Σε δραστική μείωση των εισφορών του ΕΦΚΑ οδηγεί η απόφαση του ΣτΕ, σημειώνει στο Liberal ο Κωσταντίνος Κόλλιας, πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Και εξηγεί ότι η απόφαση, με βάση όσα έχουν γίνει ως σήμερα γνωστά, συνεπάγεται εισφορές που θα ανταποκρίνονται στις πραγματικές δυνατότητες πληρωμής των ελευθέρων επαγγελματιών, ώστε εισφορές και φόροι να μην ξεπερνούν το 50% του καθαρού εισοδήματος του ελεύθερου επαγγελματία, ανεξαρτήτως εισοδήματος.
Σχολιάζοντας τη χθεσινή δήλωση του υφυπουργού Εργασίας Τάσου Πετρόπουλου «να μας πει το ΣτΕ από που θα πρέπει να βρεθούν τα χρήματα για την πληρωμή των συντάξεων», απαντά ότι οι αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας πρέπει όχι μόνο να γίνονται σεβαστές, αλλά και να εφαρμόζονται άμεσα από την εκτελεστική εξουσία. Και προσθέτει ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συνδέουμε την επιβολή του κεφαλικού αυτού φόρου - γιατί περί αυτού πρόκειται - με την ανάγκη εύρεσης κεφαλαίων για στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος, που είναι δουλειά της κυβέρνησης και όχι του Συμβουλίου της Επικρατείας.
«Αν με αυτό το μέτρο αυξάνουμε τα έσοδά μας για να καλύψουμε τρύπες του συστήματος, πώς αυτό συμβαίνει, όταν ο ίδιος υφυπουργός υποστηρίζει ότι η συντριπτική πλειονότητα των ασφαλισμένων πληρώνει πλέον λιγότερα;», σημειώνει με νόημα ο κ. Κόλλιας.
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
- Τι σημαίνει στην πράξη η απόφαση του ΣτΕ να κρίνει αντισυνταγματική την ένταξη των ελευθέρων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολουμένων και των αγροτών στον ΕΦΚΑ, στο βαθμό που αληθεύουν οι σχετικές πληροφορίες;
Πρώτα απ'' όλα, πρέπει να δούμε καθαρογραμμένο το κείμενο της απόφασης, ώστε να σχηματίσουμε ολοκληρωμένη άποψη για το θέμα. Με βάση τα όσα γνωρίζουμε από πληροφορίες, η απόφαση αυτή σημαίνει μια δικαίωση των προσπαθειών, που κάναμε από την πρώτη στιγμή, κατά την οποία έγιναν γνωστές οι προθέσεις του τότε υπουργού Εργασίας.
Πρακτικά, η απόφαση θα μπορούσε να οδηγήσει στην καθιέρωση ενός δικαιότερου συστήματος, με εισφορές, οι οποίες θα ανταποκρίνονται στις πραγματικές δυνατότητες πληρωμής των ελευθέρων επαγγελματιών, ώστε και να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και να δηλώνουν όσα βγάζουν και να μπορούν να συνεχίσουν να επιχειρούν.
- Τι σημαίνει επίσης το γεγονός ότι κρίθηκε αντισυνταγματικός ο υπολογισμός της εισφοράς του ΕΦΚΑ με βάση το εισόδημα που δηλώνουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες (26,95% επί του εισοδήματος);
Επιβεβαιώνει περίτρανα τη θέση μας, ότι πρόκειται για ένα φορολογικό μέτρο, που δημεύει τα εισοδήματα όσων τολμούν να δηλώσουν κέρδη στην Εφορία. Επιπλέον, είναι ένα άκυρο μέτρο, από τη στιγμή, που το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας δεν είναι ανταποδοτικό. Το γεγονός, δηλαδή, ότι είτε δηλώνεις 12.000 ευρώ ετησίως, είτε δηλώνεις 50.000 ευρώ, οι παροχές από το Κράτος είναι ίδιες, καθιστά μη εφαρμόσιμη τη σύνδεση εισφορών μόνο με το εισόδημα και αποτελεί κίνητρο για φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή.
