Του Γιάννη Παντελάκη
Το πολυσυζητημένο ντοκιμαντέρ του Πολ Μέισον για το Channel 4, είναι κάτι περισσότερο από αποκαλυπτικό. Δεν μας θυμίζει μόνο τα τραγικά λάθη που έγιναν από την Ελληνική πλευρά στις διαπραγματεύσεις, με τον ίδιο τον Τσίπρα να παραδέχεται σε ανύποπτο χρόνο πως «χάσαμε χρόνο, στο τέλος μας τέλειωσαν τα χρήματα και οι δυνάμεις, αν το ήξερα, θα είχα πάρει πιο γενναίες αποφάσεις από την αρχή». Δεν αναδεικνύει απλά την πλήρη γνώση που είχε ο Βαρουφάκης (και κατ' επέκταση η κυβέρνηση) ότι από τις 21 Ιουνίου και νωρίτερα, είχε προβλεφθεί το κλείσιμο των Τραπεζών παρ ότι διαβεβαίωναν για το αντίθετο.
Μέσα από αυτά τα 65 λεπτά του ντοκιμαντέρ, με τα μάτια ενός ξένου καταγράφεται ολόκληρη η Ελληνική παθογένεια. Που ξεκινάει από τους υποσχόμενους μάγους που αναρριχήθηκαν στην εξουσία υποσχόμενοι τα πάντα, παρ' ότι συνειδητά γνώριζαν ότι δεν μπορούν να υλοποιηθούν, εκμεταλλεύτηκαν την χρεοκοπία αξιοπιστίας του μεταπολιτευτικού πολιτικού προσωπικού για να δώσουν ελπίδα (και μάλιστα αριστερή, συκοφαντώντας την) και γαλούχησαν μεγάλες ομάδες της κοινωνίας σε εξωπραγματικούς όρους ερμηνείας της κρίσης.
Κάποια στιγμή, στο ντοκιμαντέρ εμφανίζεται ένας προπονητής μποξ ή κάτι ανάλογο, ο οποίος ερμηνεύει με τους δικούς του όρους τις αιτίες της κρίσης. Όπως λέει «είμαστε απόγονοι Θεών, είμαστε αυτοί που μας χρωστάνε και όχι αυτοί που χρωστάμε». Και στη συνέχεια, χτυπάει με δύναμη κάποια κρεμασμένα λάστιχα αυτοκινήτου που παίζουν ρόλο σάκων του μπόξ και φωνάζει «πάρτην Μέρκελ τώρα…». Δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη γραφική περίπτωση. Σε αυτόν τον Έλληνα, μπορεί κάποιος να δει μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι ενίσχυσαν την άποψη του «περιούσιου λαού» που είναι αρκετά διαδομένη. Μεταξύ των φορέων ανάλογων απόψεων και πολιτικοί. Πόσοι από αυτούς δεν καλλιέργησαν την άποψη ότι «μας χρωστάνε», ότι «δανειζόμαστε γιατί μας υποχρέωναν», ότι «το χρέος είναι παράνομο». Αλλά και η απάντηση τους στην κρίση, ήταν μια απάντηση χωρίς εναλλακτικό σχέδιο και προετοιμασία, μια απάντηση με επιθετικότητα και ανέξοδο τσαμπουκά.
Ας μην ξεχνάμε, ότι αυτή την λογική και τακτική, ακολούθησε μια ολόκληρη κυβέρνηση μετά τις 25 Ιανουαρίου, γιατί να μην την υιοθετεί και ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ; Μια κυβέρνηση που πόνταρε ιδιαίτερα σ αυτό που επισημαίνει ο Βρετανός δημοσιογράφος. Ό,τι δηλαδή «κάποιοι άνθρωποι περίμεναν ολόκληρη τη ζωή τους για να δουν την αριστερά στην εξουσία». Και αυτή την ανάγκη, την κακοποίησαν, την έκαναν χλεύη, έδειξαν πολύ κατώτεροι για να την ικανοποιήσουν. Η κριτική, δεν αφορά μόνο την απουσία οποιασδήποτε προετοιμασίας για κάτι που γνώριζαν ότι θα συμβεί στην οικονομία. Αλλά και στην απόλυτη εγκατάλειψη κάθε ιδέας που είχε συνοδευτεί με την αριστερά. Για τα στοιχειώδη μιλάμε. Τον περιορισμό της διαπλοκής και των υπερεξουσιών εξωθεσμικών κέντρων (π.χ. εκκλησία), την ενίσχυση της αξιοκρατίας, τη κατάργηση του κομματικού κράτους κ.ο.κ.
Με τα μάτια ενός ξένου-του Μέισον-συνειδητοποιήσαμε ένα σωρό αντιφάσεις που αντιμετωπίζουμε ως μια λογική πραγματικότητα. Δεν υπάρχουν δημοσιογράφοι απέναντι στην κάθε εξουσία, υπάρχουν «δημοσιογράφοι του ΣΥΡΙΖΑ» (προφανώς σε αντιστοίχηση δημοσιογράφων άλλων κομμάτων). Υπάρχουν πολιτικοί (π.χ. Βαρουφάκης), που συμπεριφέρονται ως είδωλα, τους ανεβάζουν στα Ιμαλάια σ ελάχιστο χρόνο και στον ίδιο χρόνο τους απαξιώνουν. Υπάρχουν η εξοργιστική άνεση, από τους ίδιους ανθρώπους από τους οποίους δημιουργείται μια προσδοκία, από τους ίδιους ν ακυρώνεται και αυτό να θεωρείται φυσιολογικό.