Ο Νόμος 4735/2020 προχώρησε σε μια σημαντική μεταρρυθμιστική τομή αναφορικά με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις πολιτογράφησης αλλογενών αλλοδαπών στην Ελλάδα. Από τον Απρίλιο 2021, με το νέο πλαίσιο πολιτογράφησης, όσοι επιθυμούν να γίνουν Έλληνες πολίτες οφείλουν να ανταποκριθούν σε ένα νέο σύστημα βάσει του οποίου θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να αποκτήσουν το Πιστοποιητικό Επάρκειας Γνώσεων για Πολιτογράφηση (ΠΕΓΠ) με πανελλαδικές εξετάσεις του Υπουργείου Εσωτερικών.
Στο νέο αυτό πλαίσιο, μέσα από διαφανείς διαδικασίες, κάθε υποψήφιος θα πρέπει να ανταποκριθεί με επιτυχία σε εξέταση ελληνικής γλώσσας επιπέδου ανάλογου του Β1 στην κατανόηση και παραγωγή του προφορικού και γραπτού λόγου, καθώς και σε εξέταση γνώσεων στη γεωγραφία, την ιστορία, τον πολιτισμό και τους πολιτικούς θεσμούς της Ελλάδας. Το νέο σύστημα, ως σύστημα εξετάσεων, σε μεγάλο βαθμό ακολουθεί και εφαρμόζει, τηρουμένων των αναλογιών, τις διαδικασίες και τις ασφαλιστικές δικλείδες που ισχύουν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Οι ενδιαφερόμενοι έχουν πρόσβαση – μήνες πριν την εξέταση – στην τράπεζα θεμάτων της εξεταστικής διαδικασίας μέσω της ιστοσελίδας του Υπουργείου Εσωτερικών. Η τράπεζα θεμάτων περιλαμβάνει 300 θέματα ιστορίας, γεωγραφίας, πολιτικών θεσμών και πολιτισμού. Παράλληλα, περιλαμβάνονται 100 κείμενα με τις ασκήσεις τους για την κατανόηση και παραγωγή γραπτού λόγου, 100 κείμενα με τις ασκήσεις τους για την κατανόηση προφορικού λόγου και 50 θέματα για την παραγωγή προφορικού λόγου της ελληνικής γλώσσας. Οι θεματικές ενότητες που προαναφέρθηκαν, εξετάζονται μέσω τυχαίας επιλογής θεμάτων από αυτή την πηγή, η οποία διαμορφώνεται και τηρείται με ευθύνη της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών.
Οι εξετάσεις διενεργούνται δύο φορές το χρόνο και κάθε υποψήφιος μπορεί να συμμετέχει όσες φορές επιθυμεί. Οι απαντήσεις θα αξιολογούνται από δυο (2) διορθωτές, όπως ισχύει και στις Πανελλαδικές Εξετάσεις του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Γιατί η αλλαγή;
Παρότι μια ουσιαστική αξιολόγηση προϋποθέτει την εμπειρία των πρώτων διαδικασιών πρακτικής εφαρμογής του, το νέο σύστημα μπορεί καταρχήν να αποτιμηθεί με αναφορά αφενός σε όσα ίσχυαν μέχρι το 2021 για την πολιτογράφηση στην Ελλάδα και αφετέρου σε σχέση με τα εφαρμοζόμενα σε αναπτυγμένες δυτικές δημοκρατίες με τις οποίες η Ελλάδα διατηρεί ισχυρούς δεσμούς και οι οποίες γνώρισαν σημαντικά μεγέθη αιτημάτων πολιτογράφησης.
Στην Ελλάδα, το σύστημα της προφορικής εξέτασης των υποψήφιων για πολιτογράφηση από κατά τόπους επιτροπές υπαλλήλων και ειδικών δοκιμάστηκε επί χρόνια, πέτυχε όσα πέτυχε και έφτασε στα όρια του. Δεν είναι της παρούσης η ανάδειξη των ποικίλλων προβλημάτων που προέκυψαν σε διάφορα επίπεδα.
