Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Τα 100 άτομα που κλείνουν το κέντρο της Αθήνας, οι 50 συνδικαλιστές που αποφασίζουν απεργία, οι 80 φοιτητές που ψηφίζουν κατάληψη, οι πέντε γονείς που λογοκρίνουν την καθηγήτρια στο σχολείο για τα θρησκευτικά, ο τρελός της πολυκατοικίας που δεν πληρώνει κοινόχρηστα, ο κομπλεξικός με το παπάκι που κινείται στη Συγγρού στην αριστερή λωρίδα, κάθε μειονότητα που κραυγάζει για να προκαλέσει τους άλλους. Όλοι αυτοί που καπηλεύονται την μεγαλοψυχία και την ανοχή της δημοκρατίας για να επιβληθούν στις πλειοψηφίες της.
Η αδυναμία με την κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι η ανοχή που επιδεικνύει στις υπερβάσεις της κάθε μειοψηφίας. Και για να μην παρεξηγηθώ, υπογραμμίζω την λέξη ανοχή σε αντίθεση με την ανεκτικότητα που είναι τελείως διαφορετικό πράγμα.
Βεβαίως, το συγκεκριμένο πολίτευμα είναι τόσο εύθραυστο όσο και οι διαθέσεις των πολιτών που το στηρίζουν. Υπάρχει ποιότητα στην κοινωνία, υπάρχει και στην δημοκρατία. Συγκοινωνούντα δοχεία είναι τα δύο μεγέθη που αλληλοπροσδιορίζονται στο αποτέλεσμα.
Το ζήτημα της ανεξέλεγκτης δράσης των μειοψηφιών στην Ελλάδα είναι παλιό. Αποτελεί προνόμιο της Αριστεράς με εξαίρεση την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής την τελευταία δεκαετία. Ασφαλώς, η δράση της κάθε ομάδας θα είχε τον ποσοτικό της αντίκτυπο αν δεν υπήρχαν μηχανισμοί διόγκωσης της επιρροής της στην κοινή γνώμη.
Το πρόβλημα όμως, δεν βρίσκεται μόνο στις αγκυλώσεις του πολιτικού συστήματος. Η καθημερινότητά μας είναι γεμάτη από διάφορες περιπτώσεις περίεργων ατόμων ή ομάδων που παραμένουν στο απυρόβλητο, εξαιτίας της ιδιότυπης ελληνικής κουλτούρας να τις ανέχεται, εις βάρος της κοινωνίας και των πολιτών.
Και όσο περισσότερο διαρκεί μέσα στο χρόνο η ανοχή, τόσο περισσότερο γίνεται καθεστώς η πρόκληση της απόκλισης ως μέσο επιβολής δικαίου.
Το αποτέλεσμα είναι οι πάντες να θεωρούν ότι η «νομιμότητα» είναι με το μέρος τους, μολονότι η επίσημη νομοθεσία, το Σύνταγμα, οι θεσμοί και η πλειοψηφική ηθική δεν τους δικαιολογεί τις πράξεις ή τις συμπεριφορές.
Αφού λοιπόν, η επανάληψη της απόκλισης ή της παραβατικότητας νομιμοποιεί την συνήθεια, τότε ολόκληρο το σύστημα υποτάσσεται στην «τρελή» μειοψηφία που δεν λογαριάζει ούτε κανόνες ούτε αξίες, Παρά μόνο τις ολοκληρωτικές της αρχές που εκπορεύονται από το «αυτιστικό» ηθικό της πλεονέκτημα. Του δήθεν ηττημένου ή του αδικημένου. Είτε πρόκειται για κάποιο δόγμα (Αριστερά, Θρησκεία κτλ) είτε για τον αδύναμο οδηγό που δεν αντιλαμβάνεται τον θανάσιμο κίνδυνο, οδηγώντας με θράσος, το μηχανάκι του…
Η λύση βρίσκεται στην αλλαγή νοοτροπίας . Όχι μόνο στις εξουσίες αλλά και στην στάση που όλοι μας έχουμε απέναντι στον φασισμό της μειοψηφίας. Όχι μόνο στην πάταξη κάθε μικρού «δικτάτορα» σε πανεπιστήμια, συλλόγους και συνδικάτα. Αλλά και στην απομόνωση ατόμων που θεωρούν το αρρωστημένο τους «δίκαιο» πανίσχυρο επειδή οι πλειοψηφίες αδιαφορούν και δεν χρησιμοποιούν την κραυγή για να ανταπεξέλθουν.
Η βασική αιτία που αυτή η κοινωνία δεν απαλλάσσεται από τα συμπλέγματά της είναι η ανυπεράσπιστη δημοκρατία της που βάλλεται συνεχώς από τον φασιστάκο της διπλανής πόρτας. Τον αδικημένο και παραπονεμένο για την ατυχία του. Αυτόν που προτάσσει συνεχώς τον ολοκληρωτισμό του, κλείνοντας τον δρόμο στους άλλους που θέλουν να κινηθούν.