Και οι δύο πολιτικοί άνδρες ήταν υπέρμαχοι του ιστορικού συμβιβασμού στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Ο Μόρο πρέσβευε πως τα δύο μεγάλα ρεύματα της ιταλικής κοινωνίας, ο καθολικισμός και ο μαρξισμός θα έπρεπε, στο πολιτικό επίπεδο, να βρουν πεδίο συνεννόησης για να βγει η Ιταλία από τα αδιέξοδα της. Αυτή ήταν και η κυρίαρχη στρατηγική θέση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, με ισχυρή αντιπολίτευση από την αριστερή πτέρυγα του Κόμματος υπό τον Π. Ιγκράο. Στη Χριστιανοδημοκρατία ο Α. Μόρο εκπροσωπούσε μια μειοψηφική τάση στο κόμμα των Φανφάνι και Αντρεότι.
Στην Ελλάδα ο Π. Μπακογιάννης, ένας πολιτικός-διανοούμενος που δεν προερχόταν από το συντηρητικό χώρο, στα τέλη της δεκαετίας του '80, πίστεψε πως η συνεργασία των δυνάμεων της Αριστεράς και της Κεντροδεξιάς θα μπορούσε να τερματίσει και σε κυβερνητικό επίπεδο ένα διχασμό που κρατούσε σχεδόν 45 χρόνια. Στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής σύλληψης του συνέβαλε τόσο η σοφία των ηγετών της Αριστεράς όσο και η μετριοπάθεια της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Και ο Μόρο και ο Μπακογιάννης δολοφονήθηκαν για την πολιτική που υπερασπιζόταν, κατά δήλωση των ίδιων των δολοφόνων τους. Και στην Ελλάδα και στην Ιταλία υπήρχε ένα κομμάτι της επαναστατικής Αριστεράς που, επειδή πίστευε στον ένοπλο αγώνα και στην όξυνση της ταξικής και της πολιτικής πάλης, αγωνιζόταν εναντίον των δυνάμεων που απέβλεπαν στις συναινέσεις και στις συγκλίσεις.
Εδώ σταματούν τα κοινά σημεία που συνδέουν τις δύο δολοφονίες.
Στην Ιταλία η δολοφονία του Α. Μόρο κινητοποίησε εκατομμύρια Ιταλούς πολίτες από όλα τα κόμματα, που κατέβηκαν στους δρόμους για να καταδικάσουν την τρομοκρατία των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Μέσα σε δύο χρόνια οι διωκτικές αρχές συνέλαβαν πάνω από 10.000 στελέχη του αντάρτικου των πόλεων, ενώ περίπου χίλιοι από αυτούς διέφυγαν στο εξωτερικό. Η τελευταία δολοφονία των Ερυθρών Ταξιαρχιών έγινε το 1988, ενώ στο μεταξύ είχε δεχθεί αλλεπάλληλα κτυπήματα από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία της Ιταλίας. Κάποιοι από τους δολοφόνους του Μόρο και των πέντε σωματοφυλάκων του εκτίουν ακόμα την ποινή τους.
Στην Ελλάδα δεν είχαμε μαζικές κινητοποιήσεις κατά της τρομοκρατίας και της 17 Νοέμβρη. Απεναντίας ένα σύμπλεγμα «προοδευτικών» διανοουμένων, δημοσιογράφων και κάποιων πολιτικών -ελάχιστων ευτυχώς- καλλιεργούσαν για τους δολοφόνους την εικόνα των λαϊκών τιμωρών, προσπαθώντας να ανακαλύψουν στα θύματα σκοτεινές πτυχές από τη ζωή τους και τη δράση του. Γι' αυτούς τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης το «δεν μπορεί και αυτοί κάτι θα έκαναν», αναφερόμενοι στα θύματα των τρομοκρατών, ήταν ουσιαστικά το πολιτικό και κοινωνικό συγχωροχάρτι για τους δολοφόνους. Συγχρόνως ένα κομμάτι του κόσμου της Αριστεράς, κουβαλώντας ιστορικά βιώματα, έβλεπε με κατανόηση τις τρομοκρατικές ενέργειες, καθώς ουδέποτε αποκήρυξε ενδόμυχα τον ένοπλο αγώνα. Δε λύγισε ούτε μπροστά στην «παράπλευρη απώλεια» του Θ. Αξαρλιάν. Η 17 Νοέμβρη συνέχισε να δρα και να δολοφονεί επί 13 χρόνια μετά τη δολοφονία του Π. Μπακογιάννη, όταν το 2002 εξαρθρώθηκε.
Σήμερα, οι δολοφόνοι του Μπακογιάννη, έχουν αφήσει πίσω τους οπαδούς που διαδηλώνουν και κοινοβουλευτικούς πολιτικούς που μας διαβεβαιώνουν για τα υψηλά ιδανικά τους.
ΥΓ. Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έβγαλε ανακοίνωση για την επέτειο της δολοφονίας του Π. Μπακογιάννη.