Του Θανάση Διαμαντόπουλου
Μπορεί να υπήρξε ο βασικός ιδεολογικός του μέντορας. Ίσως ο μόνος στον οποίο όμνυε, ακόμη και την επομένη της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου -η πτώση του δεν σήμανε και πτώση των τειχών της σκέψης. Ωστόσο δεν αφομοίωσε ούτε καν το βασικότερο δίδαγμα του Μαρξ (του Καρόλου, όχι του Γκραούτσο με τις ελαστικές αρχές): «Πως τη δεύτερη φορά η Ιστορία επαναλαμβάνεται σαν κωμωδία»!
Συνακόλουθα, εν έτει σχεδόν 2020, διεκδικώντας -να ήξερα με τι νου- τα δικαιώματα επί του καιρού, θέλει να επιστρέψει, με την ίδια πολιτική παρθενία, στην προκυβερνητική του περίοδο. Έτσι, εθελοτυφλώντας μπροστά στην πολλαπλώς διατυμπανιζόμενη σημερινή ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας να απαλλαγεί από τα «επιτεύγματα» της κυβερνητικής του περιόδου (ανομία, «μπαχαλοκυριαρχία», αντιαναπτυξιακή πορεία, επενδυτική ανυδρία, άχρηστη περαιτέρω «μνημονιοκρατία»), επιδιώκει να επανέλθει στην εξουσία με σχεδόν την ίδια παρελθοντική αριστερίστικη ρητορεία και συνθηματολογία! Ανίκανος ακόμη και τώρα να απαλλαγεί από τον αρχέγονο και πρωτόγονο Σύριζα. Και με τις ίδιες ολοσχερώς πλέον ξεπερασμένες μεθόδους δράσης. Εξακολουθεί, λοιπόν, πολιτικά να «πορεύεται» με συμμετοχή σε πορείες και με εμμονή σε απορίες και «πρωτοπορίες» άλλων εποχών. Με αποτέλεσμα πλέον να προκαλεί κάτι από το οποίο ουδείς πολιτικός «θεραπεύεται»: το γέλιο, τον καγχασμό της κοινωνίας. Ενώ, όταν κάλπαζε προς την εξουσία δημιουργούσε εντελώς αντίθετα συναισθήματα: στους μεν φόβο, στους δε ελπίδα.
Και προκαλεί πλέον γέλιο, ακόμη περισσότερο τη διάχυτη κοινωνική διακωμώδηση, γιατί ο συνδυασμός της κυβερνητικής του αποτυχίας με την πασιφανή αναντιστοιχία των σημερινών συνθημάτων του προς τις ανάγκες και τα θέλω της εποχής, επιτρέπει να αναδειχθούν σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια οι παντοειδείς ελλείψεις του: η παντελής απαιδευσία, η προβληματικότητα της σκέψης -ή μάλλον η ολοσχερής αδυναμία για αναλυτική, προσγειωμένη και συγκροτημένη σκέψη- και η συνακόλουθη εμμονή του στους ιδεολογικούς παγετώνες άλλων εποχών. Οπότε είναι ίσως ώρα να θυμηθούμε και τα χαρακτηρολογικά στοιχεία που ανέδειξε, αλλά και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, για να ανέλθει στην εξουσία. Είναι, ίσως, αυτή η επαναπροσφυγή στην πρόσφατη εθνική μας ιστορία μια μέθοδος για να ολοκληρωθεί η κοινωνική θεραπεία από την αριστερίστικη ηγεμονία…
Τι έκανε λοιπόν ο Τσίπρας (μαζί με τους τότε Συμμάχους του: Λαφαζάνη, Ζωή, Βαρουφάκη, Ραχήλ Μακρή, που ήθελε να τυπώνουμε εκατομμύρια ευρώ «νομίμως» κοκ κοκ) για να καταλάβει την εξουσία; (Να την καταλάβει με την έννοια της κατάληψης ασφαλώς, γιατί με την έννοια της κατανόησης, αυτό ουδέποτε συνέβη…).
