Από τα χρόνια του μνημονίου μέχρι και τις ημέρες μας υπάρχει ένα αφήγημα που μιλά για δύο Ελλάδες που συγκρούονται. Η μία Ελλάδα είναι αυτή που βλέπει τον εαυτό της ως μέρος της Δύσης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΝΑΤΟ, και τάσσεται υπέρ του κράτους δικαίου, του εκσυγχρονισμού του κράτους και της επιχειρηματικότητας.
Η άλλη Ελλάδα προσβλέπει σε χώρες αυταρχικές, όπως η Κίνα ή η Ρωσία, για να βρει συμμάχους, αντιστέκεται σε κάθε μεταρρύθμιση και αγωνίζεται για να ανατρέψει - αντί να βελτιώσει - το υπάρχον σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τον τελευταίο καιρό έγιναν στη χώρα μας δύο πολύ χαρακτηριστικά γεγονότα που ενδεχομένως να υποδεικνύουν ότι η θεώρηση αυτή είναι λανθασμένη. Δεν υπάρχουν δύο Ελλάδες, αλλά στη μία και μοναδική Ελλάδα συνυπάρχουν δύο τελείως διαφορετικές εποχές.
Την περασμένη εβδομάδα ο Υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης, έκανε μία παραδοχή που δείχνει μία από τις χειρότερες εικόνες που επικρατούν στο ελληνικό κράτος. Για όσους δεν το γνωρίζουν, στην Ελλάδα η απόδοση συντάξεων αργεί υπερβολικά. Μία πράξη που θα έπρεπε μέσα σε δευτερόλεπτα να κάνουν ηλεκτρονικοί υπολογιστές, αμερόληπτα και με διαφάνεια, στη χώρα μας παίρνει αρκετές φορές περισσότερα από 2 ή 3 χρόνια.
Αναγνωρίζοντας την απαράδεκτη πραγματικότητα των εκκρεμών συντάξεων, η κυβέρνηση αποφάσισε να λάβει ένα πυροσβεστικό μέτρο, ελπίζουμε μέχρι να λυθεί αυτό το τεράστιο πρόβλημα οριστικά μέσω της ψηφιοποίησης της διαδικασίας, με την εισαγωγή μίας προσωρινής σύνταξης την οποία και θα λαμβάνουν όσοι ολοκληρώνουν τις αιτήσεις συνταξιοδότησης μέχρι να υπολογιστεί και να εγκριθεί η κανονική τους σύνταξη.
Για την προσπάθεια αυτή ο Υπουργός Εργασίας δήλωσε «Δεν αντέχω να μην το πω, το κρατάω τόσες μέρες μέσα μου… αν δείτε την υπουργική απόφαση την έχω υπογράψει εγώ και η γεν. γραμματέας του υπουργείου. Δεν την υπέγραψε κανένας από την ιεραρχία του υπουργείου, διότι θεωρούν ότι θα μας φύγει κανένας πόντος και θα φύγουν από τις αρχές του ασφαλιστικού συστήματος. Ότι πως δίνεις έτσι συντάξεις». Εδώ λοιπόν έχουμε την εμφάνιση της μίας από τις δύο εποχές που ζουν παράλληλα.
Δημόσιοι υπάλληλοι, κρατικοί λειτουργοί που ζουν ακόμα στη δεκαετία του 80 και του 90, μια εποχή που οι πολίτες ήταν όμηροι του κράτους και των λειτουργών του. Μια εποχή που αυτές οι αντιδράσεις περνούσαν απαρατήρητες και δεν προκαλούσαν θυμό ή απόγνωση. Μια εποχή που έδωσε στο ελληνικό δημόσιο την κάκιστη φήμη που έχει ανάμεσα στους πολίτες.
Από την άλλη πλευρά, πριν λίγους μήνες ξεκίνησαν οι εμβολιασμοί των πολιτών κατά του κορονοϊού. Σύμφωνα με πολλαπλές μαρτυρίες, τόσο προσωπικές όσο και δημόσιες, το ίδιο κράτος που φέρθηκε με πλήρη αδιαφορία για τα προβλήματα των συνταξιούχων της προηγούμενης παραγράφου, κατάφερε να στήσει έναν υποδειγματικό μηχανισμό που μέχρι στιγμής φέρνει εις πέρας με απρόσμενη επιτυχία ένα από τα δυσκολότερα και πιο περίπλοκα πρότζεκτ που έχει κληθεί το δημόσιο να φέρει εις πέρας από τη μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα. “Αυτό που συμβαίνει δεν είναι ελληνικό.
Έκλεισα ραντεβού μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και ειδοποιήθηκα δύο φορές με sms για να μην το ξεχάσω. Όταν έφτασα στο κέντρο εμβολιασμού με ανέλαβε ειδικευμένο προσωπικό απευθείας και με ενημέρωσε για τη διαδικασία ενώ προχωρούσαμε προς τον χώρο του εμβολιασμού. Μπήκα στην αίθουσα, εμβολιάστηκα, κάθησα 15 λεπτά και έφυγα αμέσως. Αυτό που συμβαίνει δεν είναι ελληνικό”. Αυτή ήταν η περιγραφή της εμπειρίας του εμβολιασμού ενός πολύ σπουδαίου ομότιμου καθηγητή, αρκετά συχνά επικριτικού προς την κυβέρνηση, που σέβομαι βαθύτατα. Αντίστοιχες αναφορές ακούμε όλοι μας καθημερινά από φίλους, γνωστούς, πατεράδες, μανάδες, παππούδες και γιαγιάδες που περνούν ακριβώς τα ίδια.
Εδώ λοιπόν δεν συγκρούονται δύο διαφορετικές Ελλάδες αλλά οι δύο διαφορετικές εποχές που συνυπάρχουν στο κράτος και την κοινωνία μας. Η μία είναι προσκολλημένη στο παρελθόν. Η άλλη είναι στο 2021.