Του Λέανδρου Ρακιντζή*
Στα σαλούν της Άγριας Δύσης ήταν αναρτημένη η επιγραφή «Μη πυροβολείτε τον πιανίστα». Δυστυχώς, από τα συνεχή φαινόμενα δυσλειτουργίας της Δικαιοσύνης προκύπτει το ίδιο διλημματικό μότο: «Πυροβολείτε ή μην πυροβολείτε την Δικαιοσύνη»! Κι αυτό συνάγεται από όσα συμβαίνουν σε πολλά επίπεδα. Σε δικαστικές αποφάσεις, που δεν πείθουν για την ορθότητα τους η γεννούν απορίες, σε δίκες που σύρονται για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα στα ακροατήρια, σε δικονομικές ακυρότητες όπως στη προδικασία της υπόθεσης Novartis, σε κυβερνητικές παρεμβάσεις για εκκρεμείς δικαστικές διαδικασίες και προαναγγελίες αποφάσεων.
Όπως και σε πειθαρχικές διώξεις δικαστών σε συνδυασμό με τη βραδύτητα απονομής δικαιοσύνης, που αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας και έχει προκαλέσει άνω των 450 καταδικών της χώρας μας από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αλλά και όταν κάποιες δικαστικές ενέργειες εμπλέκονται με την πολιτική και αντιμετωπίζονται με δυσπιστία από μεγάλο τμήμα των πολιτών.
Προσωπικά, παρά τη μεγάλη μου πείρα για τα δημόσια και δικαστικά δρώμενα και του ενδιαφέροντος μου για τη βελτίωση της αποδόσεως της δικαιοσύνης, διστάζω να πάρω σαφή θέση στο δίλημμα αυτό. Τη Δικαιοσύνη σαν το βασικό θεσμό της Πολιτείας πρέπει να την σεβόμαστε απόλυτα, όπως και τις δικαστικές αποφάσεις, έστω και αν δεν συμφωνούμε με αυτές ιδίως με όσες ενέχουν πολιτική χροιά η γεννούν απορίες, που δεν μπορούν να εξηγηθούν λογικά τουλάχιστον από τους μη παροικούντας στην Ιερουσαλήμ. Τα πρόσωπα όμως, που στελεχώνουν το θεσμό της Δικαιοσύνης μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο κριτικής, γιατί και οι κρίνοντες κρίνονται, αλλά για τις δομές και την οργάνωση της δικαιοσύνης, που λίγο πολύ ανάγονται στην εποχή του Όθωνος, επιβάλλεται να ληφθούν τολμηρά και εποικοδομητικά μέτρα για τη βελτίωση τους, έστω κι' αν αυτό θίγει επαγγελματικά συμφέροντα κάποιων ισχυρών κοινωνικών τάξεων η κεκτημένα δικαιώματα κάποιων άλλων.
Για τα προβλήματα που απασχολούν τη δικαιοσύνη από πολλά χρόνια γίνονται δημόσιες συζητήσεις από πολιτικούς, νομικούς και ανώτατους δικαστές, διοργανώνονται συνέδρια, δημοσιεύονται μελέτες και άρθρα και έχουν προταθεί λύσεις για όλα τα ζητήματα, που έχουν δημοσιοποιηθεί και χρειάζεται μόνον πολιτική βούληση για να υλοποιηθούν.. Ήδη με το σχέδιο Αλιβιζάτου για την αναθεώρηση του Συντάγματος προτείνεται η αλλαγή του τρόπου αναδείξεως της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας με την ανάμειξη σ' αυτή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Μολονότι η πρόταση είναι αξιόλογη και θα επιλύσει το πρόβλημα, αμφιβάλλω, εάν θα γίνει αποδεκτή από τα πολιτικά κόμματα ιδίως από το κυβερνών, γιατί κάθε κόμμα επιθυμεί φιλική προς αυτό δικαιοσύνη, που νομίζει ότι το επιτυγχάνει με την εκλογή φιλικής ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων.
Σαφώς η ηγεσία μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο στη ποδηγέτηση της δικαιοσύνης για κάποια συγκεκριμένη υπόθεση με την επιλογή συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών για τον χειρισμό της η τον αποκλεισμό κάποιων άλλων και τη παροχή δικτύου προστασίας στους εμπλεκομένους, είχαμε δε πρόσφατα σχετικές καταγγελίες που δεν διερευνήθηκαν σε βάθος , αλλά που έπληξαν βαριά το θεσμό της δικαιοσύνης. Η δικαστική ηγεσία δεν μπορεί να ελέγξει το σύνολο των δικαστικών λειτουργών και μάλιστα του πρώτου βαθμού, όπου εκεί αποδίδεται η ουσιαστική δικαιοσύνη από νέους, καταρτισμένους και θαρραλέους δικαστές. Από την πείρα μου διαβεβαιώνω, ότι οι δικαστές που εκτέλεσαν ευόρκως το καθήκον τους παρά τις κάποιες ταλαιπωρίες τελικά δικαιώθηκαν.
