Του Σταύρου Κωνσταντινίδη
Οι Ρουβίκωνες αλωνίζουν σε πρεσβείες και υπηρεσίες σαν performers της ριζοσπαστικής επαναστατικής γυμναστικής. Αισίως αναζητούν και επίσημη επαγγελματική έδρα, ένα ας πούμε χαλαρό εντευκτήριο στην αίθουσα 516 της Φιλοσοφικής. Το πόρισμα Παρασκευόπουλου και η πάγια αφέλεια του Γαβρόγλου «περί αυτοπροστασίας των πανεπιστημίων από τους φοιτητές» αποτέλεσε σίγουρα μία πρώτης τάξης πρόσκληση τελικής αποχαλίνωσης της ασυδοσίας.
Τα πανεπιστήμια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη έχουν μετατραπεί σε κέντρα βίας, ανομίας και διακίνησης ναρκωτικών. Οι κραυγές αγωνίας καθηγητών και φοιτητών είναι στην καθημερινή ατζέντα. Το άβατο των Εξαρχείων χρησιμοποιείται πια πέρα από ορμητήριο των αντιεξουσιαστικών ομάδων και σαν κεκαλυμμένη ζώνη κάθε μικρής ή μεγάλης ποινικής εγκληματικότητας.
Η πρόσφατη ομαδική επίθεση σε στυλ ανταρτοπόλεμου στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας, αναδύει το εύλογο σουρεαλιστικό ερώτημα: «Ποιος θα προστατέψει την αστυνομία;». Η εικόνα διάλυσης διαμορφώνει κλίμα και αισθήματα έντονης δημόσιας ανασφάλειας και ενθαρρύνει με τη σειρά του την έξαρση της μικροεγκληματικότητας σε ολόκληρη τη χώρα.
Ήδη ο υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων Παύλος Γερουλάνος προτάσσει ως πρώτο στόχο την ασφάλεια, κατανοώντας προφανώς πως η πολεοδομική και λειτουργική αναζωογόνηση της πόλης προϋποθέτει την ειρηνική συμβίωση στο. δημόσιο χώρο.
Εντάξει, η διαχείριση της αστυνομίας είναι πάντα μία δύσκολη άσκηση για τις κυβερνήσεις της καχεκτικής ελληνικής δημοκρατίας. Η τραυματική ενοχή, αλλά και το μίσος της μετεμφυλιακής περιόδου, διχάζουν ακόμη την κοινωνία. Από τη μία οι αυταρχικές προσεγγίσεις της πούρας Δεξιάς που επιχειρεί να υπηρετήσει το σιδηρούν δόγμα, νόμος και τάξη, και από την άλλη η αριστερή διαλυτική ανοχή, που επιτρέπει την ανομία και βία «εξεγερμένων» μειοψηφιών στον δημόσιο χώρο.
Η σύγχρονη φιλελεύθερη επιλογή, της αποδοχής της αστυνομίας ως απαραίτητο θεσμικό εργαλείο που εγγυάται την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας, της ζωής και των ελευθεριών της κοινωνίας φαίνεται να εκλείπει.
Η κυβέρνηση επιχείρησε αρχικώς με τον καθηγητή - εγκληματολόγο Γιάννη Πανούση να επιστημονικοποιήσει τη δουλειά και να χρυσώσει το χάπι του άβολου γι'' αυτήν υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Η μάλλον απλοϊκή σκέψη να γίνει μία ήπια και εναλλακτική διαχείριση της Αστυνομίας από έναν διανοούμενο πολιτικό προϊστάμενο, είχε ενδιαφέρον ως αφήγημα του αμφιθεάτρου, αλλά αδυναμία να εκπληρωθεί στην όντως πραγματικότητα, όπως φάνηκε.
Όταν θεωρείς την προστασία των πολιτών και της κοινωνίας αστυνομοκρατία, και ταυτόχρονα «χαϊδεύεις» υπόρρητα τα παιδιά της μπρουτάλ αντιεξουσιαστικότητας η εξίσωση δεν λύνεται. Ο αριστερός αλλά σοβαρός Γιάννης Πανούσης τα βρόντηξε γρήγορα γιατί καθώς αντιλαμβανόταν τουλάχιστον με όρους ακαδημαϊσμού τη θεμελιώδη αξία και σημασία της αστυνομίας σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, αναγκάστηκε να καταγγείλει τις ανομολόγητες εκλεκτικές συγγένειες ΣΥΡΙΖΑ και αντιεξουσιαστών - μπαχαλάκηδων.