Πήρε τον θυμό του κακοπαθημένου/κακομαθημένου και τον έκανε πολεμική κλαγγή και ιαχή…
Πήρε την οιμωγή του απελπισμένου και την έκανε φυγή από την πραγματικότητα…
Πήρε τον λυγμό του πονεμένου και τον έκανε ελπίδα…
Πήρε την οργή του ανεύθυνου (πχ του απλήρωτου ιδιωτικού υπάλληλου), την ένωσε με την οργή και τη φωνή του δήθεν «ανεύθυνου» (πχ του κρατικοδίαιτου βολεμένου συνδικαλιστή, του πολυσυνταξιούχου, του μεγαλοφοροφυγά κοκ) και την έκανε κατάρα κατά των «παλιών», εξ ορισμού «ενόχων» πολιτικών…
Πήρε την εθνική αδυναμία και τη μετασχημάτισε –βουλησιαρχικά και ασύστολα- σε υπόσχεση και προοπτική…
Πήρε τα ρετάλια, τα ρεμάλια, τους αποτυχημένους, τους ανεπάγγελτους, τους αυτεπάγγελτα αυτοαναναγορευθέντες σε σωτήρες του έθνους, τους ψεκασμένους, τους απογειωμένους, ακόμη και τους διανοητικά διασαλευμένους και τους έκανε υπουργούς, διοικητές, προέδρους κοκ…
Πήρε την αμάθεια και την όρισε ως αξία με τον ίδιο τρόπο που επρόκειτο αργότερα να ορίσει τα ΤΕΙ ως πανεπιστημιακή παιδεία…
Πήρε τη ρητορεία των καταλήψεων και την έκανε μπούσουλα των κυβερνήσεων…
Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, πήρε τα κάθε λογής θέλω και τα έκανε πολιτικό πρόγραμμα. Πρόγραμμα υλοποιήσιμο, μάλιστα, με ένα νόμο και ένα άρθρο… Να μη χάνουμε χρόνο!
Το ευτύχημα, λοιπόν, είναι πως σήμερα –την ώρα που αυτός και τα στελέχη του μιλάνε για «αστυνομικό κράτος», για «κανιβαλισμό της υποδοχής των μεταναστών», για «προστασία μόνο των μεγάλων», για «ενδοτικότητα στους ισχυρούς της γης» (αυτός που είδε «καλό» στη «σατανικότητα» του Τραμπ!) κοκ- η κοινωνία δεν στέκεται πια στην «ελπίδα» που ενσαρκώνουν -ή στον φόβο που παράγουν- οι απειλές του, ως έμμεσο ανεστραμμένο αυριανό κυβερνητικό του πρόγραμμα. Στέκεται στις «πατάτες» του που προκαλούν γέλιο: στο 3 στα 14 που είναι κάτω από το 3%... Στην ανάγκη των Ελλήνων της ναζιστικής κατοχής να αναζητούν αξιόπιστη ενημέρωση σε γερμανικά μέσα ενημέρωσης που δεν υπήρχαν (αλλά, αν υπήρχαν, είναι μάλλον απίθανο να λειτουργούσαν εξυψωτικά για το εθνικό φρόνημα των συμπατριωτών μας)… Στους κωμικοτραγικούς βιασμούς της ελληνικής γλώσσας… Κοκ… Κοκ.
Τούτων δοθέντων…
Στην πολιτική βέβαια ποτέ δεν μπορείς να λες ποτέ –όπως και στον έρωτα, και για ορισμένους ακαλαίσθητους άλλωστε παραμένει ερωτεύσιμος. Εύλογα μπορεί να προσδοκάται ωστόσο πως, εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν κάνει τη μεγάλη γκάφα, που προς το παρόν δεν δείχνει διατεθειμένη, κάθε επόμενη δημοσκόπηση θα φέρνει στην ελληνική κοινωνία έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Μαζί και ένα χαμόγελο… (Έστω και να η αίσθηση του χιούμορ της τέθηκε υπό αμφισβήτηση την εποχή που καθιστούσε κοινοβουλευτικούς ηγέτες τον Λεβέντη και τον Καμμένο…)