Το θάνατο του Θανάτου γιορτάζει σήμερα η Εκκλησία των πιστών και το μήνυμα της Ανάστασης αποκτά φέτος ξεχωριστό χαρακτήρα, καθώς η αβεβαιότητα που προκαλεί η πανδημία και οι επιπτώσεις της, ο φόβος μπροστά στο φονικό αόρατο, φέρνουν όσο ποτέ, με ένταση, στην επιφάνεια το ζητούμενο της αφοβίας της πίστης, της αλληλεγγύης, της προσωπικής και συλλογικής ευθύνης, της υπέρβασης των ανέσπερων εγωισμών και φιλοδοξιών.
Απέναντι σε αυτή την αδήριτη ανάγκη, οι πιστοί από τη μια στηρίχθηκαν από φωτισμένους θρησκευτικούς ηγέτες οι οποίοι, αντελήφθησαν εγκαίρως τον πραγματικό κίνδυνο, την κρισιμότητα του προβλήματος, και, αν όχι με προσωπικό πόνο καρδιάς, σίγουρα με διορατικότητα, ανέλαβαν την ευθύνη που πηγάζει εκ της θέσεως τους, ήρθησαν στο ύψος των περιστάσεων και πήραν ιστορικές αποφάσεις, μετάφεραν μηνύματα ισοβαρή με το «τον θάνατον καταπατήσας το δε διάβολον καταργήσας».
Από την άλλη, όμως, βρέθηκαν φέτος «αντιμέτωποι» με συμπεριφορές θρησκευτικών ταγών οι οποίοι επιχείρησαν -και εξακολουθούν να επιχειρούν- την εκμετάλλευση του πρωτόγνωρου της κατάστασης και που, με δηλώσεις και συμπεριφορές που παραπέμπουν σε άλλες εποχές, στη «σκοτία παρά στο φως», ενδύθηκαν «το μανδύα του πιο σκοτεινού συντηρητισμού», εμφανιζόμενοι ως οι μονοπωλούντες την Πίστη και την Ορθοδοξία. Παριστάνοντας τους θεσμικούς δογματικούς πρωτοστάτες της Αλήθειας, ενώ, με τη στάση τους, αποδεικνύουν ότι αντιλαμβάνονται τελείως διαφορετικά και δίνουν, (αν δίνουν) τουλάχιστον δευτερεύουσα σημασία στο «αγαπάτε αλλήλους».
Φωτεινά παραδείγματα του πως η Ορθοδοξία, και με αυτή την αφορμή, μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει ηγετικό και πρωτοπόρο ρόλο, αποτελούν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, και οι Αρχιεπίσκοποι Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, Αμερικής Ελπιδοφόρος και Αλβανίας Αναστάσιος. Η παραδειγματική στάση τους, πέρα από τις ενέργειες τους καθ? όλη τη διάρκεια της κρίσης, αποτυπώνεται και στα αναστάσιμα μηνύματά τους. Αντίθετα, ακόμα και στην κορύφωση της θανατηφόρας καμπύλης, υπήρξαν Μητροπολίτες, εντός της ελλαδικής εκκλησίας, οι οποίοι αντί του «ειρήνη υμίν», είδαν στην κρίση την ευκαιρία για τη δική τους, προσωπική «έγερσιν», επιχείρησαν να σημάνουν τις καμπάνες της «επανάστασης της λαμπάδας», έχοντας και κάνοντας «δεύτερες σκέψεις για τους πόντους που θα μπορούσαν να προσθέσουν στο συντηρητικό θρησκευτικό ακροατήριο και στο καλεντάρι της προσωπικής τους επόμενης μέρας», όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει ανώτατος συνοδικός παράγοντας.
Ενδεικτική των στοχεύσεων και της προσωποπαγούς στρατηγικής αυτών των ιεραρχών, σύμφωνα με εκκλησιαστικά στελέχη που είναι σε θέση να γνωρίζουν, όσο κανείς, το τι διημείφθη στο καταλυτικό προηγούμενο διάστημα πίσω από τις κλειστές πόρτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι η στάση που κράτησαν οι Μητροπολίτες αυτοί, με προεξάρχοντα τον Μεσσηνίας Χρυσόστομο, κατά τη διάρκεια της πρώτης κρίσιμης συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου στις 16 Μαρτίου, όσο και της δεύτερης την 1η Απριλίου. Όταν αντέδρασαν έντονα στην άποψη που απηχούσε και τις θέσεις του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου. Και προσπάθησαν να «μπλοκάρουν» την απόφαση για διεξαγωγή της Κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας και των Χαιρετισμών παρουσία μόνο ιερέων και ψαλτών, όπως και την αναστολή όλων των λοιπών ακολουθιών (εσπερινών, αποδείπνων κλπ). Με άλλα λόγια τη Λειτουργία κεκλεισμένων των θυρών, χωρίς την παρουσία εκκλησιαζομένων, που επιθυμούσε και ο κ. Ιερώνυμος, προκειμένου να αποφευχθεί η μαζική συνάθροιση και να προστατευτεί η υγεία όλων. Εισήγηση στην οποία εμπεριείχετο και η αναφορά στην ατομική λατρεία.
