Του Δημήτρη Καμπουράκη
Διαβάζοντας την δημοσκόπηση της ALCO που ανεβάζει την διαφορά ανάμεσα στην ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, ειλικρινά αναρωτήθηκα αν οι κυβερνητικοί μας είναι στα καλά τους. Διότι όταν όλες οι εταιρείες δημοσκοπήσεων, ακόμα και οι φιλικότερες στον Τσίπρα δίνουν τέτοια ποσοστά, πόσο ανθρωπίνως λογικό είναι να βγαίνουν αυτοί και να λένε ότι πάνε για να κερδίσουν εκλογές;
Ξέρω ότι αυτό τους συμβουλεύουν οι επικοινωνιολόγοι τους. Καταλαβαίνω ότι κάθε κυβέρνηση και κάθε κόμμα που μπαίνει σε εκλογική μάχη, χρειάζεται να κάνει ενέσεις αισιοδοξίας στα μεσαία στελέχη και στους οπαδούς της. Αντιλαμβάνομαι ότι μια εκ των προτέρων παραδοχή της μελλοντικής ήττας τους, δεν θα ήταν η ενδεδειγμένη τακτική ή στρατηγική.
Πλην, πίσω από τα πολύπλοκα σχέδια μάχης των πολιτικών οργανισμών, υπάρχει μια κρίσιμη λεπτή γραμμούλα. Είναι η αδιόρατη γραμμούλα που χωρίζει την σοβαρότητα από την γελοιοποίηση, την επαφή με την πραγματικότητα από την νεφελοκαβαλαρία. Καλά θα κάνει ο Αλέξης και οι κορυφαίοι υπουργοί του που βγαίνουν κάθε μέρα και μιλούν στις τηλεοράσεις, να αναλογιστούν λίγο πάνω σ' αυτό το κρίσιμο θέμα, πριν ο κόσμος τους πάρει στο ψιλό.
Όταν όλες ανεξαιρέτως οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δείχνουν μια σταθερή διαφορά από 7 μέχρι 11 μονάδες ανάμεσα στην ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, τότε η στρατηγική του δεύτερου δεν μπορεί να βασίζεται στην βεβαιότητα ότι «θα κερδίσουμε». Δεν γίνεται λογικός άνθρωπος να βγαίνει και να το λέει αυτό, διότι όποιος τον ακούει αρχίζει να αμφιβάλει αν ο συνομιλητής του έχει σώας τα φρένας. Είναι σαν να βλέπει σκοτάδι έξω απ' το παράθυρο και κείνος να προσπαθεί να τον πείσει ότι ο ήλιος λάμπει.
Δεν ξέρω τι ακριβώς θα μπορούσαν να πουν στον κόσμο, γι αυτό άλλωστε πληρώνουν τόσους επικοινωνιολόγους και ειδικούς στην χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Πάντως όχι ότι θα καταγάγουν περήφανη νίκη. Είναι αστείο. Η σοβαρότητα ξέρετε, είναι η στοιχειώδης βάση πάνω στην οποία μπορεί να πατήσει οποιαδήποτε στρατηγική, ακόμα και μια στρατηγική διαχείρισης ήττας. Δίχως αυτήν, κάθε σχέδιο πάει στον βρόντο.
Μπορούν ίσως να πουν ότι το παλεύουν, ότι η διαφορά ως τις εκλογές θα μειωθεί, ότι η δημοσκοπική εικόνα τους αδικεί, ότι έχουν καιρό για διορθωτικές κινήσεις για να βελτιώσουν τα ποσοστά τους, ότι λαμβάνουν τα μηνύματα που στέλνουν προειδοποιητικά οι πολίτες μέσω των μετρήσεων ή οτιδήποτε άλλο θα έδειχνε ότι έχουν επαφή με την πραγματικότητα και προσπαθούν να την ανατρέψουν.
Όχι όμως να λένε πως οι δημοσκόποι είναι απατεώνες, ότι όλες οι μετρήσεις λένε συνειδητά ψέματα και ότι στην πραγματικότητα –που μόνο αυτοί αντιλαμβάνονται- ο ΣΥΡΙΖΑ πάει για πρωτιά στις εκλογές και για νέα τετραετία εξουσίας. Αυτοί οι ισχυρισμοί, όταν μάλιστα εκτοξεύονται με κομπασμό και σοβαροφάνεια, δημιουργούν στον ακροατή τους μια αλλόκοτη αίσθηση: Επειδή αντίκεινται στην οφθαλμοφανή πραγματικότητα που υπάρχει ολόγυρα, ο κόσμος αναρωτιέται αν πρόκειται για απροκάλυπτα ψέματα άνευ ενδοιασμών ή αν απλώς την έχουν ψωνίσει.
Ούτε το ένα είναι καλό, ούτε το άλλο. Ειδικά για τους εναπομείναντες δικούς τους ανθρώπους που ψάχνουν ένα αποκούμπι λογικής για να στηριχτούν και να δώσουν την εκλογική μάχη. Το χειρότερο πράγμα στην πολιτική είναι να χάσεις την εμπιστοσύνη και των δικών σου. Κι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το πάει φιρί-φιρί να στείλει ακόμα και τον σκληρό πυρήνα τους στην αδράνεια. Καθότι, ποιος κανονικός άνθρωπος θα βάλει το στήθος του μπροστά για να υπερασπιστεί κάποιον που με τις δηλώσεις του γελά και το παρδαλό κατσίκι;