Μπορεί πράγματι η εντυπωσιακή άνοδος των «Πρασίνων» στην Γερμανία να προοιωνίζεται αλλαγή του πολιτικού παραδείγματος στην Ευρώπη, είναι όμως αλήθεια ότι το παράδειγμά τους καθεαυτό δύσκολα μπορεί να περάσει τα σύνορα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Συνιστά ένα φαινόμενο πολύ στενά συνδεδεμένο με την γερμανική πολιτική κουλτούρα για να μπορεί εύκολα να εξαχθεί και να ευδοκιμήσει αλλαχού.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το γερμανικό οικολογικό κίνημα πετυχαίνει εκεί που σχεδόν όλα τα άλλα ευρωπαϊκά ομόλογά τους έχουν αποτύχει.
Και έχουν πρώτα από όλα αποτύχει γιατί ουδέποτε απέκτησαν τα χαρακτηριστικά που αποτελούν σήμερα τα μυστικά της επιτυχίας των Grünen. Οι τελευταίοι είναι πραγματιστές, ανοιχτόμυαλοι και επαγγελματίες.
Όλοι τους αναγνωρίζουν την βαθιά γνώση των πολιτικών θεμάτων και όχι μόνον των περιβαλλοντικών. Καθώς και την ικανότητά τους να συνθέτουν διαφορετικές απόψεις με απόλυτη συνοχή και αραγή ενότητα.
Τους δόθηκε επανειλημμένα η δυνατότητα να τριφτούν με την διοίκηση δοκιμάζοντας με επιτυχία τα διαχειριστικά τους προσόντα. Απέκτησαν πολύτιμη εμπειρία συμμετέχοντας στην διακυβέρνηση έντεκα από τα συνολικά δεκαέξι κρατίδια. Άλλοτε συνεργαζόμενοι με τους Χριστιανοδημοκράτες, άλλοτε με τους σοσιαλδημοκράτες. Και πάντα αποδεικνύοντας την ικανότητά τους να ασκούν εξουσία χωρίς να αφίστανται των αρχών τους.
Άλλωστε η πρόσφατη θριαμβευτική για τρίτη συνεχή θητεία επανεκλογή του Winfried Kretschmann στην Βάδη-Βυτεμβέργη αποτελεί τρανή απόδειξη της άλλης ικανότητας τους που είναι η παραγωγή συναινέσεων σε μια χώρα που το εκλογικό της σύστημα καθιστά υποχρεωτικές τις πολιτικές συνεργασίες και τον σχηματισμό συνασπισμών εξουσίας.
Στην Γερμανία εξάλλου δεν απαιτείται συγκέντρωση πλειοψηφίας για να σχηματιστεί κυβέρνηση. Αρκεί η συγκέντρωση ποσοστών της τάξης του 20% για να υπάρξει πρόσβαση στην διακυβέρνηση.
Συνετέλεσε αυτό το εκλογικό σύστημα στην απόκτηση των χαρακτηριστικών που έχουν σήμερα οι «Πράσινοι»; Αναμφίβολα. Όπως σίγουρα συνετέλεσε στην απόκτηση κουλτούρας συνεργασιών η ομοσπονδιακή δομή του γερμανικού κράτους και η μεγαλύτερη εγγύτητα μεταξύ των διοικητικών δομών και των τοπικών κοινωνιών.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι από τον περυσινό Νοέμβριο κατάφεραν να στοιχειοθετήσουν ένα «Βασικό Πρόγραμμα» 84 σελίδων που αναφέρεται στην υπερθέρμανση του κλίματος, στις επενδυτικές πολιτικές, στην ευρωπαϊκή άμυνα, στο ΝΑΤΟ, στην ασφάλεια κλπ με τρόπο που συνδυάζει με απόλυτη πειστικότητα υψηλούς στόχους με μεγάλη αξιοπιστία.
Ήταν αυτό που τους επέτρεψε να διατηρήσουν την ενότητά τους και ταυτόχρονα να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Δεν περίμεναν να επωφεληθούν απλώς από την μεγάλη και φυσιολογική φθορά των δυο παραδοσιακών παρατάξεων, της Χριστιανοδημοκρατίας και της Σοσιαλδημοκρατίας, που μονοπωλούσαν στις πολλές μεταπολεμικές δεκαετίες την διακυβέρνηση της Γερμανίας. Ούτε επένδυαν στην απογοήτευση που προκαλούσαν στους οπαδούς των δυο μεγάλων ιστορικών οι εξίσου φθοροποιοί προσωπικοί ανταγωνισμοί για την ηγεσία τους. Ούτε πλειοδότησαν στην αγανάκτηση που πυροδότησαν τόσο τα σκάνδαλα που ξέσπασαν με πρωταγωνιστές Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές, όσο και οι πρωτοφανείς αστοχίες του κυβερνώντος κόμματος και της ηγεσίας του στην διαχείριση της πανδημίας.
Αξιοποίησαν απλώς την υγειονομική κρίση ως υπαρξιακή και την αντιμετώπισαν ως ευκαιρία για μια ριζική πολιτική ανανέωση. Το έκαναν όμως με τρόπο που δεν φοβίζει κανέναν ότι μπορεί να οδηγήσει σε περιπέτειες.
Γιαυτό άλλωστε και αυτή τη φορά οι πιθανότητες η σημερινή δημοσκοπική τους άνοδος να αποδειχθεί μακράς πνοής και να διατηρηθεί μέχρι τις κάλπες είναι μεγαλύτερες.
Και είναι για τον ίδιο λόγο που, αν κερδίσουν τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου, ο άνεμος της ανανέωσης θα μπορέσει να περάσει τα γερμανικά σύνορα φθάνοντας μέχρι τις Βρυξέλλες και πνέοντας σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.