Οι αιτιάσεις περί μαζικών «ελληνοποιήσεων» που, δικαίως ή αδίκως, απασχόλησαν την ελληνική δημοσιότητα στο παρελθόν, έχουν την πηγή τους στα χαρακτηριστικά του συστήματος εκείνου. Ακόμη και οι όποιες αρετές του – όπως θεωρείται από κάποιους ότι ήταν π.χ. οι περισσότερο «στοχευμένες» ερωτήσεις που υποτίθεται ότι προσαρμοζόταν σε διαφορετικούς υποψήφιους και σε διαφορετικές περιοχές της χώρας – αποτέλεσαν αμφιλεγόμενης ποιότητας εργαλεία.
Πρώτον, διότι άνοιγαν το δρόμο σε σοβαρές ανισότητες ως προς τις διαφορές, τη δυσκολία ή την ευκολία των ερωτήσεων ενώ αναδείκνυαν ιδιαίτερα και το στοιχείο της διαπροσωπικής διάδρασης, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που αυτό ενδέχεται να επιφέρει. Δεύτερο και σημαντικότερο, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ζητούμενο είναι η εξοικείωση με τους θεσμούς, την ιστορία, τη γεωγραφία και τον πολιτισμό της Ελλάδας, όχι μιας περιοχής ή μιας περιφέρειας. Άλλωστε ένας μελλοντικός πολίτης που σήμερα εργάζεται π.χ. στην Βοιωτία μπορεί αύριο να αποφασίσει να εργαστεί στην Μακεδονία ή την Κρήτη.
Το πλαίσιο και οι προοπτικές
Στις σύγχρονες δημοκρατίες, η ιθαγένεια, ως νομικός δεσμός του ατόμου προς το κράτος με το οποίο το άτομο καθίσταται μέρος της πολιτικής κοινότητας (άρα του λαού στο όνομα του οποίου ασκείται η κυριαρχία), καθορίζεται από το εσωτερικό δίκαιο. Με άλλα λόγια, τα κριτήρια βάσει των οποίων πραγματοποιείται η διαδικασία πολιτογράφησης είναι καταρχήν ζητήματα που ανήκουν στο πεδίο της κυριαρχίας κάθε κράτους.
Παράλληλα, ένα δημοκρατικό κράτος κινείται μέσα στο πλαίσιο των αξιών και των παραδοχών περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων του πολιτικού και νομικού πολιτισμού του οποίου αποτελεί τμήμα. Έτσι π.χ. το Συμβούλιο της Ευρώπης προφανώς αναγνωρίζει ότι είναι αρμοδιότητα κάθε κράτους να καθορίσει σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο ποιοι είναι οι πολίτες του, αλλά θεωρεί ότι το εσωτερικό δίκαιο τυγχάνει της αποδοχής των άλλων κρατών εφόσον είναι εναρμονισμένο με τις διεθνείς συμβάσεις, το διεθνές εθιμικό δίκαιο και τις γενικά αναγνωρισμένες σε θέματα ιθαγένειας αρχές δικαίου.
Είναι γεγονός ότι, ιστορικά, οι τραγικές συνθήκες που οδήγησαν στην ανάγκη αντιμετώπισης του μεγάλου πλήθους ανιθαγενών στον μεσοπόλεμο και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ανέδειξαν, μεταξύ άλλων, και την άποψη ότι η εξάλειψη της ανιθαγένειας και η αξίωση για ιθαγένεια – για κάποια ιθαγένεια – αποτελεί προϋπόθεση για την έμπρακτη και ουσιαστική κατοχύρωση του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Δεν είναι της παρούσης η συζήτηση για την αμφιλεγόμενη έννοια του «δικαιώματος» στην ιθαγένεια. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι οι συνθήκες του 21ου αιώνα επιβάλλουν την αναζήτηση μιας χρυσής τομής μεταξύ των κριτηρίων που θα εφαρμοστούν ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη συμμετοχή ενός συνανθρώπου μας ως μέλους της πολιτικής κοινότητας, ως μέλους του λαού, για τις τύχες και το μέλλον του οποίου θα συναποφασίζει. Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι η δημιουργία ενός κόσμου αμοιβαίας κατανόησης και σεβασμού του άλλου, του ανθρώπου ο οποίος ζει και εργάζεται νόμιμα δίπλα μας, δεν προϋποθέτει απαραίτητα την απονομή ιθαγένειας.