Μετά την αποτυχία του πρόχειρου, αν όχι αφελούς, πειράματος επιλέχθηκε στον αντίποδα η πιο μπανάλ λύση, εμπνευσμένη από τις τετριμμένες πρακτικές της παλαιο-δεξιάς αντίληψης. «Ένας στρατηγός στους στρατηγούς». Τουλάχιστον για τα προσχήματα. Το εύρημα έδειχνε ιδανικό για τις ανάγκες της διπλής κυβερνητικής γλώσσας. Μία λαϊκή φυσιογνωμία, χωρίς αντιστάσεις ισχυρής άποψης και μιλιτέρ backround ταυτόχρονα.
Μοναδικός διαθέσιμος στρατηγός της διπλανής πόρτας της πολυκατοικίας του Σύριζα ήταν ο Νίκος Τόσκας. Με καριέρα χαμηλού προφίλ στη γραφειοκρατία κυρίως του υπουργείου Άμυνας, υπήρξε πρόθυμος αλεξιπτωτιστής από τα πολιτικά γραφεία του ΠΑΣΟΚ στην ντακότα εξουσίας του Σύριζα. Σε ελάχιστη σχέση επαφής και κατανόησης του μαγικού κόσμου της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ανέλαβε χωρίς αίσθηση και επίγνωση κινδύνου τον ρόλο.
Η απολιτίκ συγκρότηση και η αδύναμη προσωπικότητά του δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να του επιτρέψουν να σχεδιάσει ένα επιχειρησιακό δόγμα διακριτικής αποφασιστικότητας της αστυνομίας. Σύρθηκε γρήγορα στις αφόρητες πιέσεις της αντιεξουσιαστικής ριζοσπαστικότητας του πεζοδρομίου.
Ερμηνεύοντας την αμηχανία και ενδοτικότητα του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης απέναντι στα «εξεγερμένα» παιδιά, ως κεντρική γραμμή, έγινε βασιλικότερος του βασιλέως, και μετατράπηκε ο ίδιος σε αχίλλειο πτέρνα του υπουργείου του και βολικό άλλοθι της κυβέρνησης. Από ένα σημείο και μετά η κατάσταση όμως εκτροχιάστηκε. Κανείς στη θέση του δεν θα ήταν ευτυχής, ούτε σαν πολιτικός, ούτε σαν στρατηγός.
Υπήρξε μυστηριωδώς σιωπηλός όταν έπρεπε να παρέμβει, αντιφατικός και αψυχολόγητος όταν αποφάσιζε να μιλήσει. Η Αθήνα πάντως στις μέρες του καιγόταν όσο χρειαζόταν με την παραμικρή αφορμή. Η αντιπολίτευση ζητούσε παραίτηση, αλλά η κυβέρνηση δεν είχε πάγκο. Χρειάστηκε να ζήσουμε τη μεγαλύτερη ανθρώπινη τραγωδία στο Μάτι, να θρηνήσουμε 99 νεκρούς και να αντικρίζουμε σε live μετάδοση τις επικοινωνιακές φιοριτούρες και την αδιανόητη επιχειρησιακή αδυναμία για να υπάρξει τελικώς αντικατάσταση.
Έχοντας εξαντλήσει τις δύο εξίσου πρόχειρες και μόνο λύσεις που είχε, ο πρωθυπουργός προέβη στην τρίτη επιλογή, η οποία δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα. Η καθαρά πολιτική επιλογή της Γεροβασίλη, χωρίς καμιά γνωστική επαφή με το αντικείμενο και η επικοινωνιακού χαρακτήρα διακοσμητική τοποθέτηση της Παπακώστα στο χωρίς αρμοδιότητες υφυπουργείο, είναι βέβαιο πως αδυνατεί να προσδώσει πολύ περισσότερο και από πριν, ένα αξιόπιστο δόγμα ασφάλειας στην Αστυνομία, η οποία χωρίς σαφείς οδηγίες και στρατηγική βρίσκεται εγκλωβισμένη στην ιδεοληπτική αμφιθυμία της κυβέρνησης. Μιας κυβέρνησης που την πρώτη δοκιμή την έκαψε, από τη δεύτερη κάηκε και η τρίτη φαντάζει «ωσεί παρούσα».
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Πέμπτης 25 Οκτωβρίου