Ο ίδιος ο κ. Χρυσόστομος, με δηλώσεις του μετά από το θόρυβο που δημιουργήθηκε, υποστηρίζει πως «Κανένας Ορθόδοξος Ιεράρχης δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί, να υποστηρίξει ή να αποφασίσει έστω και συνοδικά το κλείσιμο των ιερών ναών» και πως «Η έκτακτη και προσωρινή απόφαση της Ελληνικής Πολιτείας για αναστολή λειτουργίας όλων των θρησκευτικών χώρων λατρείας, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της και της μερίμνης της για την δημόσια υγεία, είναι ορθή, αν και η επανεξέταση του μέτρου αυτού είναι ευκταία και αυτονόητη, όταν κριθεί βέβαια ασφαλής και σύμφωνη προς τις οδηγίες των ειδικών με σκοπό τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας».
Ωστόσο, πηγές που απηχούν την εκκλησιαστική ηγεσία και την συνοδική πλειοψηφία, επιμένουν ότι ο Μεσσηνίας, στην πρώτη συνεδρίαση δήλωσε: « Εγώ θα κάτσω εδώ μέχρι τα μεσάνυχτα κι ας κλείσει τις εκκλησίες ο Μητσοτάκης», γνωρίζοντας την τηλεφωνική επικοινωνία του Αρχιεπισκόπου με τον Πρωθυπουργό, όσο και την στενή επαφή του προκαθήμενου με τον κ. Τσιόδρα. «Κάποιοι δεν ήθελαν η Σύνοδος να καταλήξει σε αυτή την απόφαση, αλλά επιζητούσαν -οι ίδιοι γνωρίζουν τους λόγους- την παρέμβαση της κυβέρνησης. Και ο νοών νοείτω», υπογραμμίζουν με νόημα. Ενώ, πάντα κατά τις ίδιες ανώτατες συνοδικές πηγές, και στη δεύτερη συνεδρίαση, κι ενώ οι νεκροί αυξάνονταν, έστω σε υποπολλαπλάσια των άλλων ευρωπαϊκών χωρών ποσοστά, δεν δίστασε να θέσει το άκαιρο ζήτημα των τριμηνιαίων εσόδων, του ποσοστού από το «παγκάρι» που δίνουν οι ναοί στις Μητροπόλεις στις οποίες υπάγονται, και που λόγω του κλεισίματος των εκκλησιών εμφάνιζε …υστέρηση.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος , ο οποίος είχε κληθεί να συμμετάσχει λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης, όπως και οι Μητροπολίτες Αττικής που δεν είναι μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. «Η εκκλησία διώκεται και πρέπει να πάμε σε κατακόμβες να κάνουμε τη λειτουργία;» φέρεται να είπε πριν αποχωρήσει. Για να θέσει λίγες μέρες αργότερα, με επιστολή προς την υπουργό Παιδείας Ν. Κεραμέως το περίφημο «Το σοβιετικό καθεστώς πολέμησε την θρησκευτικότητα, έδιωξε την Εκκλησία, γκρέμισε ναούς, εξόντωσε κληρικούς, δεν απαγόρευσε όμως την λατρεία κεκλεισμένων των θυρών. Η κυβέρνηση μας το έκανε! ». Συγκρίνοντας, σκοπίμως (;) την αναστολή της Θείας Λειτουργίας λόγω πανδημίας, με το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία. Αν και λίγες μέρες νωρίτερα έλεγε πως οι ναοί καλύτερα θα ήταν να παραμείνουν κλειστοί. (Ακόμα κι αν ο Μητσοτάκης ήταν … άθεος –κι ελάχιστοι είναι σε θέση να γνωρίζουν τη μάχη που έδωσε ο πρωθυπουργός τόσο με την πίστη όσο και με τη φιλελεύθερη ιδεολογία του πριν λάβει τις σχετικές αποφάσεις- ουδείς μπορεί να κατηγορήσει για «εωσφόρο» τον κ. Τσιόδρα!
Παραδείγματα όπως αυτά, και αρκετά ακόμη, Μητροπολιτών που επιχειρούν να συστήσουν «μπλοκ» εναντίον της σημερινής ηγεσίας, με στόχο, λένε οι επικριτές τους, το «θρόνο της διαδοχής», πιστοποιούν ότι το Αναστάσιμο Φως έχει πολύ δρόμο να διανύσει μέχρις ότου φωτίσει τις καρδιές όλων μας.
Παραδείγματα όπως αυτά, αποδεικνύουν ότι επιχειρήματα όπως το «είναι έργο του διαβόλου να κλείσουν οι εκκλησίες», «ο αρχιεπίσκοπος είναι αποστάτης της πίστεως και δεν μπορεί να προστατεύσει την εκκλησία από την πολιτεία», «εμείς οι «καθαροί» και αυτοί οι «πνευματικά μολυσμένοι», «στείλτε μηνύματα ότι θα πάτε για προπόνηση και ελάτε στην εκκλησία», δεν συνάδουν ούτε με την θεία αποστολή της Εκκλησίας ούτε με την πραγματικότητα.