Κατά συνέπεια, η ελληνική περίπτωση μετάβασης μεταξύ διαφορετικών υποδειγμάτων πολιτογράφησης οφείλει να λάβει υπόψη το γενικό πλαίσιο από αξίες και νόρμες που – αφενός – ευνοούν την υπό προϋποθέσεις ενθάρρυνση της προσπάθειας πολιτογράφησης όσων επί ένα σημαντικό χρονικό διάστημα έμπρακτα και θετικά συμμετέχουν στην κοινωνική και οικονομική ζωή και παράλληλα – αφετέρου – μεριμνούν για τις ουσιαστικές προϋποθέσεις πραγματικής, όχι προσχηματικής συμμετοχής των νέων πολιτών.
Αυτή η τελευταία διάσταση συνεπάγεται τη γνώση και κατανόηση τόσο του θεσμικού, πολιτικού και πολιτειακού πλαισίου όσο και των βασικών, τουλάχιστον, αξιών και των σημαντικότερων διαδικασιών σε συνάρτηση με τις οποίες οφείλει να αναπτύσσεται η κοινωνική, οικονομική και πολιτική δραστηριότητα. Ο νέος πολίτης δεν χρειάζεται να γνωρίζει ή να ασπάζεται όλες τις νόρμες της συλλογικής συνύπαρξης της νέας πατρίδας του, όμως η νέα αυτή πατρίδα έχει κάθε λόγο να αξιώνει τον σεβασμό ενός βασικού αξιακού πυρήνα από όλους τους πολίτες της (ατομικά δικαιώματα, σεβασμός της προσωπικότητας ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, κλπ., ισονομία, διαδικαστικές εγγυήσεις).
Η πρόσφατη εμπειρία των περισσότερων δημοκρατικά συντεταγμένων κρατών υποδεικνύει ότι στα κριτήρια πολιτογράφησης περιλαμβάνονται – σε διαφορετικές αναλογίες – στοιχεία όπως η ανάγκη εξασφάλισης κάποιων τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων και η προσπάθεια διαπίστωσης της ύπαρξης κάποιων βασικών γνώσεων που θα επιτρέψουν στα νέα μέλη να αξιοποιήσουν την κρίσιμη – ιδιαίτερα για τις δημοκρατίες – ιδιότητα του πολίτη.
Η εξασφάλιση καθολικότητας, διαφάνειας και ισότητας είναι κρίσιμη. Όταν π.χ. το United States Office of Citizenship and Immigration Services (USCIS) ολοκλήρωσε το 2007 τις ερωτήσεις για το νέο «citizenship test», δήλωσε ότι το νέο σύστημα εξετάσεων ήταν περισσότερο αντικειμενικό και εξασφάλιζε ισότητα στην μεταχείριση των αιτούντων.
Η σύγχρονη Ελλάδα είναι – και θα εξακολουθήσει να είναι – ανοικτή στον πλουραλισμό κάθε μορφής και κατηγορίας, μέσα σε ένα πλαίσιο σεβασμού των παραμέτρων ενός βασικού αξιακού πυρήνα και των διαδικασιών που συνδέονται με αυτόν. Διττός σκοπός μιας μεταρρύθμισης του τρόπου απόκτησης ιθαγένειας από τους αλλογενείς αλλοδαπούς θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας αλλά και η ενθάρρυνση του ενδιαφέροντος και της κατανόησης των δυνατοτήτων που υπάρχουν για αξιοποίηση του πλαισίου με στόχο την αύξηση της ατομικής και συλλογικής συμμετοχής και ευημερίας.
