Πώς μεταφέρθηκε το εικαστικό σύμπαν των αρχαίων στη νεότερη ελληνική τέχνη; Πολλοί, βλέποντας την αγωνία του νεότευκτου κράτους να συνδεθεί με τον αρχαιοελληνικό κόσμο, μιλούν απλώς για ένα ιδεολόγημα που συνδέθηκε με το κίνημα του ρομαντισμού στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, ο απόηχος της μνημειακής κληρονομιάς – ακόμη και των ερειπίων της – υπήρξε συνεχής και γόνιμος ως τις μέρες μας σε ένα ευρύ φάσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, κάτοχος μιας σπουδαίας συλλογής έργων τέχνης που είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε στο Μπενάκη της Πειραιώς (Μάρτιος 2018), επιχειρεί, όχι μόνο να δείξει τη βαθιά επίδραση των μαστόρων της αρχαιότητας στους Έλληνες δημιουργούς, αλλά και να δώσει απαντήσεις στο βαθύ και διαχρονικό αποτύπωμα του αρχαίου κόσμου στο νεότερο ελληνισμό.
Το πρώτο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της χώρας άνοιξε τις αποθήκες του και από τον Δεκέμβριο παρουσιάζει στην Καβάλα μια επιλογή έργων στην έκθεση με τίτλο «Σημείο συνάντησης. Αρχαιολογία και τέχνη σε συνομιλία, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας». Το γεγονός, που φέρνει για πρώτη φορά ονόματα στο μουσείο, όπως ο Γύζης και ο Τσαρούχης, κατορθώνει την ώσμωση της ιστορίας με την τέχνη χωρίς να κατευθύνει ή να προσπαθεί εκβιαστικά να συνδέσει ένα έργο με ένα της νεότερης ιστορίας της τέχνης. Είναι μεγάλο το ρίσκο για τέτοιες αναφορές, και θα απαιτούσε να θέσουμε θέματα αισθητικής ευρύτερα, ώστε οι αναφορές να μην γίνουν συγκρίσεις. Το επιτυχημένο εγχείρημα πιστώνεται στην επιμελήτρια της έκθεσης, ιστορικό τέχνης Χάρι Κανελλοπούλου, αλλά και στους ανθρώπους του μουσείου, με τον αρχαιολόγο Μιχάλη Λυχούνα να έχει τον γενικό συντονισμό.
Απαντήσεις για τις επιδράσεις του αρχαίου κόσμου στη νεοελληνική τέχνη έδωσαν την Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου ιστορικοί, αρχαιολόγοι και ερευνητές στην συνάντηση, που διοργανώθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας και το Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος. Η εκδήλωση έλαβε χώρα στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης και ήταν μια ολοζώντανη διδασκαλία προς το ευρύτερο κοινό, χωρίς εκπτώσεις και χωρίς υποτιμήσεις.
Ξεκινώντας από το έργο του Ν. Γύζη «Έρως και Κένταυρος» (συλλογή της ΤτΕ), ο ερευνητής της Ακαδημίας Αθηνών Γιάννης Γαλερίδης μίλησε για τις διαφορετικές απεικονίσεις του μυθολογικού Κενταύρου στην ελληνική και ευρωπαϊκή ζωγραφική του 19ου και 20ού αιώνα, τονίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο κλασικός μύθος συμβαδίζει με τις επιδράσεις ευρωπαϊκών ρευμάτων στην ελληνική ζωγραφική.
Με αφορμή την εμφάνιση ζωγραφικών έργων των Γιάννη Τσαρούχη, Γεώργιου Ιακωβίδη και Ορέστη Κανέλλη στο χώρο του Μουσείου, όπου εκτίθενται γυναικείες γλυπτές μορφές από την Αμφίπολη, η Γλαύκη Γκότση, ιστορικός τέχνης και διδάσκουσα στο Ανοικτό Ελληνικό Πανεπιστήμιο, παρουσίασε βασικούς εικονογραφικούς τύπους που ακολουθούνται στην απεικόνιση γυναικείων μορφών στην ελληνική ζωγραφική του 19ου και 20ού αιώνα, αναλύοντας το περιεχόμενο που τύποι αυτοί λαμβάνουν.
Το έργο του Νικηφόρου Λύτρα «Νασρεντίν Χότζας» στάθηκε η αφορμή για την ανακοίνωση του Μιχάλη Λυχούνα, η οποία περιστράφηκε γύρω από τον Οριενταλισμό ως εικαστικό, πολιτισμικό και πολιτικό φαινόμενο. Η γοητεία της Ανατολής ώθησε γνωστούς ζωγράφους, κυρίως της γαλλικής σχολής, να την πραγματευθούν ως πηγή φωτός της Κλασικής Αρχαιότητας, αλλά και με το πλούσιο φυσικό φως της σύγχρονης πραγματικότητας των μουσουλμάνων κυρίως κατοίκων της. Παράλληλα, ο ομιλητής εστίασε στις περιπτώσεις ζωγράφων από την Κωνσταντινούπολη Θεόδωρου Ράλλη και Osman Hamdi Bey, οι οποίοι φιλοτέχνησαν θέματα με περισσότερο ηθογραφική παρά εξωτική προσέγγιση και χωρίς εκτεταμένη χρήση του αρχαιοελληνικού αποθέματος, παρά την καταγωγή του ενός και την ενασχόληση του άλλου με την αρχαιολογία.
