Τις τελευταίες μέρες, στον δημόσιο διάλογο που μαίνεται - και καλώς μαίνεται - για τις υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης που αποκαλύπτονται η μία μετά την άλλη, όπως ήταν αναμενόμενο εμφανίστηκαν και εκείνοι που εκατέρωθεν του πολιτικού φάσματος εκμεταλλεύονται αυτή την αφορμή με μόνο, ή έστω με κύριο, εμφανή σκοπό να πλήξουν τους κομματικούς τους αντιπάλους και να καρπωθεί πολιτικό όφελος η δική τους πλευρά.
Και ήταν αναμενόμενο αυτό, καθώς είναι συχνή, αν όχι κυρίαρχη η τάση τα πάντα, σοβαρά και ελαφρά, να πολιτικοποιούνται και να κομματικοποιούνται μ’ αυτό τον τρόπο, τουλάχιστον από ένα μέρος των σχολιαστών. Άλλωστε, όταν το διακύβευμα δεν είναι τα δικαιώματα, ούτε το κράτος δικαίου, αλλά ο έλεγχος της κρατικής μηχανής είναι ίσως ορθολογική αυτή η στάση - εντέλει, κάποιοι από αυτούς που την επιλέγουν μπορεί να υποστηρίξουν ότι προϋπόθεση για να ενισχυθούν τα δικαιώματα και το κράτος δικαίου είναι να επικρατήσει η δική τους πολιτική ομάδα, οι «καλοί», έναντι των αντιπάλων τους, των «κακών».
Συχνά μάλιστα αυτή η στάση της άκρατης πολιτικοποίησης φτάνει στα απώτατα άκρα της. Έτσι, στις Ηνωμένες Πολιτείες φτάνουμε να βλέπουμε να διατυπώνονται κριτικές που καταγγέλλουν ακόμη και τα μαθηματικά ως έκφραση ιδεολογίας της δήθεν ανωτερότητας των λευκών.
Βεβαίως, μια εξ ορισμού πολυεπίπεδη υπόθεση όπως αυτή των βιασμών και των κακοποιήσεων που εκτυλίσσεται μπροστά μας τις τελευταίες μέρες έχει πολλές διαστάσεις: την ποινική, την κοινωνική, τη διάσταση του φύλου, των σχέσεων ισχύος και εξουσίας, την ψυχολογική διάσταση, και προφανώς και τη διάσταση της πολιτικής διαχείρισης, αλλά και των κανόνων, ρητών και άρρητων, που διέπουν την πολιτική διαδικασία. Και όσες περισσότερες από αυτές τις πτυχές καταφέρουμε να φωτίσουμε στο δημόσιο διάλογο, τόσο το καλύτερο.
Όμως, κι εδώ έγκειται η λεπτή διάκριση, καμία από αυτές τις επιμέρους πτυχές δεν είναι θεμιτό και ωφέλιμο να χρησιμοποιείται για να συσκοτίζονται οι υπόλοιπες. Και πολύ περισσότερο, καμία από αυτές τις επιμέρους πτυχές δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για να συσκοτίσει την πιο σημαντική απ’ όλες: την απόλυτη ανάγκη για μια ουσιαστική θεσμική και ηθική ενθάρρυνση των θυμάτων της βίας ώστε να μιλήσουν χωρίς να ανησυχούν για το κοινωνικό στίγμα που δυστυχώς ακόμη ως ένα βαθμό συνοδεύει τέτοιες καταγγελίες. Για να μη μιλήσω για την απολύτως ανεύθυνη στάση να ψάχνουν κάποιοι πρώτα να δουν αν ο εκάστοτε καταγγελλόμενος είναι «δικός μας» ή «δικός τους» για να προσαρμόσουν ανάλογα το τι θα πουν.
Να θυμόμαστε λοιπόν πως το πρώτο, και αδιαπραγμάτευτο ζητούμενο είναι να ξεμπερδέψουμε μια και καλή από την ανοχή, την αδιαφορία και την κανονικοποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης. Βεβαίως, και οι άλλες πτυχές του προβλήματος είναι σημαντικές - και οι ευθύνες είναι σημαντικό και αναγκαίο να αποδοθούν όπου κι αν υπάρχουν, σε όλα τα επίπεδα. Όμως θα είναι λάθος να χάσουμε εστίαση από τη μοναδική αυτή ευκαιρία που μας δίνεται να κάνουμε ένα μεγάλο βήμα μπροστά για την κοινωνία μας και την έμπρακτη κατοχύρωση των δικαιωμάτων όλων μας.