Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Σε μια παρέα Ευρωπαίων αξιωματούχων, τον περασμένο Σεπτέμβριο στις Βρυξέλλες ο Ζαν Κλωντ Γιούνκερ προσπαθούσε να απαντήσει αν όντως η Ελλάδα είχε τελειώσει με τα μνημόνια. Όταν κάποια στιγμή κάποιος Ολλανδός του ζήτησε να εγγυηθεί ότι η ελληνική οικονομία δεν θα βρεθεί και πάλι σε πρόγραμμα στήριξης, εκείνος απάντησε ότι δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα για κανένα μέλος της Ευρωζώνης, πόσο μάλλον για τους Έλληνες που τους συμπαθεί λίγο περισσότερο από τους άλλους....
Αλλά μιλώντας για τον απερχόμενο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι προτιμότερο να κρατήσουμε την πρόσφατη δήλωσή του για το συνολικό ζήτημα της Ευρώπης, μπροστά στο ευρωσκεπτικισμό: «Χρειάζεται μόνο να επισκεφθείτε ένα στρατιωτικό νεκροταφείο για να δείτε ποια είναι η εναλλακτική λύση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».
Το 2019 θα είναι άλλη μία κρίσιμη χρονιά για το μέλλον της χώρας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Οι εθνικές αλλά και οι ευρωπαϊκές εκλογές θα καθορίσουν το μέλλον της επόμενης πενταετίας για την ελληνική οικονομία αλλά και για το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στόχοι οι οποίοι δεν είναι ανεξάρτητοι για το πεπρωμένο της χώρας και του ζωτικού χώρου στον οποίο ανήκει.
Μπροστά σ΄αυτό το μεταίχμιο σημαντικών αλλαγών μπορεί κανείς, ελεύθερα να αναρωτηθεί για την στάση που θα τηρήσουν οι εταίροι μας στις πολιτικές και οικονομικές αλλαγές στην Ελλάδα. Γιατί όποιος έχει στοιχειώδη αίσθηση της πραγματικότητας καταλαβαίνει ότι τίποτα δεν μπορεί να συμβεί στο εσωτερικό - πριν και μετά τις εκλογές- χωρίς την ανάμιξη των δυτικών εταίρων.
Όχι ασφαλώς επειδή ετοιμάζονται συνωμοσίες σε σκοτεινά γραφεία αλλά γιατί η Ελλάδα αποτελεί φυσιολογικά, ένα στρατηγικό κομμάτι του δυτικού κόσμου το οποίο δεν μπορεί να ακολουθεί ανεξέλεγκτη εξωτερική και οικονομική πολιτική. Πραγματικότητα η οποία θα έπρεπε από δεκαετίες να γίνει κατανοητή στην ελληνική κοινωνία ως ρεαλισμός και όχι ως φαντασιακή απειλή δόλιων συμφερόντων.
Ένα αναπάντητο ερώτημα που υφίσταται ακόμα και σήμερα είναι γιατί Ευρωπαίοι και Αμερικανοί συνεχίζουν να μην έχουν πρόβλημα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μολονότι ακολουθεί μία αντιπαραγωγική πολιτική για την οικονομία και την ευημερία της χώρας. Γιατί δεν έχουν θυμώσει που ο κρατισμός θριαμβεύει, που οι θεσμοί υπολειτουργούν, που οι επενδύσεις είναι σχεδόν ανύπαρκτες, που η φορολογία εξουθενώνει την ιδιωτική οικονομία και που το τραπεζικό σύστημα υπολειτουργεί;
Γιατί οι εταίροι μας δεν ενδιαφέρονται για την πραγματική εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας, αφού έχουν όλες τις δυνατότητες να την επιβάλλουν; Η απάντηση είναι μάλλον απλή και δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν που αντιλαμβάνεται τον δυτικό κόσμο ως ολότητα και όχι ως «ψευδοεθνικά» σύνολα που εξυπηρετούν μόνο τις τοπικιστικές φαντασιώσεις των μεγάλων μαζών: Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καμία δικαιοδοσία σε ό τι αφορά την σχέση των εθνικών κυβερνήσεων με τους πολίτες τους.
Γιατί αυτή καθορίζεται απολύτως από την αξιολόγηση της αντιπροσωπευτικότητας, όπως την αντιλαμβάνονται οι πολίτες μιας χώρας. Από τη στιγμή δηλαδή που οι ψηφοφόροι των ελληνικών κομμάτων επιμένουν να ψηφίζουν με κριτήριο τον πελατειασμό, κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει την έκβαση της ψηφοφορίας. Όπως επίσης, κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τους Ούγγρους να εκλέγουν τον Όρμπαν ή τους Γάλλους να δίνουν στην Λεπέν την πρωτιά στις εκλογές.
Οι θεσμοί βεβαίως των Βρυξελλών μπορούν να λάβουν μέτρα για το μεταναστευτικό ή να γίνουν πιο αυστηροί στην επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας. Δεν το κάνουν όμως γιατί οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών είναι κυρίως εκπρόσωποι των εθνικών συμφερόντων τους και περιορίζονται μόνο στο να διατηρούν μία κατάσταση βιώσιμη και σταθερή, χωρίς να έχουν την ρεαλιστική δύναμη να την εξυγιάνουν οι ίδιοι χωρίς την συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου που είναι η ίδια η κοινωνία των πολιτών.
Εν ολίγοις, το 2019 θα είναι μία κρίσιμη χρονιά αλλά όχι με αλλαγή της στάσης των εταίρων μας στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ. Επειδή η «συνεργασία» είναι δεδομένη και εύκολη στην τυπική της μορφή. Από εκεί και πέρα, αυτό που θα συμβεί με την επόμενη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κανείς δεν μπορεί να το ξέρει. Όχι γιατί δεν τον συμπαθουν στις Βρυξέλλες αλλά κυρίως γιατί θα προσπαθήσει να ανατρέψει το καθεστωτικό περιβάλλον του κρατισμού που οι Έλληνες έχουν συνηθίσει για δεκαετίες.
Με πιθανό αποτέλεσμα να δημιουργήσει ένα πρόσκαιρο κλίμα έντονης άρνησης στους πολίτες που εξαρτώνται από την νοσηρότητα του ελληνικού κράτους. Κάτι που περιλαμβάνει από μόνο του ένα ρίσκο για την «κοινωνική ειρήνη» που ενδιαφέρει περισσότερο τους εταίρους μας από την ανάπτυξη και την ευημερία της χώρας.
Με λίγα λόγια, οι Ευρωπαίοι φίλοι μας δεν πρόκειται να θυσιάσουν την ησυχία τους για να μας σώσουν αν δεν θέλουμε να σωθούμε οι ίδιοι. Θα μας κρατήσουν «διασωληνωμένους» για πάντα, σεβόμενοι τις «ιδιαιτερότητές» μας και αποδεχόμενοι την «παθολογία» του έθνους μας.
Ως πότε; Μέχρι να αλλάξουν τα πράγματα στην ΕΕ και να εκχωρήσουμε πλήρως την εθνική μας κυριαρχία σε κεντρικούς θεσμούς που δεν θα είναι εθνικοί αλλά ευρωπαϊκοί. Όταν διαλυθεί το άρρωστο κράτος μας - και πολλών άλλων στην Ευρώπη- και ενωθούν οικονομίες και δημοκρατίες, στο όνομα της κοινής προοπτικής για το μέλλον.