Συνδέονται, προδήλως, με προσωπικές ατζέντες και κοντόφθαλμες «λογικές». Αντί για προκαθήμενοι, προσομοιάζουν περισσότερο με «επαναστάτες ποπολάρους», με «προικοθήρες της επόμενης μέρας», λένε οι επικριτές τους. Απευθύνονται σε ένα μειοψηφικό κομμάτι του εκκλησιάσματος και στα αντανακλαστικά του. Διχάζουν τους πιστούς. Φέρνουν σε ακόμα πιο δύσκολη θέση αυτούς, όπως ο Αρχιεπίσκοπος, που επιχειρούν να υπερβούν εαυτόν και αλλήλους μέσα από πρωτόγνωρες θεολογικές και ηθικές ασκήσεις και ισορροπίες.
Οι συγκεκριμένοι ιεράρχες, αντί να είναι σε ανοιχτή γραμμή με την Επιστήμη και την Πολιτεία, και να διαχωρίσουν τη Θεία Λειτουργία από τη θανατηφόρα συνάθροιση, τη δημόσια υγεία από το «παγκάρι», τη Θεία ευχαριστία και την ιερατική αποστολή από τη φυσική παρουσία των πιστών, όπως έπραξε η ηγεσία της ελλαδικής εκκλησίας, έστω για να μη διχάσει το εκκλησίασμα, και, τελικά η συντριπτική πλειονότητα των πιστών και των Ελλήνων, επιχείρησαν « να βάλουν φωτιά στα τέλια, την ώρα που όλοι, με διάλογο και νηφαλιότητα, καλούμαστε να σβήσουμε, να αμβλύνουμε έστω, τις επιπτώσεις της καταστροφής».
Οι εν λόγω Μητροπολίτες, αγνόησαν, όπως φαίνεται, με τη μέχρι τώρα στάση τους, ότι η πραγματική επανάσταση είναι να δείχνεις το σωστό δρόμο, να επιβάλεις το καλό κι αγαθό. Να συνδέεις το θρησκευτικό με το εθνικό, όπως έκαναν ο κ. Ιερώνυμος με τον κ. Μητσοτάκη.
Γι αυτό είναι όσο ποτέ επίκαιρο το αναστάσιμο μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη, ο οποίος τονίζει: «Η σοβούσα πανδημία του νέου κορωνοϊού απέδειξε πόσον εύθραυστος είναι ο άνθρωπος, πόσον ευκόλως τον κυριεύει ο φόβος και η απόγνωσις, πόσον αδύναμοι αποδεικνύονται αι γνώσεις και η αυτοπεποίθησις του, πόσον έωλος είναι η άποψις ότι ο θάνατος αποτελεί εν γεγονός εις το τέλος της ζωής και ότι η λήθη ή η απώθησις του θανάτου είναι η ορθή αντιμετώπισις του. Αι οριακαι καταστασεις αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να διαχειρισθεί σθεναρώς την ύπαρξίν του, όταν πιστεύει ότι ο θάνατος είναι η ανίκητος πραγματικότης και το ανυπέρβλητον όριον».
Το μήνυμα του Αλβανίας Αναστάσιου. «Ας γίνει η καρδιά μας «ναός Θεού ζώντος» (Β΄ Κορ. 6:16). Στον αιφνιδιασμό και την ανησυχία που έφερε η οδυνηρή αυτή πανδημία, ας αντιτάξουμε την αφοβία που δωρίζει ο σταυρωθείς και αναστάς Χριστός. Μίαν αφοβία γεμάτη ειρήνη και αλληλεγγύη! Φέτος δεν θα μπορέσουμε να μεταδώσουμε το αναστάσιμο φως ο ένας από τη λαμπάδα του άλλου. Ας μεταλαμπαδεύσουμε από τη μια καρδιά στην άλλη το φως της ελπίδας και της εν Χριστώ αφοβίας!
Το μήνυμα του Αμερικής Ελπιδοφόρου: «μην ξεχνάτε την υπόσχεση εκείνης της νύχτας, τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. Κι αν αυτή τη χρονιά δεν μπορούμε να μεταδώσουμε το Αναστάσιμο φως από λαμπάδα σε λαμπάδα, μπορούμε όμως, να το μεταδώσουμε από καρδία σε καρδιά».
Το μήνυμα του Ιερώνυμου ο οποίος, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην συνάντηση του Ιησού με τον Ζακχαίο και στην ομολογία του Κυρίου ότι σε αυτό το σπίτι έγινε Σωτηρία. «Στη δική μας την Εκκλησία, του δικού μας σπιτιού να προσκαλέσουμε τον Κύριο, να τον ζητήσουμε και θα έρθει κοντά μας» σημείωσε ο Αρχιεπίσκοπος και συμπλήρωσε ότι «δεν ξέρουμε, ούτε θα μάθουμε ποτέ τι είπε ο καθένας και τι ζήτησε, αλλά θα ξαναγίνει αυτό που είπε ο Κύριος στο σπίτι του Ζακχαίου: «Σήμερα στο σπίτι αυτό εγένετο Σωτηρία»».