Εν κατακλείδι: Σταθμός σε ένα ταξίδι που συνεχίζεται
Κάθε πολιτική κοινότητα μπορεί να διαμορφώνει τα δικά της κριτήρια για την συμπερίληψη νέων μελών στους κόλπους της ως πολιτών, κάτι σαφώς διακριτό από τις κατηγορίες ανθρώπων που εργάζονται νόμιμα και απολαμβάνουν την προστασία του νόμου και των δικαιωμάτων ή των προσφύγων στους οποίους έχει χορηγηθεί άσυλο. Η ανανέωση της σύνθεσης της πολιτικής κοινότητας προϋποθέτει κριτήρια που τίθενται από την ίδια, μέσα στο πλαίσιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που τα δημοκρατικά κράτη αναγνωρίζουν. Τίθενται, εφαρμόζονται και εξελίσσονται, με προσεκτικό ζύγισμα στοιχείων που υποδηλώνουν εμπειρία συμμετοχής και προοπτική συμβολής ενώ περιορίζουν τις τάσεις ανάδειξης κάποιων ιδιαίτερων εθνικών ή πολιτισμικών χαρακτηριστικών ως καταλυτικών παραγόντων για την αποδοχή ή την απόρριψη ενός αιτήματος συμμετοχής στην πολιτική κοινότητα.
Από την άλλη πλευρά, είναι εύλογη η μέριμνα μιας πολιτικής κοινότητας όταν επιχειρεί να αποφύγει την μετεξέλιξή της σε πεδίο κατακερματισμού και περιχαράκωσης επιμέρους ομάδων. Είναι εύλογη η επιθυμία μιας πολιτικής κοινότητας να προσπαθεί, με σεβασμό στις υποψηφιότητες, να διακρίνει ότι οι υποψήφιοι πολίτες δεν επιλέγουν να βιώσουν αποκλειστικά τις συνθήκες μιας κλειστής, εσωστρεφούς ομάδας αλλά αντιλαμβάνονται και κατανοούν τις ελληνικές αξιακές, θεσμικές και πρακτικές παραμέτρους και συμμετέχουν τόσο στις δικές τους ομάδες και δομές όσο και στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία. Στην οποία δηλώνουν (με το αίτημα πολιτογράφησης) ότι επιθυμούν να ενταχθούν ως μέλη και για της οποίας το παρόν και το μέλλον θα συναποφασίζουν. Η δυνατότητα πραγματικής συμμετοχής των νέων πολιτών στην πολιτική ζωή της Ελλάδας προϋποθέτει κάποιο επίπεδο γλωσσικής επάρκειας και κάποια στοιχεία γνώσεων και πληροφοριών για το πλαίσιο στο οποίο επιθυμούν να ενταχθούν ως πολίτες.
Όσο εμπλουτίζεται η εμπειρία των εξετάσεων, το ζύγισμα που προαναφέρθηκε και το μείγμα των θεματικών μπορούν να επαναπροσδιορίζονται. Η εκλέπτυνση των εργαλείων μέσα από την εφαρμογή τους, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων να επαναλαμβάνουν τις εξετάσεις για όσο το επιθυμούν, αποκλείουν την πιθανότητα να εκληφθεί ένα καθολικής εφαρμογής εξεταστικό σύστημα ως μηχανισμός που καθιστά υπερβολικά δύσκολη την απόκτηση της ιθαγένειας. Αντιθέτως, ένα εξεταστικό σύστημα καθολικής εφαρμογής εξουδετερώνει τις ενδεχόμενες σχέσεις εξάρτησης και συνδιαλλαγής, διαμορφώνει ένα πεδίο διαφάνειας, ισονομίας και καθολικότητας και – κάτι κρίσιμο – αποκαθιστά την ιδιότητα του πολίτη ως κορυφαίο στοιχείο αποφασιστικής συμμετοχής, στοιχείο του οποίου η απόκτηση είναι βεβαίως εφικτή αλλά κατά κανένα τρόπο αυτονόητη.
* Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ. Είναι πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής για τις εξετάσεις ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών