Του Κυριάκου Αθανασιάδη
O Χους είναι εννιάρι στην μπάλα. Παλιό κλασικό εννιάρι. Ψηλό και γερό παιδί, αν και όχι βαρύ, δύσκολα θα πέσει έτσι και δεν του κάνεις γερό τάκλιν. Καλός στο ψηλό παιχνίδι και με επιτόπιο άλμα που το ζηλεύεις. Κρατάει μπάλα και τη μοιράζει σωστά. Και, ναι: ξεχωρίζει στο γήπεδο. Και μ' αυτό το περίεργο μαλλί… ε, ξεχωρίζει ακόμη περισσότερο. Είναι και όμορφος ο άτιμος. Και η κίτρινη φανέλα τού πάει διαολεμένα.
Κι αυτό εδώ είναι το πρώτο επίσημό του παιχνίδι. Αλλαγή-ξεαλλαγή, χασομέρια-ξεχασομέρια, τρελαίνεται με την ιδέα ότι θα μπει και θα παίξει το πρώτο του ματς με την Εθνική ανδρών. Έστω και για αυτά τα λίγα λεπτά. Έστω κι αν χάσουν τελικά. Που θα χάσουν. Ο προπονητής του δεν τον έβαλε για να γυρίσει το αποτέλεσμα. Το 3-0 δεν γυρίζει μέσα σε τρία λεπτά. Τον έβαλε μόνο και μόνο επειδή τραυματίστηκε ο βασικός σέντερ φορ.
Αλλά τι σημασία έχει. Φίλε, δεν έχει καμία σημασία.
Όταν ο τέταρτος του δίνει την άδεια να μπει, ο Χους είδε το γήπεδο —όλο το γήπεδο: τους παίκτες, τις μισογεμάτες κερκίδες, τον ουρανό από πάνω, όλα, όλα— σαν μέσα από το νερό. Σαν να ήταν στον βυθό και να κοιτούσε από κάτω προς την επιφάνεια. Και πάνω, πάνω και πέρα από την επιφάνεια.
Ξεφύσησε λίγο, έσκυψε για να ακουμπήσει το χορτάρι, έφερε βιαστικά τις παλάμες του στα μάγουλα και έτρεξε στη θέση του. Η φανέλα του είχε το νούμερο 18. Και του πήγαινε το κίτρινο, διαολεμένα. Κάποιοι χειροκρότησαν από τις κερκίδες βλέποντάς τον να τρέχει προς τη σέντρα. Πολλοί, πάλι, είχαν ήδη σηκωθεί και έφευγαν.
Και το παιχνίδι ξανάρχισε. Για τα λίγα, διαδικαστικού χαρακτήρα, λεπτά που απέμεναν. Αυτά τα λεπτά που θες όσο τίποτε άλλο να τελειώσουν για να πας στα αποδυτήρια να κάνεις ένα ντους και να ξαναβρείς την ανάσα σου. Και να αναλογιστείς τι έφταιξε και έχασες. Τι έφταιξε τέλος πάντων και χάσατε. Τι πήγε στραβά αυτή τη φορά.
Όλοι περίμεναν να σφυρίξει τρεις φορές ο διαιτητής για να τελειώσει και να φύγουν.
Όλοι, εκτός από τον Χους.
Αλλά βέβαια αυτό το ήξερε μόνο ο ίδιος. Ή άντε τέσσερις-πέντε άλλοι.
Οι παίκτες της αντίπαλης Εθνικής παίζουν πάσες στο κέντρο. Δεν χρειάζεται να επιτεθούν. Το 3-0 τούς αρκεί. Προκρίνονται. Παίζουν πάσες στο κέντρο, σχεδόν βαριεστημένα, αλαζονικά και επαγγελματικά μαζί, μέχρι που βρίσκονται να μην έχουν την μπάλα στην κατοχή τους. Εκείνος ο ψηλός που μπήκε αλλαγή, ο μελαχρινός πιτσιρικάς —μα ποιος είναι αυτός;—, χώθηκε ανάμεσά τους τρέχοντας σαν μανιακός και την έκλεψε. Και τώρα τρέχει ανεμίζοντας χέρια και πόδια προς τη μεγάλη τους περιοχή.
Διάολε, ποιος είναι αυτός, το ματς τελειώνει — τελείωσε.
