Να περιμένουμε την πρώτη αξιολόγηση, να ξαναγοράσουμε μετοχές;

Του Κωνσταντίνου Βέργου*

Η δήλωση του πρωθυπουργού ότι «η τιμή της μετοχής της Εθνικής Τράπεζας θα αυξηθεί μετά την πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος», παρότι αποτελεί μια δήλωση που βασίζεται σε λογική, αποτελεί ένα παράδοξο και προκαλεί προβληματισμό και νευρικότητα για δυο λόγους, έναν πολιτικό και έναν χρηματιστηριακό.

Προκαλεί πολιτικό προβληματισμό, καθώς επανέφερε στο προσκήνιο της μνήμης όλων μας τις απίθανες δηλώσεις Έλληνα υπουργού κατά την εποχή του χρηματιστηριακού κραχ του 1999-2000. Οδηγεί σε χρηματιστηριακό προβληματισμό, διότι όσοι είναι στην αγορά γνωρίζουν ότι αυτές οι δηλώσεις προηγούνται μεγάλων χρηματιστηριακών απωλειών, συνήθως, από όποιον πολιτικό και αν γίνονται, σε όποια χώρα και αν γίνονται, και σε όποια εποχή και αν γίνονται!

Η δήλωση αδικεί τόσο τις φιλότιμες προσπάθειες της κυβέρνησης (και πρωτίστως του πρωθυπουργού, ασφαλώς) να σταθεροποιήσει την οικονομία της χώρας, παρά τα εμπόδια που οφείλονται σε διεθνή δεδομένα (κυρίως πολιτικά συμφέροντα, που αντιστρατεύονται την παρούσα κυβέρνηση), αλλά και τα άσχημα οικονομικά δεδομένα της χώρας μετά μια περίοδο 6ετους λιτότητας και κρίσης. Και ασφαλώς αυτή η δήλωση αντικατοπτρίζει το άγχος. Το άγχος του πρωθυπουργού να καθησυχάσει τον μέσο πολίτη και τις αγορές.

Όμως οι αγορές είναι άγρια θηρία, οι δηλώσεις καθησυχασμού ως επί το πλείστον αποτελούν προσάναμμα στη φωτιά! Θεωρούνται δηλώσεις αδυναμίας, και επιτυγχάνουν το αντίθετο συνήθως από ό,τι σκοπεύουν, παρά τις αγαθές προθέσεις. Θα ήμασταν, επομένως, απαισιόδοξοι για το τι μέλλει γενέσθαι στην αγορά σε βραχυπρόθεσμη βάση. Η νευρικότητα της αγοράς, σε πρώτη φάση, πιθανώς θα ενισχυθεί και από το γεγονός ότι η νέα ηγεσία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ορθώς) ήρε τους περιορισμούς στις αγοραπωλησίες του χρηματιστηρίου. Συνήθως οι απελευθερώσεις στη ροή κεφαλαίων φέρουν βραχυπρόθεσμα αναστατώσεις. Όμως η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι κατ'' ουσίαν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση και μεσοπρόθεσμα θα οδηγήσει σε ομαλοποίηση του χρηματιστηρίου. Αυτό όμως απέχει από το να πιστέψουμε ότι το χρηματιστήριο θα αρχίσει κάποιο ράλι ανατίμησης άμεσα, για πολλούς λόγους.

Καταρχήν, οι αγορές έχουν διαφορετική φιλοσοφία από την κυβέρνηση, τουλάχιστον τυπικά. Η κυβέρνηση σκοπεύει στη «δίκαια μοιρασιά του πλούτου», ώστε να μην υπάρχει «κοινωνική ακρότητα και αδικία», ενώ οι αγορές ενδιαφέρονται για την αύξηση των εταιρικών κερδών, την ελεύθερη κυκλοφορία του χρήματος και γενικά για αξίες που μόνο «αριστερές» δεν θεωρούνται. Επομένως, οι «απελευθερώσεις» που οι αγορές επιθυμούν, το κερασάκι στην τούρτα ώστε να υπάρχει περαιτέρω αύξηση εταιρικών κερδών και κινητικότητα κεφαλαίων, είναι κάτι ξένο προς τη φιλοσοφία αριστερών κυβερνήσεων.

Δεύτερον, και σημαντικότερο, στην παρούσα φάση η ελληνική οικονομία είναι εγκλωβισμένη στην κρίση που ξεκίνησε προ 6ετίας, και δεν φαίνεται να υποχωρεί εύκολα. Παρά την όποια δειλή βελτίωση του μέσου εισοδήματος που καταγράφουν οι στατιστικές, και τη μείωση ανεργίας κατά 2 μονάδες, λείπει, επί του παρόντος, μια συμπαγής ανάπτυξη του ΑΕΠ που θα επέτρεπε μια δυναμική επανεκκίνηση και του χρηματιστηρίου.

Όποιος παρατηρεί την «τεχνική εικόνα» του χρηματιστηρίου θα παρατηρεί, επίσης, μια υποχώρηση της αγοράς τις τελευταίες ημέρες και μια προσέγγιση κοντά στα χαμηλά των 560-570 μονάδων που είχαν καταγραφεί με την κινεζική κρίση του Αυγούστου. Αν και η τεχνική εικόνα δείχνει από κάποια οπτική γωνία μη αναστρέψιμη πτώση τιμών, θα ήταν παράλογο να προβλέψει κάποιος μια εύκολη διάσπαση των προηγούμενων στηρίξεων και να υποθέσει πτώση τιμών σε επίπεδα 300-400 μονάδων, ακόμη. Όμως, ακόμη και αν αυτό συμβεί, η κυβέρνηση θα πρέπει να κρατήσει το βλέμμα της στην οικονομία, πώς θα βοηθήσει στην ανάκαμψη της οικονομίας και μόνο, κάτι που μπορεί να ελέγξει και μπορεί να βοηθήσει. Αν ανακάμψει η εγχώρια οικονομία, οι αγορές θα επανέλθουν, και το ελληνικό χρηματιστήριο θα είναι ίσως ένα παγκόσμιο «υπόδειγμα αγοράς» που ανακάμπτει το 2016. Αν όχι, τα χειρότερα δεν τα έχουμε δει, χρηματιστηριακά, για την Ελλάδα, καθώς το 2016 θα είναι επιπλέον μια χρονιά γκρίζα παγκοσμίως.

Μια χρονιά με όξυνση του ζητήματος του εθνικού χρέους για πολλές χώρες, και με νέες χρεοκοπίες τραπεζών παγκοσμίως και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η κρίση που ξεκίνησε το καλοκαίρι στη Βραζιλία και την Κίνα, μεγάλες ατμομηχανές της παγκόσμιας βαριάς βιομηχανίας, θα «χτυπήσει την πόρτα» της Ευρώπης και των ΗΠΑ, και θα ρίξει παγκόσμια τα χρηματιστήρια, επομένως είτε πριν είτε μετά την... αξιολόγηση των τραπεζών! Η αξιολόγηση εν ολίγοις, εφόσον γίνει υπό καθεστώς συνδυασμού πτωτικών αξιών διεθνώς και αρνητικών προοπτικών για την ελληνική οικονομία, δύσκολα θα συνοδευτεί από ανάκαμψη για τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών, ακόμη και αν θεωρούνται...«φθηνές»!

* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία

Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.