Ο έφορος της συλλογής Έργων Τέχνης της Βουλής των Ελλήνων Θοδωρής Κουτσογιάννης παρουσίασε πώς στο πλαίσιο της «ελληνομανίας» και του «goût grec» του γαλλικού Νεοκλασικισμού η Ελλάδα απεικονίζεται μέσα από το φίλτρο της Αρχαιότητας. Συνέχισε με αναφορά στο ιδιαίτερο στιλ “Greek Revival”, το οποίο ξεκίνησε από τη Μεγάλη Βρετανία και καθιέρωσε το ελληνικό ύφος και τα αρχαιοελληνικά μνημεία ως πρότυπα του ευρύτερου Νεοκλασικισμού σε γερμανικές περιοχές της Ευρώπης και στις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η αρχαιολατρία αυτή οδήγησε και στον Φιλελληνισμό, που βοήθησε αποφασιστικά στην ευτυχή έκβαση του ελληνικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας, οπότε η φιλελληνική εικονογραφία αξιοποιεί εκ νέου τα κλασικά ελληνικά πρότυπα για να απεικονίσει τους Έλληνες της εποχής και συνολικά την Ελλάδα.
Ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρης Παυλόπουλος εστίασε το ενδιαφέρον του στην ιδιαίτερη κατηγορία χαρακτικών με θεματογραφία αρχαιοελληνική που υπάρχουν στη Συλλογή έργων τέχνης της Τράπεζας της Ελλάδος. Πρόσωπα και τοπία της ελληνικής αρχαιότητας παρουσιάζονται σε ξυλογραφίες σε πλάγιο και όρθιο ξύλο, χαλκογραφίες με οξύ, και λιθογραφίες. Καθώς η χαρακτική είναι δίδυμη αδελφή της τυπογραφίας, υπηρέτησε κάθε είδους έντυπο. Τα συγκεκριμένα εξαιρετικά τυπώματα, φιλοτεχνημένα τόσο από σπουδαίους Έλληνες, όπως οι Δημήτρης Γαλάνης, Γιάννης Κεφαλληνός, Αλέξανδρος Κορογιαννάκης, Βάσω Κατράκη, όσο και από σημαντικούς αλλοδαπούς καλλιτέχνες, ανάμεσα στους οποίους διακρίνεται ο Pierre Bouillon, αντλούν από αρχαιοελληνικούς μύθους, χωρίς να τους αντιγράφουν απλώς.
Η επιμελήτρια της έκθεσης Χάρις Κανελλοπούλου μίλησε για την εισαγωγή του αρχαίου κόσμου στην αρχιτεκτονική και τη γλυπτική του 19ου και του 20ού αιώνα. Στον 19ο αιώνα η επιλογή της σύνδεσης με το αρχαιοελληνικό παρελθόν αφορά και τον καθορισμό ενός νέου ιδεολογικού προσανατολισμού της χώρας μέσω του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού. Υπό αυτό το πρίσμα, το παράδειγμα της διακόσμησης της Ακαδημίας Αθηνών από τον Λεωνίδα Δρόση αντανακλά το ενδιαφέρον των γλυπτών της εποχής για τη δημιουργία αντιγράφων έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Παράλληλα, μυθολογικά θέματα αναδεικνύονται από καλλιτέχνες όπως ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο οποίος μεταξύ άλλων φιλοτεχνεί και την Κεφαλή Σατύρου (Συλλογή της Τράπεζας της Ελλάδος). Μέσα από τα κλασικιστικά πρότυπα, το καλλιτεχνικό κάλλος ταυτίζεται με τις αξίες του «καλού» και «αγαθού», ενώ κατά τον 20ό αιώνα οι γλύπτες που αναφέρονται θεματικά στην αρχαιότητα την εμπλουτίζουν παράλληλα με νέα εκφραστικά στοιχεία του μοντερνισμού.
Μετά το τέλος των εισηγήσεων, ακολούθησε συναυλία με τίτλο «Παν ο μέγας τέθνηκε!», με την υψίφωνο Τζούλια Σουγλάκου και τη σολίστ κλασικής κιθάρας Κορίνα Βουγιούκα, όπου παρουσιάστηκαν έργα των Debussy, Pergolesi, Offenbach, Μ. Χατζιδάκι και άλλων συνθετών.