Το ερώτημα δεν είναι φιλοσοφικό. Είναι βαθύτατα πρακτικό. Ας πούμε ότι είσαι ένας σοβαρός μορφωμένος άνθρωπος, έντιμος, καθαρός, επιτυχημένος στη δουλειά σου και με υψηλό κύρος στον κοινωνικό περίγυρο. Δεν τα πέτυχες εύκολα όλα αυτά. Διάβασες μήνες και βδομάδες, ταλαιπωρήθηκες μέρες και νύχτες, εργάστηκες σαν το σκυλί χρόνια και χρόνια, έστησες ένα σπιτικό με θυσίες και υστερήσεις, έφτιαξες ένα όνομα με κόπο και άοκνες προσπάθειες.
Και φτάνοντας σε μια κάποια ηλικία που όλα αυτά αρχίζουν να αποδίδουν, καταφθάνει ένας πολιτικός αρχηγός (ας πούμε ο Κυριάκος, αλλά δεν έχω καμιά αντίρρηση να είναι και ο Τσίπρας ή ο Ανδρουλάκης) και σου λέει. «Εκτιμώ όσα έχεις πετύχει, πιστεύω ότι μπορείς να προσφέρεις πολύ περισσότερα στο κοινωνικό σύνολο, έλα να σε χρίσω υποψήφιο.» Κάποτε, αυτή η προοπτική για έναν συμπολίτη μας ήταν κοινωνικά δαφνοστεφανωμένη. Οι παλιοί, όταν προφήτευαν λαμπρό μέλλον για κάποιο παιδί (λόγω ευφυΐας) έλεγαν «αυτός θα μπει μέχρι και στην Βουλή».
Τώρα όμως τι γίνεται; Τι ισχύει στις ταραγμένες και δυστοπικές ημέρες μας; Η πρόταση αυτή να αλλάξεις πίστα, πάντα γαργαλάει εντός σου μια ευαίσθητη εσωτερική χορδή. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του φιλόδοξος, αλλιώς δεν θα έκανε βήμα από την κάμαρα όπου γεννήθηκε. Οπότε, είτε ένα απομεινάρι εκείνης της παλιάς αίγλης του λειτουργήματος της πολιτικής, είτε μια εγκατεστημένη εντός σου επικίνδυνη άγνοια κινδύνου, είτε ένα παραστράτημα της ματαιοδοξίας σου, σε οδηγούν να πεις το «ναι». Και μετά;
Με το που το λες αυτό το «ναι», έχεις κατ’ ευθείαν οικονομήσει τόνους λάσπης και βυτία από βιτριόλι. Πριν καν μάθει η γυναίκα σου και το παιδί σου ότι αποδέχτηκες την εμπλοκή σου με την πολιτική, ένας ολόκληρος συρφετός θα σε έχουν ήδη πει κλέφτη, απατεώνα, ψεύτη, πουλημένο, προδότη, καταχραστή. Το βράδυ της πρότασης (και της αποδοχής της) θα κοιμηθείς ως αξιοπρεπής και επιτυχημένος άνθρωπος, το πρωί που θα σηκωθείς θα ανοίξεις το παράθυρο και θα διαπιστώσεις εμβρόντητος ότι έχεις μεταμορφωθεί σε ρατσιστή, σεξιστή, παιδεραστή.
Θα σου πετάνε κατάμουτρα αδιανόητα πράγματα, θα διαβάζεις και θα ακούς για σένα ακόμα πιο αδιανόητα. Από έναν όχλο που ούτε σε γνωρίζει, ούτε τον γνωρίζεις. Από κοινωνικά αθύρματα που δεν φτάνουν το μικρό σου δακτυλάκι, από τύπους που (σε αντίθεση με σένα) δεν έχουν προσφέρει ποτέ, τίποτα, σε κανέναν. Από θλιβερές υπάρξεις που δεν παράγουν τίποτα απολύτως, παρά μόνο τοξικότητα μέσω του τηλεφώνου τους. Από παράσιτα ή από παρανοϊκούς ή από ιδεοληπτικούς που θεωρούν εσένα (που δεν σε ξέρουν) υπεύθυνο για τη δική τους αποτυχία στη ζωή τους.
Και θα έχεις κάθε μέρα, όλη μέρα, απέναντι σου αυτή τη σαβούρα. Που και αν τολμήσεις να της μιλήσεις, αυτή θα απαντήσει με βρισιές ή με σφαλιάρες. Που μέσα της, κάθε διαλογική συζήτηση και κάθε τεκμηριωμένο επιχείρημα διαλύεται όπως μια σταγόνα καθαρό νερό μέσα σ’ έναν κουβά από ώχρα. Που για κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο που συναντάς, πρέπει να παραμερίσεις δέκα από δαύτους. Και λίγους λέω.
Να λείπει, το λοιπόν. Οι σοβαροί και παραγωγικοί άνθρωποι έχουν πολύ καλύτερα πράγματα να κάνουν από το να εμπλακούν σ’ έναν τέτοιο ψυχοφθόρο κυκεώνα. Κάποιοι θα παρατηρήσουν «η πολιτική ήταν πάντα power game, αν δεν μπορείς να την αντέξεις σημαίνει ότι δεν έχεις κότσια». Να μου λείπουν τέτοια κότσια, απαντώ με τη σειρά μου.