Της Αλεξάνδρας Γεράρδη
Εδώ και λίγο καιρό παρακολουθώ με ενδιαφέρον μία μεταστροφή στην αρθρογραφία του κ. Νίκου Μαραντζίδη, η οποία κινείται σε μία λογική άμβλυνσης των ιδεολογικών και όχι μόνο χασμάτων που άνοιξαν στην Ελλάδα επί κρίσης, με κύριο πρωταίτιο το δόγμα «Ή Εμείς Ή Αυτοί» του ΣΥΡΙΖΑ. Στο τελευταίο του άρθρο με τίτλο «Στη δημοκρατία καλό είναι καμία φορά και να ξεχνάμε» υποστηρίζει ότι «…για να προχωρήσουμε μπροστά σαν κοινωνία, πρέπει να ξεχάσουμε κάποια γεγονότα, κάποιες περιόδους, κάποια λάθη. Ή έστω να προσποιούμαστε πως τα ξεχάσαμε».
Προς επίρρωση του ισχυρισμού του αφηγείται (ως παράδειγμα προς αποφυγή) μια ιστορία του πατέρα του, ο οποίος, έχοντας υποστεί δεινά από μια δεξιά κυβέρνηση μετά τον εμφύλιο, αρνείται να ψηφίσει δεξιό κόμμα εξήντα χρόνια αργότερα, ακόμα κι αν η μη εκλογή αυτού του κόμματος ισοδυναμεί με το «να αποφασίσουμε σαν χώρα να πηδήξουμε από τον γκρεμό». Έτσι περιγράφει ο ίδιος ο κ. Μαραντζίδης το ενδεχόμενο νίκης του ΣΥΡΙΖΑ το 2012.
Σε πρώτη ανάγνωση, ομολογώ ότι το επιχείρημά του μου φάνηκε λογικό:
Πράγματι, όταν έχεις να επιλέξεις μεταξύ ενός «μη καταστροφικού αποτελέσματος» (όπως περιγράφει το ενδεχόμενο νίκης της ΝΔ το '12) και του αντίθετου (δηλαδή μιας καταστροφής), ο θυμός, οι αγκυλώσεις, και οι εμμονές του παρελθόντος θα πρέπει να παραγκωνίζονται, να θυσιάζονται στον βωμό ενός καλύτερου (ή έστω μη χειρότερου) αύριο.
Ελάχιστοι θα διαφωνούσαν με αυτό το επιχείρημα. Αλλά συγχρόνως, ελάχιστοι θα συμφωνήσουν πως αυτό το επιχείρημα έχει οποιαδήποτε σχέση με την επίκληση του κ. Μαραντζίδη για συγχώρεση του ΣΥΡΙΖΑ.
Προσωπικά, έχω τρεις ενστάσεις στην σύνδεση του παραπάνω επιχειρήματος με την σημερινή πραγματικότητα και με τον ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα.
Η πρώτη έχει να κάνει με τις συνθήκες: ο κ. Μαραντζίδης μας εξιστορεί την επιμονή του πατέρα του να μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα, μπροστά σε μια ιστορική στιγμή: Ο ίδιος πίστεψε ότι το δίλημμα ήταν «ΝΔ ή καταστροφή». Κι επειδή επέλεξε την μη καταστροφή, «έκλεισε την μύτη του και ψήφισε ΝΔ». Αντιθέτως, ο πατέρας του δεν έκανε καμία τέτοια προσπάθεια. Δεν μπορούσε να ξεχάσει.
Είμαστε άραγε σε μία τέτοια στιγμή σήμερα; Υπάρχει άραγε κάποιος μεγάλος κίνδυνος μπροστά μας, που επιβάλλει να ξεχάσουμε το παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ, να κλείσουμε κι εμείς την μύτη μας και να τον ψηφίσουμε;
Η απάντηση είναι, καταφανώς και απολύτως, ΟΧΙ.
Καμία συνθήκη την παρούσα στιγμή δεν μας αναγκάζει να συγχωρήσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ. Καμία καταστροφή δεν θα έρθει, και για κανέναν λόγο δεν κινδυνεύει η δημοκρατία από την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ας δούμε όμως ένα υποθετικό σενάριο μιας τέτοιας συνθήκης: αν π.χ. είχαμε εκλογική μάχη στήθος με στήθος για την πρώτη θέση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Χρυσής Αυγής. Σε αυτό το σενάριο, πρώτη εγώ θα συμφωνήσω με τον κ. Μαραντζίδη, θα ξεχνούσα και θα συγχωρούσα τον ΣΥΡΙΖΑ. Και εννοείται, θα τον ψήφιζα.
