Tου Θανάση Διαμαντόπουλου
Για ορισμένους η απόκλιση από την αλήθεια –είτε ως απόκρυψή της είτε ως ευθεία προσφυγή στο ψεύδος- συνιστά μια δυσάρεστη, αλλά ενδεχομένως αναπόφευκτη και σε κάθε περίπτωση επωφελή ενέργεια.
Επωφελή πρωτίστως βέβαια για τους ίδιους τους ψευδόμενους. Καμιά φορά, όμως, και για τους αποδέκτες του ψεύδους, οι οποίοι -έστω και προσωρινά συνήθως- προφυλάσσονται από μια πραγματικότητα ανατρεπτική της ασφάλειάς τους, σοκαριστική, τραυματική, ενίοτε βλαπτική, καμιά φορά και δυνάμει θανατηφόρο. (Κάποιοι πιθανόν να έχουν δει την ταινία με την ανατολικοβερολινέζα η οποία επανήλθε από εγκεφαλικό ή κωματώδη κατάσταση, μετά την κατάρρευση του τείχους, και οι οικείοι της προσπαθούσαν να της αποκρύψουν τη νέα πραγματικότητα, που κατά την κρίση τους ήταν ικανή, αιφνιδίως αποκαλυπτόμενη, να προκαλέσει στην αναρρωνύουσα έως και θανατηφόρο σοκ. Ακόμη χειρότερα σκεφθείτε την αντίδραση μιας θεούσας, την οποία κάποιος –υποθετικώς, αλλά εγκύρως και πειστικώς- θα είχε τη δυνατότητα να την ενημερώσει για την ανυπαρξία μεταθανάτιας ζωής και Παραδείσου).
Υπάρχουν, όμως, και άνθρωποι οι οποίοι –μήπως άραγε λόγω κάποιας ψυχικής διαστροφής ή πνευματικής διαταραχής;- έχουν ανάγκη το ψεύδος! Τρέφονται, λοιπόν, και αναζωογονούνται από αυτό, στο οποίο συστηματικά προσφεύγουν, αδιαφορώντας για το πόσο μεγάλο είναι. Ή, ακόμη χειρότερα, επιδιώκοντας και επιλέγοντας τα μεγαλύτερα δυνατά ψεύδη. Είτε διότι αποδέχονται το κεντρικό δόγμα της ναζιστικής στρατηγικής προπαγάνδας, πως όσο μεγαλύτερο είναι ένα ψέμα, τόσο πιθανότερο είναι αυτό να γίνει πιστευτό από ευρέα κοινωνικά στρώματα… Είτε διότι δεν τους απασχολεί καν –για να μην πω πως τους ηδονίζει- η αναξιοπιστία του λόγου τους. Οι τελευταίοι είναι σαν να λένε στην κοινωνία «είδατε ρε σεις τι είμαι εγώ ικανός, χωρίς να κοκκινίζω, να σας πω;».
Οι εν λόγω, ακριβώς επειδή συνειδητά επιλέγουν, από όλα όσα μπορούν να παρουσιάσουν στους ακροατές τους, να πουν το πλέον οφθαλμοφανώς ψευδές, είναι σαν να επιλέγουν ως ονομαστική εορτή τους της 1η Απριλίου! Θεωρούν, άλλωστε, πως έχουν κατακτήσει το δικαίωμα να περιφρονούν όχι μόνο την πραγματικότητα αλλά και κάθε λογική προσέγγιση βασιζόμενη επ' αυτής. Απολαμβάνουν κάθε στιγμή να ρωτάνε τα πλήθη «μα είναι δυνατόν να πιστεύετε στα μάτια σας –ή στα αυτιά σας ή στην τσέπη σας ή… ή… ή… και όχι στα λόγια μου;».
Ας πάρουμε, λοιπόν, την περίπτωση του καθ' ημάς πρωθυπουργού…
Αν έλεγε «ατού μου είναι η εξωτερική πολιτική», θα εξέφραζε μια κρίση που ασφαλώς θα δίχαζε την κοινωνία, της οποίας όμως η αναλήθεια δεν είναι πασίδηλη και πάντως όχι πανθομολογούμενη…
Επιλέγοντας, αντίθετα (λόγω οίησης;, άλλωστε κάποτε είπε πως δικαιούται να είναι οιηματίας επειδή έγινε πρωθυπουργός πολύ νέος …, λόγω θράσους;, λόγω διάθεσης πρόκλησης;, επειδή θεωρεί πως η ψευδολογική αμετροέπεια χαρακτηρίζει τους «χαρισματικούς»;) να πει «ατού μου είναι η οικονομία», ο εξ Αθαμανίου Άρτης πολιτικός κυριολεκτικά έσπασε όλα τα ψευδόμετρα. Λειτούργησε περίπου όπως ο παραδοσιακός σπηλαιάνθρωπος που θα υποστήριζε ότι η βασική του εμπειρία και ενασχόληση είναι στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές…
*Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.