Ο όρος Σιδηρούν Παραπέτασμα ή Iron Curtain, είχε υιοθετηθεί για πρώτη φορά από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ το 1946, σε μια ομιλία του κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στις ΗΠΑ. Βέβαια η πατρότητα της έκφρασης αποδίδεται στον Ρώσο συγγραφέα Βασίλι Ροζάνοφ, όταν το 1918 στο βιβλίο του «Η Αποκάλυψη της Εποχής μας», έγραφε ότι με κλαγγές, με κρότους και τριγμούς, ένα σιδηρούν παραπέτασμα πέφτει στην ιστορία της Ρωσίας.
Φυσικά ο Ρώσος συγγραφέας αναφερόταν στην επανάσταση των μπολσεβίκων, που διέκοπτε την ιστορική πορεία της τσαρικής Ρωσίας.
Όταν ο Ουίνστον Τσώρτσιλ χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο, αναφερόταν στη νοητή διαχωριστική γραμμή που εκείνη την περίοδο χώριζε την Ευρώπη, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο στα δύο. Στην ιστορική του ομιλία στο κολέγιο Ουεστμίνστερ του Μιζούρι, είχε αναφέρει: «Από το Στετίνο στη Βαλτική έως την Τεργέστη στην Αδριατική Θάλασσα ένα σιδηρούν παραπέτασμα πέφτει πάνω στην ήπειρο.
Πίσω από τη γραμμή αυτή βρίσκονται όλες οι πρωτεύουσες των παλαιών κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης - Βαρσοβία, Ανατολικό Βερολίνο, Πράγα, Βουδαπέστη, Βελιγράδι, Βουκουρέστι και Σόφια. Όλες αυτές οι φημισμένες πόλεις και οι πληθυσμοί που τις περιβάλλουν, βρίσκονται σε αυτό που πρέπει να ονομάσω σοβιετική σφαίρα. [...] Τα κομμουνιστικά κόμματα, που ήταν πολύ μικρά σε αυτές τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, έχουν καταλάβει εξέχουσα θέση και δύναμη δυσανάλογη με την αριθμητική τους ισχύ και αποσκοπούν στο να επιβάλουν παντού τον ολοκληρωτικό τους έλεγχο.»
Ωστόσο το Σιδηρούν Παραπέτασμα, δεν αποτελούσε απλά ένα ιδεολογικό σύνορο. Ουσιαστικά από το 1949 και μετά, ξεκινώντας από την Ουγγαρία, στήθηκε ένα σύστημα από συρματοπλέγματα, τάφρους, τσιμεντένιες οχυρώσεις, συναγερμούς, αυτόματες ενεργοποιήσεις όπλων, νάρκες, σε μήκος πολλών χιλιάδων χιλιομέτρων, που χώριζε τη Δυτική Ευρώπη από τις χώρες της Σοβιετικής επιρροής.
Στη διχοτομημένη Γερμανία η σοβιετική πλευρά είχε θεσπίσει το 1952 μια ζώνη απαγόρευσης πλάτους δέκα μέτρων κατά μήκος των συνόρων της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ), με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με συρματοπλέγματα και φυλάκια. Και από το 1961 και μετά, το Σιδηρούν Παραπέτασμα ολοκληρώθηκε με την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου, που χώρισε τη γερμανική πόλη στα δυο.
Το πρώτο ρήγμα του Σιδηρού Παραπετάσματος, δημιουργήθηκε και πάλι στην Ουγγαρία, τον Μάιο του 1989, όταν άνοιξαν τα σύνορα με την Αυστρία και ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του ίδιου έτους, με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, από τις αξίνες, τα σφυριά και τις βαριοπούλες των πολιτών της πρώην ΛΔΓ.
Σήμερα, μετά από 33 έτη, ένα νέο Παραπέτασμα υψώνεται ανάμεσα στη Δημοκρατική Ευρώπη και το αυταρχικό Ρωσικό καθεστώς. Και δεν είναι μόνο βαθιά ιδεολογικό, αξιακό και ηθικό. Έχει αρχίσει ήδη να λαμβάνει οικονομικές, επενδυτικές και εμπορικές διαστάσεις. Μέχρι τώρα η Δύση, μετά από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το ως ένα βαθμό ελεύθερο άνοιγμα της ρωσικής οικονομίας, είχε αναπτύξει οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία. Για παράδειγμα, μεγάλες εμπορικές αλυσίδες από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση είχαν αναπτύξει εκεί, ένα μεγάλο δίκτυο καταστημάτων. Παράλληλα οι διεθνείς αγορές χρέους αγόραζαν ομόλογα του Ρωσικού Δημοσίου, ενώ την ίδια στιγμή η Ευρώπη σχεδίαζε την ενεργειακή της πολιτική, πάνω στις εισαγωγές ρωσικών καυσίμων.
Επιπλέον μια σειρά από ενεργειακούς κολοσσούς της Δύσης όπως είναι για παράδειγμα η BP και η Shell, συνεπένδυαν μαζί με κρατικές και ιδιωτικές ρωσικές επιχειρήσεις, στον τομέα της εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου. Και ήταν λογικό για τις ενεργειακές εταιρείες να επιθυμούν να λάβουν μέρος στο επιχειρηματικό παιχνίδι μιας χώρας, που παράγει ημερησίως 10,5 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου. Σε αυτό το ενεργειακό οικοσύστημα, ενεπλάκη ενεργά και σημαντικός αριθμός τραπεζών, παρέχοντας τα απαραίτητα για τις επενδύσεις κεφάλαια.
