Τα χρήματα που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία από τα ευρωπαϊκά ταμεία είναι πολλά. Τόσα, που είναι σε θέση να αλλάξουν την πορεία της χώρας. Το ερώτημα είναι αν η χώρα είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο. Αν η επιχειρηματική τάξη είναι σε θέση να δει την ευκαιρία, να βάλει δικά της λεφτά σε επενδύσεις και ταυτόχρονα να αξιοποιήσει ευρωπαϊκούς πόρους. Πολύ φοβόμαστε ότι οι εγχώριες δυνάμεις δεν φτάνουν για να απορροφήσουν 60 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι προηγούμενες «απόπειρες» με τα ΕΣΠΑ απέδειξαν ότι υπάρχει σημαντικό πρόβλημα με την απορροφητικότητα. Όχι μόνο λόγω της γνωστής αδυναμίας του κράτους να αμφισβητήσει τις δομές του και να πολεμήσει τη γραφειοκρατία που αυτές παράγουν, αλλά και διότι ο ιδιωτικός τομέας δεν αντιμετώπισε με σωστό τρόπο την κατάσταση.
Το ερώτημα είναι πώς ο ιδιωτικός τομέας θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες το 2021, όταν δεν τα έχει καταφέρει εδώ και είκοσι χρόνια. Τελευταία φορά που «πέτυχε» ευρωπαϊκό πρόγραμμα στην Ελλάδα ήταν όταν ολόκληρα χωριά κατάφεραν να ξεγελάσουν τους ελεγκτές και να τους πείσουν ότι ο καθένας ξεχωριστά είχε όσες ελιές ή πρόβατα διέθεταν αθροιστικά όλοι οι κάτοικοι του χωριού.
Δύο είναι τα βασικά προβλήματα. Το ένα είναι καθαρά πολιτικό. Επειδή το Δημόσιο δεν μπορεί να βρει απλές διαδικασίες που να εξασφαλίζουν τη διαφάνεια, αυξάνει τη γραφειοκρατία, καθιστώντας έτσι αποτρεπτική τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Και το δεύτερο έχει να κάνει με τη νοοτροπία του ίδιου του ιδιωτικού τομέα. Έχοντας να αντιμετωπίσει ένα κράτος κατσαπλιά, το αντιμετωπίζει κι αυτός με καθαρά πειρατική νοοτροπία.
Αυτές είναι οι διαπιστώσεις. Γνωστές σε όλους, αλλά στο τέλος δεν προσφέρουν κάτι περισσότερο από το να ακουστεί αυτό που ήδη γνωρίζουμε. Το ερώτημα είναι τι μπορεί να συμβεί για να ανατραπεί αυτή η κατάσταση. Διότι τα 30 ή τα 60 ή τα 160 δισεκατομμύρια δεν θα πάνε αυτή τη φορά σε βίλες με πισίνες και σε σπασμένα πιάτα σε λαϊκά κέντρα στον Θεσσαλικό κάμπο. Η Ευρώπη δεν έχει λόγο να κλείσει αυτή τη φορά τα μάτια, όπως έκανε στο παρελθόν με τα κοινοτικά πακέτα για τη στήριξη του μεσογειακού Νότου.
Η κυβέρνηση έκανε ήδη μία σημαντική κίνηση. Εμπιστεύτηκε τον σχεδιασμό αυτού του μεγάλου project, της αξιοποίησης των ευρωπαϊκών κεφαλαίων, στον νομπελίστα Χριστόφορο Πισσαρίδη. Μπορεί ο κ. Πισσαρίδης να μην τυγχάνει της εμπιστοσύνης βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και να αμφισβητείται έντονα απ' αυτούς η επιστημονική του υπόσταση. Αλλά κάπως έτσι κινδύνευσε το 2015 η χώρα να βρεθεί στον Καιάδα. Επειδή οι ίδιοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσαν τότε σωστή λύση να βγούμε από το ευρώ και είχαν θεοποιήσει έναν άλλον οικονομολόγο, τον Γιάνη Βαρουφάκη. Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι οι Συριζαίοι δεν φαίνεται να έχουν βάλει μυαλό και μεταξύ του κ. Πισσαρίδη και του κ. Βαρουφάκη θα διάλεγαν και πάλι τον κ. Βαρουφάκη. Όσες φορές κι αν το δοκιμάζαμε. Είναι θέμα νοοτροπίας. Μισούν την αριστεία, τα βραβεία Νόμπελ και τους πετυχημένους ανθρώπους. Το καλό είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται στο ακριβώς αντίθετο σημείο. Γι' αυτό κέρδισε τις εκλογές και γι' αυτό επέλεξε τον κ. Πισσαρίδη.
Μακάρι να λύνονταν όλα με μια μελέτη. Κι όμως! Υπάρχουν πολλά πράγματα που είναι απλά και χρειάζεται κάποιος να τα επισημάνει και η πολιτική ηγεσία να πάρει την ευθύνη να κάνει τη δουλειά. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του παρελθόντος ήταν εκείνο της άρσης του cabotage. Ο Άδωνις Γεωργιάδης πήρε την πολιτική απόφαση να άρει το cabotage κι έτσι αποδείχθηκε ότι ήταν πιο απλό απ' ό,τι πίστευαν οι συνάδελφοί του στο παρελθόν. Και κάπως έτσι η Ελλάδα κέρδισε από την κρουαζιέρα. Η Επιτροπή Πισσαρίδη, λοιπόν, μπορεί να κάνει τις προτάσεις της. Και η κυβέρνηση θα διαλέξει ποιες απ' αυτές θα προχωρήσει. Αλλά κάπως πρέπει αυτή η δουλειά να γίνει συστηματικά και ολοκληρωμένα. Και αυτή είναι πράγματι μια καλή ευκαιρία. Κυρίως γιατί υπάρχει μία κυβέρνηση πρόθυμη να κάνει το αυτονόητο.
Το αμέσως επόμενο βήμα, πάντως, δεν αφορά την Επιτροπή Πισσαρίδη, αλλά την ίδια την κυβέρνηση. Η οποία και πρέπει από τη μία να απλοποιήσει τις διαδικασίες και από την άλλη να πείσει τους μεγάλους επιχειρηματίες της χώρας να συμμετάσχουν στην προσπάθεια ανοικοδόμησης της χώρας. Μόνο οι Έλληνες δεν φτάνουν. Αλλά και οι ξένοι δεν πρόκειται να έρθουν αν δεν δουν πρώτα τους εγχώριους επενδυτές να βάζουν τα πόδια τους στο νερό. Ένα new deal με τον επιχειρηματικό κόσμο, ένα μνημόνιο συνεργασίας, με το οποίο η κάθε πλευρά θα αναλαμβάνει συγκεκριμένες δεσμεύσεις για το μέλλον, είναι το κλειδί για να ανοίξουν οι άλλες πόρτες του πύργου. Η εγχώρια επιχειρηματικότητα μπορεί να σηκώσει ένα μεγάλο βάρος αυτής της προσπάθειας. Όχι όλη. Αλλά ένα μεγάλο μέρος της, σίγουρα ναι. Πρέπει, όμως, πρώτα να αποκατασταθούν οι σχέσεις της με το κράτος και να γραφτούν οι κανόνες. Οι οποίοι σήμερα δεν υπάρχουν.
*Αναδημοσίευση από την στήλη Εκ Θέσεως του Φιλελεύθερου που κυκλοφόρησε στις 13 Ιουνίου.