Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Η χτεσινή κατάρρευση τιμών στα κινέζικα χρηματιστήρια αναζωπυρώνει τις ανησυχίες της επενδυτικής κοινότητας για τις επενδύσεις και την παγκόσμια οικονομία. Είναι όμως αυτές οι ανησυχίες δικαιολογημένες ή μήπως η πτώση τιμών αποτελεί ευκαιρία για αγορές και ρευστοποίηση σε πολύ υψηλότερα επίπεδα τιμών;
Κατά τη χτεσινή συνεδρίαση του χρηματιστηρίου της Σαγκάης συνέβη εκείνο που δεν είχε συμβεί επί μια δεκαετία. Ο γενικός δείκτης κατέρρευσε, οδηγώντας σε απώλειες 7,5% περίπου (8,2% στο χρηματιστήριο της Σεντζέν και 6,9% σε εκείνο της Σαγκάης). Απώλειες που θα ήταν πολύ μεγαλύτερες, αλλά περιορίστηκαν στο μέγεθός τους από τους περιορισμούς limit down που υπάρχουν στα χρηματιστήρια εκεί. Ας σημειώσουμε ότι στο limit down έφτασαν το… 40% των μετοχών, ενώ διεκόπη πρόωρα η συνεδρίαση (!!!), ώστε να αποφευχθούν δραματικότερες απώλειες! Οι απώλειες αυτές οδήγησαν σε απώλειες κατά 1,5% σε αμερικάνικες μετοχές και σε διολίσθηση 2,2% των τιμών σε ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Άλλα ασιατικά χρηματιστήρια, από την άλλη, όπως στο Τόκιο, οδηγήθηκαν σε βαριές απώλειες της τάξης του 3%.
Οι διεθνείς επενδυτές πανικόβλητοι, για να μειώσουν τις απώλειες, στρέφονται σταδιακά σε ομόλογα χωρών όπως της Γερμανίας, σε συμβόλαια χρυσού αλλά και σε αγορές ισχυρών νομισμάτων όπως του γεν ή του δολαρίου.
Η πτώση των τιμών στο κινέζικο χρηματιστήριο δεν προκλήθηκε από κάποιο τυχαίο γεγονός, αλλά ήταν αποτέλεσμα φόβου μετά την ένδειξη ότι η βιομηχανική παραγωγή θα κινηθεί επί 10ο συνεχή μήνα σε υφεσιακά επίπεδα. Πρόκειται για στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της κινεζικής κυβέρνησης. Όταν, όμως η βιομηχανική δραστηριότητα μειώνεται για 10ο συνεχή μήνα, είναι απορίας άξιο πόσο εφικτό είναι η χώρα να πλησιάσει το 7% ανάπτυξης του ΑΕΠ που είχε θέσει ως στόχο, ενώ επίσης δημιουργεί προβληματισμό για τις προοπτικές τις κινεζικής οικονομίας για το 2016. Ακόμη χειρότερα, αυτή η εξέλιξη γίνεται υπό περιβάλλον εξαιρετικά καλού καιρού στο Βόρειο ημισφαίριο, που ήταν εξαιρετικά ευνοϊκό για κατανάλωση. Η υποτίμηση του κινέζικου νομίσματος (γουάν-ρενμίνμπι) φαίνεται επίσης ότι επί του παρόντος ελάχιστα βοήθησε στο να υπάρξει ενίσχυση της ζήτησης.
Αξίζει επομένως νέα αποτίμηση των αγορών και των προοπτικών της παγκόσμιας οικονομίας στην παρούσα φάση. Τα νέα αυτά δεδομένα πρέπει να μας δημιουργούν προβληματισμό αλλά σχετικά συγκρατημένο. Καταρχήν, η διολίσθηση του κινέζικου νομίσματος ως τώρα ήταν πολύ μικρή (πολύ μικρότερη του 10%, και πάντως μόλις 2% τον Δεκέμβριο) ώστε να επιτρέπει αναθέρμανση της κινέζικης οικονομίας, αλλά επίσης θα ήταν πρόωρο να βγάλουμε συμπεράσματα γι'' αυτήν, καθώς οι επιπτώσεις από τη μεταβολή ισοτιμίας σε ένα νόμισμα χρειάζεται, σύμφωνα με τα εμπειρικά δεδομένα άλλων χωρών, 6 ως 15 μήνες για να επηρεάσει θετικά την οικονομία, καθώς υπάρχει το λεγόμενο «φαινόμενο της υστέρησης», που απλοποιημένα θα το λέγαμε ως «επιρροή με σημαντική χρονική καθυστέρηση».
Όμως, ο συμβολισμός αυτής της πτώσης είναι μεγάλος. Κατ'' αρχήν η μεγάλη αυτή πτώση δείχνει ότι η διάθεση της αγοράς είναι πτωτική (bear market) κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό. Επιπλέον, η πτώση οδήγησε ήδη σε πτώση 1%-1,5% όλων των περιφερειακών νομισμάτων της Ασίας, όπως ενδεικτικά του ταϊβανέζικου δολαρίου (1%), του νοτιοκορεάτικου γουόν (1,4%) και του μαλαισιανού ρίνγκιτ (1,2%). Επιπλέον, μειωμένη ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας θα έχει εμφανές αποτέλεσμα τόσο στον ρυθμό ανάπτυξης των γειτονικών κρατών, των οποίων η παραγωγή συμπληρώνει την κινέζικη, όσο και στα κέρδη των εταιρειών. Πάντως, κατάρρευση της κινέζικης οικονομίας επί του παρόντος δεν είναι σε καμία περίπτωση στα βασικά σενάρια. Όμως, δεδομένης της σημασίας της κινέζικης οικονομίας, όχι μόνο για την παραγωγή αλλά και την κατανάλωση δυτικών προϊόντων και του του «σήματος» που δίνει η κινέζικη χρηματιστηριακή αγορά στις μεγάλες δυτικές αγορές (ΗΠΑ και Ευρώπη), η σημασία της κινεζικής πτώσης, εφόσον συνεχιστεί, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές απώλειες τα δυτικά χρηματιστήρια, έστω και με καθυστέρηση. Όμως, καθώς η πτώση αυτή ακολουθεί άνοδο, η τεχνική εικόνα των κινεζικών αγορών δεν εμπνέει ακόμη ανησυχία, άρα θα κρατούσαμε στάση επιφυλακής αλλά και αναμονής, πριν την εξαγωγή ευρύτερων συμπερασμάτων για τη βραχυπρόθεσμη πορεία της κινεζικής, και δευτερευόντως των δυτικών χρηματιστηρίων, από τις εξελίξεις, σε βραχυπρόθεσμη βάση. Σε μεσοπρόθεσμη βάση, αντίθετα, καθώς χαλάει η ψυχολογία της αγοράς και χειροτερεύουν τα θεμελιώδη της γιγαντιαίας αυτής αγοράς του κόσμου, της δεύτερης μεγαλύτερης του κόσμου, έχουμε έναν επιπλέον λόγο να αρχίσουμε να ανησυχούμε.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.