Αυτός ο κίνδυνος σήμερα δεν υπάρχει. Αλλά από την σκανδαλολογία και την ανικανότητα του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, η άκρα δεξιά έχει μόνο να κερδίσει. Και αν περνούσε από το χέρι της ομάδας του Μαξίμου, πόσοι αμφιβάλλουν πως θα επεδίωκε τη διάλυση της ΝΔ αλλά και του Κινήματος Αλλαγής; Είναι σύμπτωση πόσο εύκολα δημιουργούνται ίντριγκες μέσω ξεχασμένων πρώην στελεχών της ΝΔ (των οποίων η πολιτική διαίσθηση κι αντίληψη των αναγκών της κοινωνίας περιορίζονται σε επιλογές εστιατορίων για chillycrab και γαρίδες wasabi); Είναι σύμπτωση πως η Κυβέρνηση παίζει με τα εθνικά θέματα, χρησιμοποιώντας τα σαν παγίδα για την αντιπολίτευση, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθούν κοινοβουλευτικά ρήγματα;
Είναι σύμπτωση πως ξεφυτρώνουν δεξιά κόμματα που αντιπολιτεύονται αποκλειστικά και μόνο την αξιωματική αντιπολίτευση, των οποίων οι επικεφαλής ενημερώνονται θεσμικά από στελέχη της κυβέρνησης, οι δε θέσεις τους προωθούνται από τον κυβερνητικό και φιλοκυβερνητικό Τύπο;
Είναι σύμπτωση πως στο σύνολό τους τα κυβερνητικά και φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ κάθε τόσο γράφουν για το πόσο κοντά στην διάλυση και στο χάος βρίσκεται η ΝΔ;
Είναι σύμπτωση πώς στήθηκε ολόκληρη φιέστα βασισμένη σε καταθέσεις ανωνύμων μαρτύρων που ισχυρίστηκαν ότι οι πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης πήραν μίζες, αρνούμενοι όμως, όπως αυτό απαιτεί η ισχύουσα νομοθεσία, να αποκαλύψουν τις πηγές των γνώσεών τους; Και μάλιστα την ώρα που Υπουργοί κόμπαζαν στα ΜΜΕ πως οι συγκεκριμένοι μάρτυρες δεν είναι ανώνυμοι αλλά η Κυβέρνηση τους γνωρίζει, τους στρίμωξε και «κελάηδησαν», λες και ζούμε στις ΗΠΑ επί ΜακΚάρθυ;
Ή μήπως έχουμε ξεχάσει τον κ. Τσίπρα το 2016 να λέει σε διαμαρτυρόμενους συνδικαλιστές αστυνομικούς «αν θέλετε να συλλάβετε κάποιον να πάτε στην Θεσσαλονίκη», όπου μιλούσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης;
Μήπως όμως η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται στην απόπειρα εξόντωσης της αξιωματική αντιπολίτευσης και μόνο; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα αρνητική: ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί από τη μία να προσελκύσει όποια στελέχη κρίνει ότι μπορούν να του προσφέρουν δεκανίκι την επόμενη ημέρα, όμως αυτή η προσπάθεια συνεπικουρείται από μία διαρκή προσπάθεια πολιτικής εξόντωσης των στελεχών εκείνων που αρνούνται κατηγορηματικά μία τέτοια συνεργασία: οι κ.κ. Βενιζέλος και Λοβέρδος κατηγορούνται από τους ανώνυμους μάρτυρες ότι και αυτοί πήραν μίζες, ενώ πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ που πλέον βρίσκονται στο ΣΥΡΙΖΑ έχουν ήδη απαλλαγεί με αποφάσεις της Βουλής.
Είναι προφανές, λοιπόν, πως αν μπορούσε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να διαλύσει το πολυκομματικό σύστημα, θα το έκανε. Κινούμενοι οριακά εντός νομιμότητας (τουλάχιστον μέχρι αποδείξεως του εναντίου), όχι απλά το επιθυμούν, αλλά το επιχείρησαν στο παρελθόν και συνεχίζουν να το επιχειρούν. Και όσο μένουν στην εξουσία, θα συνεχίζουν να πολεμούν αυτό που οι ίδιοι ονομάζουν «σύστημα», αλλά εμείς ονομάζουμε «δημοκρατία».
Κι αν τα καταφέρουν, ιδού η ειρωνεία κύριε Μαραντζίδη: το σενάριο που θα μας αναγκάσει να δώσουμε άφεση αμαρτιών στον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η αναπόφευκτη ενίσχυση της Χρυσής Αυγής δεν θα είναι πια σενάριο, αλλά πραγματικότητα.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ το ξέρει πολύ καλά αυτό.
Η δεύτερη ένσταση που έχω στο άρθρο του κ. Μαρατζίδη αφορά ένα ψεύτικο δίλημμα, που ο ίδιος θέτει: Ας υποθέσουμε ότι για να αρχίσουμε να χτίζουμε μια ομαλή δημοκρατία ξανά, θα έρθει εκείνη η μέρα που θα πρέπει να ξεχάσουμε το κακό «παρελθόν» του ΣΥΡΙΖΑ. Να σταματήσουμε να συζητάμε με όρους «μας έλεγαν γερμανοτσολιάδες».
