Του Δημήτρη Καμπουράκη
Έτυχε να κάτσω ακριβώς δίπλα του σε μια εκδήλωση κοινωνικής ευαισθητοποίησης. Χαιρετηθήκαμε τυπικά, αυτός με ήξερε προφανώς από την τηλεόραση, εγώ ομολογώ πως ντράπηκα να τον ρωτήσω ποιος είναι. Κάτι μου θύμιζε αδιόρατα, αλλά ως εκεί. Μόνο όταν ξεκίνησε η εκδήλωση και άκουσα «παρακαλώ τον γενικό γραμματέα υγείας να απευθύνει χαιρετισμό» κατάλαβα ποιος καθόταν δίπλα μου.
Όταν επέστρεψε στην θέση του, ψιθυριστά διότι υπήρχαν ομιλητές στο μικρόφωνο, τον ρώτησα γιατί δεν έχουν περιλάβει ένα συγκεκριμένο σκεύασμα στο πρόγραμμα που θα στέλνει τα φάρμακα των καρκινοπαθών στα φαρμακεία ή στα νοσοκομεία, δίνοντας τέλος στην φρικτή τους ταλαιπωρία. Αφορά ένα σκεύασμα που χρειάζονται περί τους 200 ασθενείς μιας σπάνιας εκφυλιστικής νόσου, οι οποίοι είχαν κυριολεκτικά εγκαταλειφθεί στην τύχη τους από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Πρώτη φορά το άκουγε. Λογικό, μέσα στο χάος και τα πελώρια προβλήματα του υπουργείου υγείας ένα σκεύασμα που φορά ελάχιστους ανθρώπους δεν μπορεί να είναι προτεραιότητα. Του εξήγησα ότι έτυχε να γνωρίσω αυτούς τους δυστυχείς ανθρώπους όταν απευθύνθηκαν σε μένα ως δημοσιογράφο για να δημοσιοποιήσω τις ουρές 48 και βάλε ωρών που κάνουν κάθε μήνα έξω από το φαρμακείο του ΕΟΠΥΥ στην Νέα Ιωνία, προσπαθώντας να πάρουν το πολύτιμο φάρμακο από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα της ζωής τους, αλλά συχνά και η ίδια η ζωή τους.
Για την ιστορία, σας λέω ότι μπαίνουν στην ουρά πενήντα περίπου άτομα κάθε μήνα και μετά από δυο μερόνυχτα παραμονής στο πεζοδρόμιο του φαρμακείου (με ράντζα και πολυθρονίτσες που φέρνουν) καταφέρνουν να το πάρουν λιγότεροι από δέκα. Και είναι άτομα που ταξιδεύουν απ' όλη την Ελλάδα για να ζητιανέψουν το φάρμακο τους απ' το κράτος. Συνάντησα ασθενή από την Λήμνο και άλλον από την Ζαχάρω, που έρχονται κάθε μήνα στον ΕΟΠΥΥ Νέας Ιωνίας και ξεροσταλιάζουν δυο μερόνυχτα στο πεζοδρόμιο του δίχως πάντα να παίρνουν το φάρμακο τους.
Ο γενικός με άκουσε και μετά με ρώτησε ποιο ήταν το φάρμακο και ποια η αρρώστια. Τον είδα να ανοίγει το ηλεκτρονικό του σημειωματάριο και να σημειώνει. Σας εξομολογούμαι πως μέσα μου σκέφτηκα «καλά τώρα, σιγά μην ασχοληθεί». Έχουν περάσει απ' τα χέρια μου γενικοί και γενικοί, υπουργοί και υφυπουργοί. Ενενήντα οκτώ στους εκατό, κάτι τέτοιες σημειώσεις που συλλέγουν στον δρόμο ή σε κοινωνικές επαφές, τις ξεχνούν μόλις ο συνομιλητής τους χαθεί απ' το οπτικό τους πεδίο. Ο διάλογος μας έγινε προχθές στις 8 το βράδυ, μέσα σε μια εκδήλωση για την νόσο Αλτσχάιμερ.
Και όμως, ω του θαύματος, το επόμενο κιόλας πρωί (χθες δηλαδή) με πήρε τηλέφωνο ζητώντας περαιτέρω διευκρινήσεις και πληροφορίες. Στις πέντε το απόγευμα με ξαναπήρε ρωτώντας πολύ συγκεκριμένες λεπτομέρειες, δείγμα ότι είχε ασχοληθεί διεξοδικά με το ζήτημα. Του έδωσα τα τηλέφωνα δύο ασθενών που τραβάνε οι ίδιοι την ταλαιπωρία και ξέρουν κάθε υποπερίπτωση, εγώ δεν μπορούσα να απαντήσω σ' αυτά που με ρωτούσε. Μίλησε και με τους δυο, όπως έμαθα απ' τους ίδιους.
Γιατί τα γράφω αυτά; Διότι τελικά η επάρατη δεξιά αποδεικνύεται πολύ πιο ανθρώπινη και αλτρουιστική από την αριστερά που σκίζει τα ιμάτια της για τον λαό κι έπειτα τον αφήνει να ξεροσταλιάζει στα πεζοδρόμια ζητιανεύοντας ένα ρημαδιασμένο κουτάκι φαρμάκου. Τα γράφω επίσης για να σας πω πως αν η κυβέρνηση του Κυριάκου συνεχίσει έτσι και δεν καβαλήσει το καλάμι, τρεις τετραετίες θα κάτσει στην εξουσία.
Κι αν τον δείτε τον γενικό, θα νομίσετε πως είναι ένας τεχνοκράτης που στις φλέβες του κυλάνε παγάκια, όχι ζεστό αίμα. Κι όμως ο τύπος, δίχως φανφάρες και συνθήματα, λύνει θέματα. Και έτσι δίνει πραγματική αξιοπρέπεια στον απλό πολίτη, πόσο μάλλον στον ανήμπορο πάσχοντα. Προχθές τον γνώρισα, άλλωστε στο Λονδίνο δούλευε και τον έφερε πίσω στην πατρίδα ο Κυριάκος πριν δυο μήνες. Το όνομα του Γιάννης Κοτσιόπουλος.