Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Στις 9 το πρωί της Κυριακής, και από τον ειδικά διαμορφωμένο χώρο της Αφετηρίας στον Μαραθώνα, θα δοθεί η εκκίνηση για τον 36ο Μαραθώνιο της Αθήνας — τον Αυθεντικό Μαραθώνιο, όπως λέγεται και όπως πράγματι είναι. Περίπου δύο ώρες και 42.195 μέτρα μετά, θα αρχίσουν να καταφθάνουν στο Καλλιμάρμαρο οι πρώτοι δρομείς, οι Κενυάτες. Θα ακολουθήσουν οι υπόλοιποι από τους περίπου 45.000 συμμετέχοντες: ένας-ένας, κατά μικρές ομάδες, κατά μεγαλύτερες ομάδες, και στη συνέχεια, και για άλλο ένα δίωρο, κατά μία μακρά ροή αθλητών.
Θα είναι συναρπαστικά: μια μέρα γεμάτη χαμόγελα, συγκίνηση, επιτυχία, θριάμβους, ρεκόρ και ευτυχισμένους ανθρώπους.
Και μία μέρα, βέβαια, γεμάτη πόνο. Πολύ πόνο.
Δεν είναι εύκολο να τρέχεις επί 42 χιλιόμετρα. Ουσιαστικά, το σώμα σου δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνο του, όση προπόνηση και να έχεις κάνει, όσο σωστή και επαρκής και να ήταν η προετοιμασία σου, όσο ιδεώδεις και να τυχαίνει να είναι οι καιρικές συνθήκες. Το σώμα δεν φτάνει. Χρειάζεται κυρίως να «τρέξει» το μυαλό σου. Η βούλησή σου. Αυτό που λέμε, «η καρδιά σου». Ο Μαραθώνιος είναι ένα άθλημα θέλησης. Αν δεν μπορείς να επιβληθείς στο σώμα σου, αυτό δεν θα τα καταφέρει. Χρειάζεται πνεύμα — και ψυχή. Όταν μάλιστα μιλάμε για την Κλασική Διαδρομή, με τις ανηφόρες που ξεκινούν από το 15ο χιλιόμετρο, ή με τη θρυλική «ανάβαση» του 27ου, τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα.
Η Κυριακή, εκτός των άλλων, θα είναι μια μέρα γεμάτη πόνο, δάκρυα — και εγκαταλείψεις. Ένα υπολογίσιμο ποσοστό των αθλητών που θα ξεκινήσουν δεν θα φτάσουν καν στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Θα σταματήσουν, με δάκρυα, πολλά χιλιόμετρα πριν. Θα εγκαταλείψουν. Όπως ακριβώς συμβαίνει σε όλους τους μεγάλους, επίπονους, απαιτητικούς αγώνες που απευθύνονται σε λίγους.
Λοιπόν, αυτή η Κυριακή —στην περίπτωση του Αυθεντικού Μαραθωνίου, ο αγώνας γίνεται πάντα τη δεύτερη Κυριακή του Νοεμβρίου— είναι για έναν δρομέα ΑΚΡΙΒΩΣ ό,τι θα είναι για τη χώρα το διάστημα που θα ξεκινήσει μια μέρα —δεν ξέρω ποια— του 2019, εκείνη τέλος πάντων τη Δευτέρα μετά τις εκλογές, και που θα τελειώσει μετά από 42.195 δύσκολα και ανηφορικά μέτρα. Τι μέτρα θα είναι αυτά; Δεν έχει σημασία. Είναι μέτρα που απλώς πρέπει να μείνουν πίσω μας. Μέτρα που πρέπει να διανύσουμε. Και μέτρα, τέλος, που πρέπει να διανύσουμε πριν από άλλους — πριν από πολλούς άλλους.
Σε πολλούς από εσάς, το ξέρω, φαίνεται γλυκερή αυτή η αναλογία. Λάθος κάνετε, δεν είναι. Είναι η πραγματικότητα, και είναι το πορτοφόλι σας. Και, αν έχετε και σας νοιάζει, είναι η ζωή του παιδιού σας. (Και η ταυτότητά του).