Είναι όμως το «γερμανοτσολιάδες» το μόνο που πρέπει να ξεχάσουμε; Αρκεί;
Γιατί εγώ θυμάμαι κι άλλα. Θυμάμαι τους Συριζαίους να φωνάζουν για αυτοκτονίες, για τα μαγκάλια και την άνεση με την οποία έδειχναν τους τότε κυβερνώντες ως ηθικούς αυτουργούς για τους θανάτους. Θυμάμαι τη διενέργεια δημοψηφίσματος με παραπλανητικούς όρους, ώστε να δημιουργήσουν κοινωνικό διχασμό. Θυμάμαι τον κ. Καμμένο να μας καθησυχάζει πως «οι ένοπλες δυνάμεις εγγυώνται την εσωτερική ασφάλεια της χώρας». Θυμάμαι τις άδειες των ΜΜΕ και τον αντιπρόεδρο του ΣτΕ στα μανταλάκια των περιπτέρων, στο πρωτοσέλιδο της Αυγής, τις δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ότι μία αντικυβερνητική συγκέντρωση «κινείται στα όρια της συνταγματικής ανοχής», «κινείται εχθρικά προς την χώρα». Θυμάμαι τον Πολάκη να απειλεί δημοσιογράφους ότι θα τους φυτέψει στα τρία μέτρα.
Όμως θυμάμαι και κάτι ακόμα: τον κ. Κυρίτση να λέει, μόλις μία ημέρα πριν τη δημοσίευση του εν λόγω άρθρου του κ. Μαραντζίδη, ότι ο Δυτικός Πολιτισμός φταίει για το Ναζισμό. Και θυμάμαι το βουλευτή Λέσβου του ΣΥΡΙΖΑ να αποκαλεί φασιστοειδή όσους τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν για την προ μίας εβδομάδος επίσκεψη του Πρωθυπουργού στο νησί τους.
Αυτά όμως δεν ανήκουν στο παρελθόν, κ. Μαραντζίδη. Αυτά ανήκουν στο παρόν, στην καθημερινότητα όλων μας.
Κι αναρωτιέμαι: Όταν μας ζητάτε να ξεχάσουμε όσα έκανε και είπε ο ΣΥΡΙΖΑ στο παρελθόν, μήπως μας ζητάτε να κωφεύουμε εφεξής σε όλες τις προσβολές, απειλές και ύβρεις που θα εκτοξεύσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο μέλλον;
Εάν μας ζητάτε να αγνοούμε όσα θα κάνει και θα λέει ο ΣΥΡΙΖΑ από εδώ και πέρα, δεν μας ζητάτε να ξεχάσουμε και να συγχωρέσουμε, κ. Μαραντζίδη. Μας ζητάτε να ανεχτούμε τη ρητορική του διχασμού.
Μας ζητάτε να αποδεχθούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δικαίωμα στην ύβρι και την απειλή, ενώ εμείς έχουμε υποχρέωση στην ανοχή και την ταπείνωση.
Εν ολίγοις, κ. Μαραντζίδη, μας ζητάτε, από εδώ και πέρα, είτε να υποστηρίξουμε το ΣΥΡΙΖΑ ή να κλείσουμε τα αυτιά.
Η τελευταία μου ένσταση είναι η πιο απλή. Ο πατέρας σας κύριε Μαραντζίδη δυσκολευόταν να ξεχάσει κάτι που έγινε πριν εξήντα χρόνια. Οι άνθρωποι που του δημιούργησαν αυτή την πληγή στην ζωή του, δεν είναι πια στα πράγματα.
Οι ημέρες και τα έργα του ΣΥΡΙΖΑ όμως ανήκουν στο παρόν, και οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν αλλάξει ούτε τρόπο σκέψης, ούτε τρόπο έκφρασης.
Ο κ. Τσίπρας δεν ανέχεται τη συνύπαρξη με κάποιους δυνάστες, οι οποίοι τον ταπείνωσαν και τον εξευτέλισαν. Ο κ. Τσίπρας δεν είχε καν γεννηθεί όταν οι αριστεροί πήγαιναν στα ξερονήσια κι όταν ο πατέρας σας περίμενε στην ουρά της ΟΥΝΡΑ για να πάρει συσσίτιο.
Συνεπώς, η καραμέλα της θυματοποίησης πρέπει κάποτε να εκλείψει από το βιωματικό αφήγημα της αριστερής ιδεολογίας.
Δεν είναι φυσιολογικό, κ. Μαραντζίδη, να ισχυρίζεστε ότι αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία το ενδεχόμενο οι κυβερνώμενοι να μην ανεχτούν τις εκτροπές, τη βία και τον διχασμό που επιχειρούν οι κυβερνώντες, ακόμη και την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές.
*Η Αλεξάνδρα Γεράρδη είναι επιχειρηματίας, απόφοιτος Κλασσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Princeton
Φωτογραφία: APImages