Το σέντερ μπακ κάνει ένα σπριντ για να τον ανακόψει. Καταλαβαίνει πως δεν τον προλαβαίνει όταν είναι πια πολύ αργά. Πέφτει για ένα τελευταίο τάκλιν, αλλά εκείνος ο τύπος με το 18 στρίβει λίγο προς τα δεξιά και τον αποφεύγει. Και, από το τίποτα, είναι πια μόνος με τον τερματοφύλακα. Τι θα κάνει, θα τον τριπλάρει κι αυτόν;
Όχι. Σουτάρει.
Είναι ένα δυνατό, φαλτσαριστό σουτ. Η μπάλα κατευθύνεται προς το δεξί παραθυράκι της εστίας, και ο τερματοφύλακας ξέρει πως δεν μπορεί να τη φτάσει από το σημείο όπου βρίσκεται. Εκτός και αν βγει άουτ, ή αν χτυπήσει στο δοκάρι.
Τι γίνεται; Τι θα γίνει;
Κανείς δεν ξέρει. Ούτε καν ο Χους.
Που δεν θα περιμένει να δει πού θα καταλήξει η μπάλα. Γιατί ο Χους στρίβει και συνεχίζει να τρέχει. Όχι προς την εστία, αλλά προς την κάμερα στο σημαιάκι του κόρνερ.
Τρέχει, και πέντε μέτρα πριν λυγίζει τα πόδια και σέρνεται με τα γόνατα προς την κάμερα, σφίγγοντας ταυτόχρονα τις γροθιές του. Και τα δόντια. Και τα μάτια του λάμπουν. Παρά την ήττα.
Και είναι όμορφος, κι εκείνη η κίτρινη φανέλα της Εθνικής Σουηδίας τού πηγαίνει διαολεμένα.
Και όλα σωπαίνουν.
Και η μπάλα; Τι απέγινε η μπάλα;
Λοιπόν, δεν έχει σημασία. Γιατί, από τη στιγμή που έφυγε από το πόδι του, κάποιοι θεατές εκεί στα Επίσημα πετάχτηκαν από τις θέσεις τους και φώναξαν, χωρίς να βλέπουν, χωρίς να ξέρουν, χωρίς να τους νοιάζει, και χωρίς να έχει σημασία, «Γκόοοοοολ!»
ΥΓ. Διάβασα προχθές μία ανάρτηση του συγγραφέα Δώρου Αντωνιάδη. Αυτήν: «Ο Χους πάει στη Σουηδία. Έφυγε… Έτσι ξαφνικά. Όπως ξαφνικά μπήκε στη ζωή μας πριν από έξι μήνες. Κι εμείς τώρα πρέπει να μονταριστούμε ξανά. Κι από πέντε να ξαναγίνουμε τέσσερις. Του υποσχέθηκα πως θα πάω να τον δω να παίζει ποδόσφαιρο στην Εθνική Σουηδίας. Κι αυτός μου είπε πως θα βρεθούμε νωρίτερα, γιατί το καλοκαίρι θα επιστρέψει στην Ελλάδα, για να πάει ξανά κατασκήνωση. Προσπάθησα να του χαμογελάσω, αλλά τα χείλη μου δεν υπάκουσαν. Καλό ταξίδι, Χουσεΐν!» Αν δεν έχετε πατήσει ήδη τον σύνδεσμο, πατήστε τον τώρα, πριν συνεχίσετε την ανάγνωση.
…Ευχαριστώ. Αυτός είναι ο Χους, λοιπόν. Το αγόρι που παίζει στη θάλασσα.
Επικοινώνησα με τον φίλο συγγραφέα και του ζήτησα να μου εξηγήσει τι εννοούσε — γιατί ούτε ήξερα, ούτε είχα καταλάβει. Και μου είπε:
«Ο Χουσεΐν είναι από τη Συρία και είναι ένα από τα πολλά ανήλικα και ασυνόδευτα προσφυγάκια που ζουν στη χώρα μας. Ήρθε στη ζωή και την οικογένειά μας (έχουμε με την Αγγελική δύο αγόρια 10 και 8 ετών, και ο Χουσεΐν είναι 12) μέσω ενός προγράμματος προσωρινής αναδοχής της ΜΚΟ ΜΕΤΑδραση για παιδιά που “ξέμειναν” μόνα τους εδώ, στην προσπάθειά τους να καταλήξουν σε μιαν άλλη ευρωπαϊκή πόλη και να ενωθούν (ή να επανενωθούν) με κάποιον δικό τους άνθρωπο εκεί. Και σήμερα το πρωί πέταξε στη Σουηδία για να ξαναβρεί την αδελφή του…»
Τον ευχαριστώ πολύ, για όλα.