Για την ακρίβεια, ο δρόμος που ξεκινά για την Ελλάδα από εκείνη τη Δευτέρα που λέμε θα είναι πολύ δυσκολότερος από ό,τι είναι ο Κλασικός Μαραθώνιος για έναν ερασιτέχνη δρομέα. Γιατί η χώρα είναι ερασιτεχνική και τρέχει ερασιτεχνικά. Αν μη τι άλλο (και αυτό είναι κάτι που αμελούμε να προσθέσουμε στη συλλογιστική μας πάντα, εμμονικά), αν μη τι άλλο δεν θα τον τρέχουμε καν μόνοι μας για να πούμε πως, έστω και περπατώντας, έστω και σερνάμενοι, πού θα πάει, κάποια στιγμή θα τερματίσουμε.
Επιπροσθέτως: οι διπλανοί μας δρομείς δεν θα είναι το ίδιο προπονημένοι με εμάς ή με παρόμοια αθλητικά προσόντα. Όχι. Θα είναι πιο δυνατοί και πιο γρήγοροι? πιο έτοιμοι. Και θα είναι αυτούς ακριβώς που θα πρέπει με έναν μαγικό τρόπο να αφήσουμε πίσω μας. Και δεν μιλάμε για τους «Κενυάτες» εδώ. Οι Κενυάτες του δικού μας Μαραθωνίου είναι άλλη κατηγορία από μόνοι τους: είναι οι μεγάλες χώρες και οι μεγάλες, παλιές, νέες και νεοαναδυόμενες, οικονομίες. Δεν μιλάμε για αυτούς, που θα είναι ες αεί πάνω από εμάς, και εμείς ες αεί υποτελείς τους. Και δεν μιλάμε και για όλους τους υπόλοιπους: δεν μιλάμε για τη μεγάλη μάζα. Μιλάμε για τις μεγάλες ομάδες της τρίτης κατηγορίας αυτών που θα τερματίσουν. Γιατί, στον Μαραθώνιο της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας, δεν παίζει ρόλο η «συμμετοχή» ή η ικανοποίηση που προσφέρει ο τερματισμός. Παίζει ρόλο μόνο η νίκη: το καλό πλασάρισμα.
Με άλλα λόγια, έχουμε δρόμο μπροστά μας. Με έντονο ανταγωνισμό. Και με καμία «άμιλλα». Δεν υπάρχουν ηθικά κίνητρα σε αυτό τον αγώνα. Δεν θα σε σηκώσει κανείς από κάτω για να σε βοηθήσει να τερματίσεις. Αυτά συνέβησαν ακραία σπάνιες φορές σε καναδυό πραγματικούς αγώνες, και τα χαζεύουμε σε ώρες σχόλης στο YouTube. Το αντίθετο ισχύει: τα κίνητρα είναι απολύτως και μόνον υλικά — τα μόνα που έχουν αξία, δηλαδή. Στον αγώνα του πλασαρίσματος σε μία ικανοποιητική θέση, εκτός από την κατάλληλη προετοιμασία και το «ξεπέρασμα του εαυτού», παίζουν ρόλο ακόμη και οι ρωμαλέες κρυφές αγκωνιές στα πλευρά του αντιπάλου.
Είμαι απολύτως βέβαιος πως δεν το συνειδητοποιούμε αυτό. Δεν έχουμε καταλάβει τι συμβαίνει στη γειτονιά μας, στη συνοικία μας, στην πόλη μας και έξω από αυτήν. Δεν έχουμε καταλάβει κυριολεκτικά το παραμικρό. Και δεν μιλώ εδώ για τον πρωθυπουργό μας, αίφνης, που είναι ξεκάθαρα αδύνατον λόγω κατασκευής και πλημμελούς πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει. Μιλώ για όλους σχεδόν τους υπόλοιπους. Από κόμματα, Τύπο, φορείς — τα πάντα. Για να μην κάνω λόγο για τους πολίτες, που δεν θα έλεγαν όχι στη μετανάστευση των παιδιών τους, αν ήταν οι ίδιοι να πληρώσουν τόσο τα εκατό λιγότερο ΕΝΦΙΑ…
Εν πάση περιπτώσει: ο Μαραθώνιος της Οικονομίας (δηλαδή της Ισχύος) θα ξεκινήσει κάποια Δευτέρα του χρόνου, και ο στόχος για την Ελλάδα θα είναι πολύ συγκεκριμένος — να τερματίσει φωνάζοντας, «Νενικήκαμεν». Μόνο που αυτή τη νίκη επί των «Περσών» θα την καταγάγει στον τερματισμό, και όχι στην αφετηρία. Γιατί οι Πέρσες είμαστε εμείς.
Πάντα εμείς ήμασταν οι Πέρσες.