- Πως εκλαμβάνετε τη χθεσινή δήλωση Πετρόπουλου «ας μας πει το ΣτΕ από που θα πρέπει να βρεθούν τα χρήματα για την πληρωμή των συντάξεων»;
Πρώτα απ΄ όλα, οι αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας πρέπει όχι μόνο να γίνονται σεβαστές, αλλά και να εφαρμόζονται άμεσα από την εκτελεστική εξουσία. Δεύτερον, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συνδέουμε την επιβολή του κεφαλικού αυτού φόρου - γιατί περί αυτού πρόκειται - με την ανάγκη εύρεσης κεφαλαίων για στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος, που είναι δουλειά της κυβέρνησης και όχι του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τρίτον, αν με αυτό το μέτρο αυξάνουμε τα έσοδά μας για να καλύψουμε τρύπες του συστήματος, πώς αυτό συμβαίνει, όταν ο ίδιος υφυπουργός υποστηρίζει ότι η συντριπτική πλειονότητα των ασφαλισμένων πληρώνει πλέον λιγότερα;
- Στο υπουργείο Εργασίας πάντως, έχουν αναγνωρίσει εδώ και καιρό, ότι υπάρχει πρόβλημα κυρίως στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα, σχετικά με το ουσιαστικό θέμα του προσδιορισμού της βάσης υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών αυτοαπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών. Εξηγείστε μας γιατί;
Το υπουργείο Εργασίας έχει πια στα χέρια του τις πλέον απτές αποδείξεις, που επιβεβαιώνουν τις δικές μας εκτιμήσεις, όπως εξ αρχής είχαμε διατυπώσει. Δηλαδή, τη ραγδαία μείωση των δηλωθέντων εισοδημάτων των ελευθέρων επαγγελματιών, αλλά και τον πολύ μεγάλο αριθμό των αυτοαπασχολούμενων, οι οποίοι έκλεισαν τα μπλοκάκια τους και πέρασαν στην παραοικονομία, από τη στιγμή, που ψηφίστηκε ο νόμος Κατρούγκαλου. Γι΄αυτό και αναζητείται λύση από το υπουργείο, ώστε να μειωθεί το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα, που έχουν και τη μεγαλύτερη επιβάρυνση.
- Είναι το γεγονός ότι ο νέος τρόπος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των αυτοτελώς απασχολουμένων προβλέπει εισφορές 26,95% επί του φορολογητέου εισοδήματος πριν την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών;
Ναι, είναι γεγονός, ότι από φέτος μπαίνει εισφορά πάνω στην εισφορά. Δηλαδή, δεν θα αφαιρούνται οι εισφορές, ώστε να προκύπτει το καθαρό φορολογητέο εισόδημα, πάνω στο οποίο υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές. Το γεγονός, μάλιστα, ότι το μέτρο αυτό επιβλήθηκε στην πορεία και όχι εξ αρχής, αποδεικνύει την αποτυχία στην εισπραξιμότητα του όλου εγχειρήματος.
- Έχετε προτείνει μια σειρά από θέσεις για αλλαγές στο νόμο Κατρούγκαλου. Ποιες είναι οι πιο βασικές;
Η λύση είναι μονόδρομος: Αφορά τη δραστική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, που καλούνται να πληρώσουν κάθε μήνα οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Έπειτα, σε καμία περίπτωση, οι εισφορές και οι φόροι δεν πρέπει να ξεπερνούν το 50% του καθαρού εισοδήματος του ελεύθερου επαγγελματία, ανεξαρτήτως εισοδήματος.
Η πρότασή μας για το σύνολο του ασφαλιστικού συστήματος, όπως αυτή έχει καταρτιστεί από ειδική επιστημονική επιτροπή, προβλέπει, μεταξύ άλλων:
Τρία Ταμεία Κύριας Ασφάλισης: Μισθωτών, Ελεύθερων Επαγγελματιών και Αγροτών καθώς και ένα ταμείο επικούρησης και εφάπαξ με δύο αυτοτελείς κλάδους. Ένα μεικτό τρόπο υπολογισμού των εισφορών, που να λαμβάνει υπόψη όχι μονό τα χρόνια ασφάλισης, ούτε μόνο το εισόδημα, αλλά και τις δυο αυτές παραμέτρους.
Επίσης το σύνολο των φόρων και εισφορών που καταβάλει ο ελεύθερος επαγγελματίας δεν θα πρέπει να ξεπερνά ένα συγκεκριμένο ποσοστό του καθαρού εισοδήματός του (50%), το οποίο του διασφαλίζει την αποπληρωμή και των υπολοίπων υποχρεώσεών του (π.χ. δάνεια), την βιωσιμότητα της δραστηριότητας του, αλλά και την κάλυψη τουλάχιστον του ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης.