Στο άρθρο του στην Καθημερινή της περασμένης Κυριακής, ο Αρίστος Δοξιάδης επισημαίνει τον κίνδυνο ο δημόσιος διάλογος για την οικονομία να περιοριστεί στο δημοσιονομικό έλεγχο και κυρίως στις κρατικές σπατάλες (άλλοι τις ονομάζουν «δαπάνες») και θυμίζει ότι ο τρόπος να περιορίσουμε την εξάρτηση από τον εξωτερικό δανεισμό και τους κινδύνους που αυτός εγκυμονεί είναι είτε να περιορίσουμε την κατανάλωση είτε να αυξήσουμε την παραγωγή και τις εξαγωγές. Μας καλεί εκτός από τους δημοσιονομικούς δείκτες να παρατηρούμε και τον Δείκτη Οικονομικής Πολυπλοκότητας (Economic Complexity Index - ECI). Έχει εξηγήσει τι είναι αυτός ο δείκτης και γιατί είναι σημαντικός σε άρθρο του, πριν από μερικούς μήνες, ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος, εδώ στο Liberal:
«Ο δείκτης ECI, μετρά τις παραγωγικές δυνατότητες των οικονομιών, την απόκτηση γνώσης και τεχνογνωσίας και την ενσωμάτωση της τεχνογνωσίας αυτής στην οικονομική δραστηριότητα. O δείκτης καταγράφει επίσης τις εξαγωγικές δυνατότητες των οικονομιών, την ποικιλία και το εύρος των προϊόντων που εξάγονται, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, καθώς και την προστιθέμενη αξία που προσφέρουν. Αρκετοί οικονομολόγοι εκτιμούν ότι ο Δείκτης Οικονομικής Πολυπλοκότητας, είναι ο πλέον αξιόπιστος μηχανισμός πρόβλεψης της αύξησης του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, καθώς ποσοτικοποιεί τις πτυχές που θα οδηγούν μια οικονομία στη μακροχρόνια και όχι στη συγκυριακή ανάπτυξη. Τέλος, οι αναλυτές του ECI, εστιάζουν περισσότερο στη θέση στην οποία κατατάσσεται η οικονομία κάθε χώρας και λιγότερο στη βαθμολογία της».
Η Ελλάδα, σύμφωνα με όσα διαβάζουμε στο άρθρο του Α. Δοξιάδη, σε αυτό τον δείκτη, είναι εδώ και πολλά χρόνια σε χειρότερη θέση από ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, πάνω μόνο από Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία και Μολδαβία και συμπληρώνει ότι η κατάσταση αυτή δεν αλλάζει εύκολα, μέσα σε δύο και τρία χρόνια αλλά απαιτείται ένας μακροχρόνιος σχεδιασμός ώστε να μπορούμε να δούμε αποτελέσματα μέχρι το 2030.
Όποιος διαβάζει το άρθρο και χωρίς να έχει ιδιαίτερα βαθιές γνώσεις των οικονομικών αρχίζει και σκέφτεται πόσο εφικτό είναι αυτό σήμερα όταν το πολιτικό σύστημα δεν συμφωνεί σε τίποτα.
Πόσο εφικτό είναι να καταγράψουμε καλύτερες επιδόσεις στους δείκτες που δηλώνουν ποια χώρα παράγει πλούτο, όταν για παράδειγμα κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης γίνεται δεκτή από την άλλη πλευρά με συνθήματα και όχι με θέσεις; Μόλις προχθές πάλι διαβάζαμε στα ΝΕΑ άρθρο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ που μήνες μετά την ψήφισή του το μόνο που είχε να γράψει ήταν ότι η μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης είναι «ασφαλιστικό Πινοτσέτ». Είναι αυτά σοβαρά πράγματα;
Και η ίδια η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα μπορούσε να είχε εμφανιστεί πιο συναινετική. Ήταν μια θεμελιώδης προεκλογική υπόσχεση το 2019, άλλωστε. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να πάρει την πρωτοβουλία να συγκροτήσει μια διακομματική επιτροπή για τη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης, να λάβει σχετικές πρωτοβουλίες σε κάθε κρίσιμο επίπεδο: από την Παιδεία και την Πολιτική Προστασία μέχρι την Οικονομία. Αυτό θα ήταν πραγματική, ουσιαστική επίδειξη δύναμης. Κι ας μην ανταποκρινόταν ο ΣΥΡΙΖΑ.
Μην παρεξηγηθούμε, επειδή η συγκυρία είναι «περίεργη»: Όχι. Δεν είμαστε υπέρ των πολυκομματικών κυβερνήσεων και αυτό το έχουμε ξεκάθαρο μέσα στο κεφάλι μας. Αυτή η συζήτηση δεν αφορά τη διαχείριση, τη διακυβέρνηση αλλά θεμελιώδεις στρατηγικές επιλογές της χώρας. Άλλωστε, οι Έλληνες όταν δηλώνουν ότι επιθυμούν πολυκομματική κυβέρνηση στην πραγματικότητα εννοούν ότι θέλουν να βλέπουν μια διάθεση εθνικής συνεννόησης. Τρεις διχασμοί μέσα σε 90 χρόνια ήταν πολύ διδακτικοί κι ακόμα κι αν δεν το παραδεχόμαστε όλοι ανοιχτά, έχουμε δει ότι δεν οδηγούν πουθενά.
Όταν λοιπόν η χώρα βρεθεί ψηλότερα στον Δείκτη Οικονομικής Πολυπλοκότητας δεν θα είναι μόνο γιατί η οικονομία της θα έχει εκσυγχρονιστεί αλλά και γιατί το πολιτικό της σύστημα θα έχει ενηλικιωθεί. Μπορούμε, όμως, να αισιοδοξούμε; Να το σκεφτούμε. Και να το συζητήσουμε.