Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Στον πολιτικό λόγο υπάρχει μια σαφής διάκριση μεταξύ της γλώσσας της εξουσίας και της γλώσσας της «παιδείας».
Από τη μία συναντά κανείς τον εμφανή ή λανθάνοντα διατακτικό χαρακτήρα, την αοριστία, τη γενικότητα, την ταυτολογία, τον μονοσήμαντο μονόλογο και τη συνειδητή δημιουργία απόστασης και χάσματος ανάμεσα στον πομπό και τον δέκτη. Από την άλλη, μπορεί -σπάνια βέβαια- να συναντήσει τη σαφήνεια, τη διαύγεια και την ακριβολογία που επιτυγχάνεται με το λεξιλογικό πλούτο, με τις ολοκληρωμένες συντακτικές δομές και την απουσία επιτήδευσης.
Η περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα είναι ακαθόριστο αν ανήκει, έστω στην πρώτη περίπτωση. Δεν μπορεί βέβαια να συγκριθεί ούτε με τα σαρδάμ του Σημίτη ούτε με του ΓΑΠ. Ο Αλέξης συγκρίνεται επικοινωνιακά μόνο με τον Α. Παπανδρέου, ο οποίος είχε το αποκλειστικό χάρισμα να καθηλώνει τους πάντες με τον λεκτικό φετιχισμό μιας δυσνόητης αλλά γοητευτικής γλώσσας.
Μπορεί πολύ εύκολα να δηλώνει στο υπουργικό συμβούλιο ότι δεν θα ανεχτεί διγλωσσία στην πολιτική της κυβέρνησης και ταυτόχρονα να επιλέγει δια του Πάνου Καμμένου τη διγλωσσία! Μπορεί να καταφέρεται εναντίον της εθνικιστικής Δεξιάς αλλή την επόμενη στιγμή να κατανοεί με λογικά γλωσσικά άλματα τον "Μακεδονομάχο" εταίρο του.
Ο σημερινός Πρωθυπουργός δεν καταβάλλει καμία προσπάθεια να μιλήσει σωστά ελληνικά ούτε και να αρθρώσει κάποιο λογικό επιχείρημα. Δεν τον αφορά κανένας τακτικισμός ή κάποια επιτήδευση στα σχήματα λόγου, όπως θα έκανε ένας παλιός αριστερός. Οι επικλήσεις σε κλασικά μότο, παρμένα από τον Μαρξ, τη σοσιαλιστική βιβλιογραφία ή τον Μάο είναι ελάχιστες στη ρητορική του Τσίπρα από τότε που ανέλαβε την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι τρόποι πειθούς που χρησιμοποιούσε ήταν πρώτα η επίκληση στο ήθος και μετά στο συναίσθημα.
Το ακροατήριό του δεν ήταν πια το διαβασμένο κοινό της παλιάς αριστερής κουλτούρας αλλά ένα ομογενοποιημένο συνονθύλευμα ομάδων, γαλουχημένων με τα κατακάθια της πασοκικής ρητορικής. Αρκούσε λοιπόν για τον Αλέξη να είναι απλά ο εαυτός του και να επαναλαμβάνει συνέχεια αυταπόδεικτες έννοιες, όπως λαός, ανεξαρτησία, αξιοπρέπεια, προοδευτικός, ρήξη, επανάσταση και βέβαια, την πιο μαγική λέξη της Μεταπολίτευσης, την «Aριστερά».
Αν λοιπόν ο Πρωθυπουργός μας μπερδεύει τα ρήματα, τις λέξεις, τη γραμματική ή το συντακτικό, το πρόβλημα το έχουν οι άλλοι και όχι αυτός. Κάτι μειοψηφίες «εξυπνάκηδων» που πιστεύουν ακόμα στον αστικό καθωσπρεπισμό. Ο Αλέξης είναι «λαϊκός ήρως», ανώτερος κι από τον Γιώργο Θαλάσση και μάλιστα «Τεφάλ», αφού δεν του κολλάει τίποτα, όπως έλεγε η Ελένη Βλάχου για τον αείμνηστο Ανδρέα.
Στα αγγλικά και στη γραμματική θα κολλήσουμε τώρα; Όπως και να ΄χει, το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ που αποδομεί ανεπαίσθητα τον μύθο της Aριστεράς, δεν υπόκειται σε καμία μιντιακή λογοκρισία ούτε σε εποπτεία γλωσσολόγων. Είναι φορτωμένο με το βαρύ φορτίο της «λαϊκής ετυμηγορίας» κι έχει στην τσέπη του λευκή επιταγή για οποιαδήποτε αισθητική και γλωσσική επιλογή. Ο Αλέξης είναι ένας από μας και η ημιμάθειά μας ταυτίζεται με τη δική του.
Κι αν τύχει την ίδια μέρα να μιλήσει στη Βουλή κι ο Βενιζέλος με τα περίτεχνα ρητορικά του σχήματα, ο Τσίπρας εξιδανικεύεται ακόμα πιο πολύ στη συνείδησή μας.
Ας το πάρουν απόφαση όλοι αυτοί οι κατά φαντασίαν κουλτουριάρηδες που λοιδορούν και χαχανίζουν στο ίντερνετ, εθισμένοι στην αστική «γλωσσομάθεια». Ο λαός βρίσκεται και πάλι στην εξουσία και ο Πρωθυπουργός μας μιλάει άπταιστα, δύο γλώσσες. Αυτή ακριβώς που έμαθε, υποκριτικά, στα 3, 5 χρόνια, από θέσεως και αυτή που γνωρίζει διαχρονικά και εκ φύσεως.