Συνεπώς τα προβλήματα της δικαιοσύνης δεν θα λυθούν δια μαγείας ,εάν αλλάξει ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας που μπορεί σε βάθος χρόνου να ωφελήσει, αλλά εάν γίνουν τώρα σωστές επιλογές προσώπων και ληφθούν σωστά μελετημένα και όχι ευκαιριακά μερεμέτια, νομοθετικά μέτρα, που θα εφαρμοστούν με συνέπεια και χωρίς εκπτώσεις λόγω των αντιδράσεων εκείνων, που θίγονται τα μικροσυμφέροντα τους, μπορεί σταδιακά να βελτιωθεί η απόδοση της δικαιοσύνης.
Το μεγαλύτερο και πλέον δυσεπίλυτο πρόβλημα είναι η βραδύτητα απονομής της δικαιοσύνης, που επισήμως ομολογείται,ότι έχει φθάσει στα όρια της αρνησιδικίας και που αποτρέπει πολλούς να ζητήσουν δικαστική προστασία για να μη ταλαιπωρηθούν σε ατελείωτες δικαστικές διαδικασίες και στο τέλος να επιβληθούν στους ενόχους χάριν των ευεργετικών νόμων ποινές ,που δεν εκπληρώνουν ούτε τη γενική ούτε την ειδική πρόληψη της ποινής.
Το πρόβλημα είναι πολύ παλιό ακόμα και ο Σαίξπηρ στο μονόλογο του Άμλετ λέει ,ότι ένα από τα τρία μεγαλύτερα κακά του κόσμου είναι the laws delays ο δε Εμμανουήλ Ροΐδης πριν το 1900 γράφει, όταν γίνεται ένα έγκλημα όλοι ρωτούν, γιατί δεν εκτελούν τον κακούργο και όταν κάποτε τον εκτελούν όλοι ρωτούν, τι έκανε ο ανθρωπάκος και τον εκτελούν. Το παραπάνω πρόβλημα στη ποινική δικαιοσύνη δημιουργήθηκε από πολλούς λόγους κυρίως από την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων που είναι δικομανείς εξ ού και η πληθώρα των δικηγόρων, από τη πολυνομία , από τα πολλά στάδια ποινικής διαδικασίας, που είναι χρονοβόρα και δαπανηρά για τους διαδίκους και ιδίως από τη συσσώρευση των ποινικών υποθέσεων στα δικαστήρια όλης της χώρας ,αλλά ειδικά στα δικαστήρια των Αθηνών λόγω των αναβολών των δικών .
Αυτή τη στιγμή εκδικάζονται στο Εφετείο Αθηνών ένας μεγάλος αριθμός υποθέσεων σε βαθμό κακουργήματος για πράξεις πέραν της δεκαετίας και με διαδικασία που κρατάει χρόνια και που κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με βεβαιότητα πότε θα τελειώσουν, γιατί τα δικαστήρια συνεδριάζουν σε αραιά χρονικά διαστήματα με διακοπές των συνεδριάσεων πλέον του μηνός, που οφείλεται στην έλλειψη αιθουσών και την απασχόληση των δικαστών σε άλλες εργασίες. Οι λύσεις είναι απλές α] εξεύρεση και άλλων αιθουσών, β] επέκταση του ωραρίου λειτουργίας των δικαστηρίων κατά δύο τουλάχιστον ώρες, αλλά σε αυτό αντιδρούν επιτυχώς οι δικηγορικοί σύλλογοι και η ομοσπονδία των δικαστικών υπαλλήλων γιατί προσβάλλονται τα συνδικαλιστικά τους κεκτημένα και γ] η απαγόρευση της αναβολής της δίκης και σε περίπτωση ανώτερης βίας στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η του συνηγόρου η διακοπής της για μικρό χρονικό διαστήματα σε ρητή δικάσιμο και εί δυνατόν από τους ίδιους δικαστές, ώστε να μη υπάρχει περίπτωση επιλογής δικαστή.
Η σώρευση του μεγάλου όγκου των εκκρεμών υποθέσεων στα πινάκια ποινικών δικαστηρίων οφείλεται κυρίως στις αφειδώς και πολλές φορές χωρίς κανένα έλεγχο αναβολές της δίκης με αίτημα του κατηγορουμένου για ανώτερη βία η λόγω παρόδου του ωραρίου λειτουργίας του δικαστηρίου. Σε αυτό βοηθάει και η ευκολία με την οποία τα δημόσια νοσοκομεία παρέχουν βεβαιώσεις εισαγωγής του κατηγορουμένου ως ασθενούς για τις λεγόμενες δικαστικές ασθένειες, που δεν διαπιστώνονται εύκολα ιατρικά. Το κύριο χαρακτηριστικό της ποινικής δίκης είναι η αμεσότητα της διαδικασίας, που επιτυγχάνεται μόνο εάν η δίκη διεξάγεται σε λογικά χρονικά διαστήματα και όχι να διαιωνίζεται σε ατέρμονα αποδεικτική διαδικασία, για αυτό κατά την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο πρέπει να τίθενται τα χρονικά όρια για κάθε διαδικαστική πράξη εν ανάγκη με τη χρήση κλεψύδρας που οι αρχαίοι ημών πρόγονοι χρησιμοποιούσαν στα δικαστήρια και θα επιταχυνθεί η διαδικασία. Η πρακτική αυτή δεν αντίκειται στη δικαία δίκη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, γιατί η ταχεία διεξαγωγή της δίκης αποτελεί βασικό στοιχείο της.
