Tου Γιάννη Λοβέρδου
Σε κάθε ευνομούμενη, δημοκρατική και πολιτισμένη χώρα, η επιβολή του νόμου και της τάξης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ενδυνάμωση της ελευθερίας και της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών, ιδίως των πλέον αδύναμων, οι οποίοι είναι οι πλέον ευάλωτοι στόχοι της αυθαιρεσίας οργανωμένων μειοψηφιών.
Αυτό τείνουμε συχνά να το ξεχνάμε στην Ελλάδα, όπου επί σειράν δεκαετιών, η ιδεοληψία της Αριστεράς ταύτισε το νόμο και την τάξη δήθεν με τον αυταρχισμό της «άρχουσας τάξης» και στοχοποίησε την αστυνομία και τους εισαγγελείς και δικαστές με τον μακρύ βραχίονα του «κατεστημένου».
Αυτή είναι μια εντελώς λανθασμένη αντίληψη, που δυστυχώς συνεχίζει να συντηρείται συστηματικά από την αριστερά και μετά την κατάκτηση της εξουσίας. Η αστυνομία κι οι εισαγγελείς υπάρχουν, και πρέπει να υπάρχουν, για να προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα όλων των πολιτών, κι ιδίως των πλέον αδύναμων.
Και η επιβολή του νόμου και της τάξης σε μια Δημοκρατία, σε ένα κράτος δικαίου, είναι απαραίτητη για να υπάρξουν ελευθερία κι ισονομία. Οι αξίες αυτές, πολύ φοβάμαι, στην εποχή των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ καταπατούνται με ακόμα πιο βίαιο τρόπο από ότι στο πρόσφατο παρελθόν. Τα περιστατικά των τελευταίων μηνών με τις συνεχείς επιθέσεις εναντίον αστυνομικών και εισαγγελέων το αποδεικνύουν.
Μέσα στους τελευταίους δύο μήνες έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 5 επιθέσεις εναντίον αστυνομικών, με κορυφαία αυτή της επιθέσεις περίπου 60-70 τραμπούκων της εξτρεμιστικής αριστεράς εναντίον αστυνομικών, που κατέθεταν σε δίκη με αποτέλεσμα τρεις εξ αυτών να πάνε τραυματισμένοι στο νοσοκομείο, χωρίς να γίνει ούτε μια σύλληψη, ούτε καν μια προσαγωγή.
Γιατί ο επικεφαλής της διμοιρίας των ΜΑΤ, που βρισκόταν στο χώρο του Πρωτοδικείου, προτίμησε να κάνει τα στραβά μάτια. Φοβούμενος προφανώς μην βρει τον μπελά του. Καθώς γνωρίζει, όπως όλοι πλέον οι Έλληνες αστυνομικοί, που έχουν περιθωριοποιηθεί, την ανοχή που επιδεικνύουν οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σε αυτά τα φαινόμενα της ανεξέλεγκτης βίας που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία σήμερα.
Για μένα, και για κάθε σοβαρό πολίτη, η πολιτική παρέμβαση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου, που καταδίκασε μεν την βόμβα, που μπήκε στο σπίτι του εισαγγελέα Ισίδωρου Ντογιάκου, αλλά αποδέχτηκε τους σκοπούς των τρομοκρατών που «αγωνίζονται για την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων», ήταν απαράδεκτη. Δεν είναι ο ρόλος της αυτός.
Αντίθετα, φάνηκε ωσάν να δικαιολογεί έμμεσα τους στόχους των αριστερών «συλλογικοτήτων», έστω κι αν με σαφήνεια καταδίκασε τη βία των μέσων, που χρησιμοποιούν. Πολύ φοβάμαι ότι η ιδεοληψία της αριστεράς είναι τόσο μεγάλη, που επιτρέπει την ανεξέλεγκτη δράση των εξτρεμιστών εις βάρος της αστυνομίας και της δικαστικής εξουσίας. Κι αν οι αστυνομικοί κι οι εισαγγελείς αισθάνονται ανασφάλεια και δεν μπορούν να προστατευθούν οι ίδιοι, τότε πώς θα νοιώσει ασφαλής ο απλός πολίτης, που πλήττεται από ένα πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα κύμα εγκληματικότητας.
Μήπως τελικά αυτός είναι ο στόχος. Να νοιώθει ανασφάλεια ο πολίτης; Γιατί ένας φοβισμένος άνθρωπος είναι συνήθως πιο ευάλωτος και πιο χειραγωγήσιμος από την εξουσία, ιδίως αν η εξουσία αυτή είναι αυταρχική η έχει αυταρχικές βλέψεις.
Εκείνο, που με έχει προβληματίσει, ιδίως μετά την επίθεση εναντίον του εισαγγελέα Ντογιάκου, που έχει επανειλημμένως στοχοποιηθεί από την κυβέρνηση κι από κύκλους της αριστεράς, είναι ότι οι δήθεν «αντιεξουσιαστές», που έβαλαν την βόμβα στην οικία του στράφηκαν εναντίον του, μολονότι δεν χειρίζεται κάποια υπόθεση που τους αφορά.
Όπως είχε συμβεί παλιότερα με την εισαγγελέα Τσατάνη. στο σπίτι της οποίας είχε μπει και πάλι βόμβα,. μετά την δημόσια αντιπαράθεση της με τον υπουργό αναπληρωτή Δικαιοσύνης Παπαγγελόπουλο. Η απορία μου είναι: Πώς οι «αντιεξουσιαστές» στοχοποιούν αυτούς, που συγκρούονται με την εξουσία; Δεν είναι αντιφατικό; Οι απαντήσεις δικές σας...