Μπορούμε να πούμε, ότι παρά την επιφυλακτικότητα που πάντοτε υπήρχε ανάμεσα στις δυτικές κυβερνήσεις και το καθεστώς του Κρεμλίνου, είχε διαμορφωθεί μια οριακή σχέση οικονομικής και επενδυτικής εμπιστοσύνης. Μια σχέση εμπιστοσύνης, που άρχισε να διαρρηγνύεται ήδη από το τρίτο τρίμηνο του 2021, με τις αυξήσεις των τιμών του φυσικού αερίου και τα ενεργειακά ρωσικά παιχνίδια, εις βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια σχέση εμπιστοσύνης, που διερράγη πλήρως, αμέσως μετά τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις απειλές για χώρες όπως είναι η Φινλανδία και η Σουηδία. Είχαμε γράψει σχετικά: Στόχος του Πούτιν, είναι η συντριβή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Εκτιμούμε ότι βρισκόμαστε σε ένα αρχικό στάδιο ανέγερσης ενός νέου οικονομικού, επενδυτικού και εμπορικού Σιδηρού Παραπετάσματος. Η διατάραξη των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων ανάμεσα στη Δύση και το Κρεμλίνο ήρθε για να μείνει. Οι δε επενδυτικές σχέσεις θα μπουν στον πάγο για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η μαζική αποχώρηση, η αποεπένδυση και η διακοπή δραστηριότητας ενός μεγάλου αριθμού αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών σε ρωσικό έδαφος, όπως BP, Shell, ExxonMobil, TotalEnergies, Equinor, Maersk, Goldman Sachs, JPMorgan Chase, KPMG, Ernst & Young, Deloitte, PricewaterhouseCoopers, Accenture, McKinsey, Boston Consulting, PepsiCo, Coca-Cola, Starbucks, McDonald’s, H&M, Nike, IKEA, Visa, Mastercard, American Express, Boeing, Delta Air Lines, FedEx, UPS, Apple, Alphabet (Google), Meta (Facebook), Microsoft, Disney, Youtube, Sony (Playstation), Hilton, Marriott, Hugo Boss, Uniqlo, 3M, John Deere, Amazon, WarnerMedia, TikTok,Tobacco Imperial Brands, Heineken, Universal Music Group, Swatch, Adidas, IBM, P&G, Mercedes-Benz, Nissan, Levi Strauss, Netflix, Samsung, Airbnb, Volkswagen, Honda, Oracle, Ford, BMW και άλλων, δείχνει ότι οι καταστάσεις είναι εξαιρετικά σοβαρές και κρίσιμες.
Οι αποφάσεις του Κρεμλίνου για την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων, των τοκομεριδίων των ομολογιακών δανείων και των ομολόγων του Ρωσικού Δημοσίου, μόνο σε ρούβλια, λαμβάνει χαρακτήρα συστημικού κινδύνου. Το κλείσιμο του Χρηματιστηρίου της Μόσχας και η απαγόρευση πώλησης μετοχών που έχουν στην κατοχή τους δυτικοί επενδυτές, δυναμιτίζουν το επενδυτικό κλίμα. Η διακοπή διαπραγμάτευσης των πιστοποιητικών ρωσικών μετοχών στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, συμβάλει στην επενδυτική απομόνωση της Ρωσίας.
Οι δυτικές οικονομικές κυρώσεις, που επηρεάζουν σε υπέρτατο βαθμό το εμπόριο και τις τραπεζικές συναλλαγές της Ρωσίας, θα οδηγήσουν στη διακοπή όλων των οικονομικών και εμπορικών δεσμών, ανάμεσα στη Δύση και στο Κρεμλίνο. Θα ήταν επιπόλαιο να λέγαμε ότι το Σιδηρούν Παραπέτασμα στη νέα του μορφή, δεν θα επηρεάσει τη ζωή των πολιτών στη Δύση. Είχαμε γράψει σχετικά: Είναι έτοιμη η Ευρώπη να αντέξει το τίμημα υπεράσπισης της ελευθερίας;
Το νέο οικονομικό, επενδυτικό και εμπορικό Σιδηρούν Παραπέτασμα, θα σημαδέψει τα χρόνια που έρχονται. Φυσικά και δεν θα επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία, όπως την είχε επηρεάσει ο εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος ανάμεσα, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και των ΗΠΑ, διότι τα μεγέθη της Ρωσίας είναι πολύ μικρά. Ωστόσο οι κραδασμοί θα είναι σημαντικοί και μπορεί να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Ειδικά όταν μιλάμε για μια Ρωσία, που θα απωλέσει την πρόσβασή της, στην τεχνογνωσία και την καινοτομία της Δύσης, καθώς και στον τεχνολογικό εξοπλισμό που είναι απαραίτητος για τη στρατιωτική και ενεργειακή της επιβίωση.