Με την ποινική διαδικασία εκτός της ποινικής καταστολής, που αμφιβάλλω εάν είναι πάντα επιτυχής, γιατί η αντιεγκληματική πολιτική ασκείται από την κυβέρνηση με οικονομικούς και πολιτικούς σκοπούς και δεν πρέπει να χρεώνεται η δικαιοσύνη τις αυτόματες απολύσεις καταδίκων η τις άδειες τους, όπως π.χ. την απόλυση του Αφγανού που καταδικάσθηκε από τα ελληνικά δικαστήρια το 2014 σε 10 χρόνια κάθειρξη και χάρη στους ευεργετικούς νόμους του Παρασκευόπουλου αφέθηκε ελεύθερος και το 2016 σκότωσε τη φοιτήτρια στη Γερμανία,επιδιώκεται δια της ποινικοποιήσεως διοικητικών παραβάσεων η είσπραξης φόρων, ασφαλιστικών εισφορών κλπ. Θα μπορούσε η Πολιτεία να αποποινικοποιήσει ορισμένες κατηγορίες αδικημάτων διοικητικής φύσεως και να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα για τους παραβάτες, αλλά φοβάμαι ότι και αυτά θα έχουν την τύχη των άλλων προστίμων δηλαδή θα βεβαιώνονται από τις οικείες Δ.Ο.Υ., και δεν θα εισπράττονται και κάποτε θα ρυθμισθούν, ώστε να καταβληθούν σε δόσεις, που συνήθως δεν καταβάλλονται.
Συχνότατα ακούμε από αρμοδίους βαρυσήμαντες δηλώσεις, ότι διατάχθηκε προκαταρκτική εξέταση η ένορκη διοικητική εξέταση, αλλά σπάνια δημοσιοποιούνται τα αποτελέσματα από τη διεξαγωγή αυτών και περιπτώσεις γρήγορα λησμονούνται. Σκοπός της προκαταρκτικής εξετάσεως είναι η συγκέντρωση αποδεικτικού βάση του οποίου η εισαγγελική αρχή θα ασκήσει η όχι την ποινική δίωξη διατάσσοντας προανάκριση η τακτική ανάκριση, θέτοντας ταυτόχρονα το αποδεικτικό υλικό της προκαταρκτικής εξέτασης στο αρχείο. Πιστεύω, ότι η προκαταρκτική εξέταση, όπως διεξάγεται, είναι ένα περιττό στάδιο διαδικασίας και πρέπει να καταργηθεί. Εάν όμως δεν καταργηθεί, τότε δεν πρέπει να διατάσσεται προανάκριση, αλλά βάσει του αποδεικτικού υλικού αυτής, που είναι πρωτογενές και πιο γνήσιο να γίνεται παραπομπή στο δικαστήριο η να τίθεται η υπόθεση στο αρχείο και έτσι θα περιορισθεί η ποινική διαδικασία κατά ένα στάδιο με μεγάλη οικονομία χρόνου και ταλαιπωρίας των πολιτών.
Η Δικαιοσύνη με όλες τις διακρίσεις της ιδίως η ποινική και η διοικητική μετέχει με τις πράξεις της, τις αποφάσεις της και με τους λειτουργούς της πολύ ενεργά στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας και μια άστοχη, βεβιασμένη η μεροληπτική πράξη της μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην ομαλή ροή του δημοκρατικού βίου της χώρας και είναι καθήκον όλων των δικαστών ακόμη και αυτών που μετέχουν σε εξωδικαστικές διαδικασίες, που είναι πολλές να ενεργούν με απόλυτη νομιμότητα και αμεροληψία και όχι μόνο να είναι αμερόληπτοι, αλλά και να φαίνονται, ώστε οι πράξεις τους να είναι αποδεκτές και σεβαστές από όλους και να μη εμπλέκεται κατά το δυνατόν η δικαιοσύνη σε πολιτικές αντιπαραθέσεις ούτε να κατηγορείται ως κατευθυνόμενη ,γιατί τότε τραυματίζεται ως θεσμός και αρχίζουν να τίθενται ερωτήματα για το δίλημμα που έθεσα στην αρχή και οι απαντήσεις θα πληγώσουν θεσμούς και πρόσωπα ενδεχομένως αναίτια.
* Ο Λέανδρος Τ. Ρακιντζης είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.