θέλετε εδώ; Συγγνώμη, πρέπει να πάω στην τουαλέτα. Μ’ άφησαν. Εκεί δεν υπήρχε κανείς. Ελευθερία. Μήπως όμως υπήρχε κάποιος αόρατος;
Με τη σειρά, στηριζόμενοι στο τραπέζι, μακιγιαριζόμαστε σε ένα στενό δωματιάκι. Δυο - δύο όμως. Ήμασταν έτοιμοι. Περιμέναμε να μας καλέσουν.
Όλες οι τουαλέτες ελέγχθηκαν από τον στρατηγό Βλάσικ αυτοπροσώπως, τον επικεφαλής της προσωπικής φρουράς του Στάλιν, τον οποίο συνόδευαν δύο ευθυτενείς, λυγερόκορμοι υπασπιστές. Δεν χαιρέτησε κανέναν μας, απλά κοιτάζει επίμονα και σκληρά, πράγμα που κάνει να παγωμένες σταγόνες να κυλήσουν στην επιδερμίδα μας.
Άρχισε η συναυλία.
Η επίσημη τελετή έλαβε χώρα στην αίθουσα του Αγίου Γεωργίου του Κρεμλίνου. Οι καλλιτέχνες με σειρά ορμούν στην μισόκλειστη ανάμεσα σε δύο ξανθούς γρεναδιέρους βαριά πόρτα. Στον διάδρομο υπήρχαν προβολείς που σε τύφλωναν. Και μάτια. Πολλά μάτια.
Το κουτάκι με το κολοφώνι είχε κι αυτό φρουρούς. Στεκόταν μπροστά του ένας ειδικός φρουρός. Σκουπίζω τα παπούτσια. Έτρεμε. Είχα τρομοκρατηθεί. Το μυαλό μου μόνο στον χορό δεν ήταν. Κονφερασιέ της συναυλίας ήταν ο Μπαλακσέγιεφ. Σαν ηχώ άκουσα το όνομά μου. Η Ιρίνα Μιχαήλοβνα Γκολοβίνα, το αξίωμα και την θέση της οποίας μπορώ μόνο να υποθέσω, μου ψιθυρίζει μέσα στον πανικό: «Προσπάθησε, Μάγιετσκα, βάλε τα δυνατά σου...» Κάποιος μισάνοιξε την πόρτα. Βουτάω.
Εκτυφλωτικό φως.
Όλα ήταν χρυσά.
Στην πρώτη σειρά, με την πλάτη προς την σκηνή, πίσω από ένα μακρύ, γιορτινό τραπέζι φαίνεται το μισογυρισμένο προς το μέρος μου, το λουσμένο στον φόβο μου και το έντονο φως, το μουστακαλίδικο πρόσωπο του αυτοκράτορα. Δίπλα του στεκόταν ο Μάο. Στάθηκα στην στάση πρεπαρασιόν, άρχισε να παίζει το πιάνο. Θεέ μου, βάλε το χέρι σου!
Το πρώτο άλμα, σκέτη καταστροφή. Το ξύλινο παρκέ πάτωμα, ήταν γυαλισμένο με κερί. Το μοναδικό πράγμα που σκεφτόμουν ήταν μόνο να μην πέσω, να μην γλιστρήσω.
Δεν κατάλαβα αν χόρεψα καλά ή άσχημα. Στάθηκα όμως, δεν σωριάστηκα. Ακούω πνιχτά χειροκροτήματα. Ο Στάλιν σκυμμένος, κάτι έλεγε στον Μάο Τσε Τουνγκ. Ανάμεσα τους, σαν σε πίνακα, υπήρχε το πρόσωπο του ανώνυμου διερμηνέα. Για ποιο πράγμα συζητούσαν εκείνοι που κρατούσαν στα χέρια τους την μοίρα των ανθρώπων; Υποκλίθηκα, χαμογελάω επιτηδευμένα και όπως με είχαν διατάξει, χωρίς καθυστέρησε έτρεξα στην μισάνοιχτη λευκόχρυση πόρτα. Συνειδητοποίησα πως σκεφτόμουν ότι κατέβασα στο βλέμμα όταν υποκλίθηκα. Μετά από χρόνια ομολογώ πως δεν ήταν εύκολο τότε να αντικρίσω το βλέμμα του Στάλιν. Ενστικτωδώς.
Δεν αντέδρασε κανείς. Το μόνο που ενδιέφερε τους πάντες ήταν το επόμενο νούμερο. Εξαντλημένη, περιφέρομαι αργά στο μικρό μου δωματιάκι. Στάθηκα για πολλή ώρα μπροστά στον καθρέφτη. Το πρόσωπό μου είχε παραμορφωθεί, δεν ήταν δικό μου. Ήμουν θανάσιμα κουρασμένη. Ξαπόστασα για λίγο και στη συνέχεια άλλαξα ρούχα...
Στις πρωινές εφημερίδες δημοσιεύτηκε ένα σύντομο ανακοινωθέν του ΤΑΣΣ για την εορταστική συναυλία στο Κρεμλίνο. Ήταν και το επίθετό μου εκεί. Ήταν μία νίκη. Τώρα πια θα μπορούσα να παλέψω για το μέλλον μου. Μόνο που θα έπρεπε να φροντίσω να μου δώσουν να χορέψω κανένα καινούργιο ρόλο...