Του Σάκη Μουμτζή
Το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού είναι γνωστό. Είναι μια πολιτική κριτική, χωρίς κραυγές, προς τον επόμενο πρωθυπουργό, τον Κώστα Καραμανλή.
Είναι γεγονός πως επί πρωθυπουργίας Σημίτη η Ελλάδα είχε, για πρώτη φορά, μια συγκροτημένη στρατηγική απέναντι στην Τουρκία.
Εκτίμησε πως η βελτίωση των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων περνούσε μέσα από την ενταξική πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ. Γι΄αυτό προέκυψε και η Συνθήκη του Ελσίνκι που αποτύπωνε με τον καλύτερο τρόπο αυτήν την στρατηγική της κυβέρνησης Σημίτη.
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν η συνθήκη του Ελσίνκι ήταν προς την θετική κατεύθυνση, αλλά αν η πολιτική που υποστήριζε ήταν σωστή. Δηλαδή, αν ήταν σωστή η εκτίμηση πως η Τουρκία επιθυμούσε την, πάση θυσία, ένταξη της στην ΕΕ, και ως εκ τούτου θα επιζητούσε την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών της με την Ελλάδα.
Η Ιστορία έχει αποδείξει πως η Τουρκία ήταν και παραμένει μια αναθεωρητική δύναμη. Αυτή είναι μια αντίληψη με βαθύ ιστορικό βάθος. Οι ελίτ της Τουρκίας θεωρούσαν και θεωρούν πως οι διεθνείς συνθήκες, μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους, αδικούν την πατρίδα τους και ως εκ τούτου, είναι πάγια πολιτική επιδίωξη η αναθεώρηση τους.
Είναι προφανές πως μια αναθεωρητική δύναμη δεν μπορεί να αποδεχθεί και να συμμετάσχει στις διαδικασίες που ρυθμίζουν τις σχέσεις των κρατών της ΕΕ. Αυτές είναι διαδικασίες επίλυσης των οποιωνδήποτε διαφορών με διάλογο και αμοιβαίους συμβιβασμούς.
Αυτό είναι ένα Ευρωπαϊκό κεκτημένο το οποίο ουδέποτε αποδέχθηκε η Άγκυρα. Ο δε Κ.Σημίτης θα έπρεπε να γνωρίζει τους στρατηγικούς στόχους της Τουρκίας και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί, από την κρίση στα Ίμια, την οποία χρεώθηκε μάλλον άδικα.
Δεν είχε ορκιστεί καν πρωθυπουργός, όταν άρχισαν να κλιμακώνονται τα γεγονότα. Άλλωστε και η επιλογή, ως τρόπου επίλυσης μιας διαφοράς, το casus belli έθετε αφετηριακά, περιορισμούς στην στρατηγική Σημίτη.
Συνεπώς, με βάση την δική του αντίληψη για τα Ελληνο-Τουρκικά, ο Κ.Σημίτης καλώς εγκαλεί τον Κ.Καραμανλή για το γεγονός πως δεν εκμεταλλεύτηκε τις πρόνοιες της συμφωνίας του Ελσίνκι.
Ο Κ.Καραμανλής ηγείτο—είναι πλέον κοινός τόπος—μιας κυβερνήσεως αργών ρυθμών. Η κυβέρνηση του ήταν μια χαλαρή κυβέρνηση. Όμως υπήρχαν και δύο άλλοι παράγοντες που—εν τινί μέτρω—θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την συγκεκριμένη αβελτηρία του.
Απέναντι του είχε έναν πρωθυπουργό, άρτι εκλεγέντα, του οποίου ουδείς γνώριζε τότε τους σχεδιασμούς του. Επιπροσθέτως, ο Τ. Ερντογάν είχε και στενές προσωπικές σχέσεις με τον Κ.Καραμανλή. Όποιος πιστεύει πως οι προσωπικές σχέσεις δεν διαμορφώνουν γεγονότα, ας ξαναδιαβάσει την Ιστορία.
Ο Τ. Ερντογάν, μέχρι το 2009, εκινείτο στα ρηχά νερά, γιατί επιδίωκε να σταθεροποιήσει το καθεστώς του, απέναντι στο οποίο το κεμαλικό κατεστημένο ήταν εχθρικό. Το γεγονός—τομή για την πορεία της Τουρκίας ήταν τα γεγονότα του Ναβή-Μαρμαρά, στα τέλη Μαΐου 2010. Ο Τ. Ερντογάν είχε αντιληφθεί πως δεν μπορούσε να ηγηθεί του σουνιτικού Ισλάμ, ενώ διατηρούσε προνομιακές σχέσεις με το Ισραήλ. Από εκείνη την στιγμή ήταν σαφές πως ελάχιστα τον ενδιέφερε η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Στρατηγικός του στόχος ήταν η αναβίωση του Χαλιφάτου.
Ετσι λοιπόν φαίνεται πως η κυβέρνηση Σημίτη υπερ-επένδυσε στην στρατηγική της εξομάλυνσης των σχέσεων της Ελλάδος με την Τουρκία, μέσω της ενταξιακής της πορείας, υποβαθμίζοντας με αυτόν τον τρόπο την πολιτική της αποτροπής.
«Μα αυτά είναι, εκ των υστέρων, συμπεράσματα», θα πει ο αναγνώστης.
Σωστά. Μόνον που αυτά τα οποία διαγιγνώσκει ο κοινός νους εκ των υστέρων, οι πολιτικοί ηγέτες οφείλουν να τα διαγιγνώσκουν εκ των προτέρων. Πολύ δε περισσότερο, όταν η Ιστορία μιλά από μόνη της.