Του Κώστα Μήλα*
Σε προ ημερών του δηλώσεις ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας χαμήλωσε τον πήχη για αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, λέγοντας ότι η μεγάλη αύξηση του 11% που προηγήθηκε, «ουσιαστικά ενσωμάτωσε την αύξηση του κατώτατου μισθού που θα έπρεπε να γίνει σε βάθος τριετίας ή τετραετίας, με βάση τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας».
Τα παραπάνω ωστόσο ήταν όμως σε γνώση του όταν η ΝΔ δημοσίευε το προεκλογικό της πρόγραμμα, σύμφωνα με το οποίο ο κατώτατος μισθός θα αυξάνονταν με ρυθμό διπλάσιο από την αύξηση του ΑΕΠ.
Πιστεύω ότι η συνέπεια λόγων και πράξεων στην πολιτική είναι πρώτιστης σημασίας. Ταυτόχρονα όμως, πιστεύω ότι όταν αλλάζουν τα οικονομικά δεδομένα, θα πρέπει και το οικονομικό επιτελείο να αναπροσαρμόζει την πολιτική του. Έχουν όμως αλλάξει τα οικονομικά δεδομένα σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογούν «πισωγύρισμα» (για να θυμηθούμε και τον Α. Παπανδρέου) στο θέμα του κατώτατου μισθού;
Με πρόσφατο άρθρο μου στο liberal.gr εξήγησα ότι εάν ληφθούν τοις μετρητοίς οι δεσμεύσεις Μητσοτάκη, τότε ο κατώτατος μισθός θα «επανέλθει» από τα 650 ευρώ το 2019 στα περίπου 751 Ευρώ που ίσχυαν το 2009 σε πέντε έτη από σήμερα, δηλαδή το 2024. Επιπλέον, έκανα την εκτίμηση ότι η παραπάνω ορθολογική αύξηση στο κατώτατο μισθό δεν θα αποτελέσει ιδιαίτερη τροχοπέδη στην μείωση της ανεργίας καθώς άλλοι οικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν, πολύ περισσότερο, από τον κατώτατο μισθό τις εξελίξεις στην ανεργία.
Το οικονομικό επιτελείο δείχνει να πιστεύει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ το 2019 έχει ενσωματώσει την εξέλιξη των οικονομικών μας δυνατοτήτων την τελευταία τριετία τετραετία. Όχι ακριβώς.
Στο παρακάτω γράφημα καταγράφω τις εξελίξεις στον κατώτατο μισθό σε σχέση με τις οικονομικές μας δυνατότητες τα τελευταία 50 έτη περίπου (ήτοι εξέλιξη μισθών, ανταγωνιστικότητας τιμών και ανεργίας).
Ο κατώτατος μισθός υπερέβη, άνω του 11%, τα οικονομικά fundamentals το 1982 (όταν ο Α. Παπανδρέου ανέλαβε τα «ηνία» της χώρας) αλλά και το 2011. Η αύξηση, όμως, το 2019 μέχρι και 6,7% του κατώτατου μισθού (πάλι σε σχέση με τις οικονομικές μας δυνατότητες) αναπληρώνει, σε μεγάλο βαθμό, τις απώλειες της περιόδου 2012-2018. Συνεπώς, οι προεκλογικές δεσμεύσεις Μητσοτάκη θα πρέπει να προχωρήσουν απρόσκοπτα!
ΥΓ: Στις ποσοτικές εκτιμήσεις του γραφήματος χρησιμοποιώ τον μέσο όρο εκτιμήσεων από τρία μοντέλα (βάσει της οικονομετρικής μεθόδου Fully Modified Ordinary Least Squares για μακροχρόνιες σχέσεις), στα οποία ο κατώτατος μισθός είναι συνάρτηση του γενικού μισθού, της ανταγωνιστικότητας τιμών και του ποσοστού ανεργίας. Για την ανταγωνιστικότητα, χρησιμοποιώ τρεις διαφορετικούς ορισμούς (μεταβλητές): τις τιμές εισαγωγών / εγχώριες τιμές, τον δείκτη ανταγωνιστικότητας βάσει του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή σε 49 οικονομίες σε σχέση με την Ελλάδα (από την βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ) και τον δείκτη πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας για 27 χώρες (από την βάση δεδομένων της Bank of International Settlements).
*Ο Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool