Η ιδέα ότι η ανομία είναι διάχυτη, η αστυνομία ανεπαρκής, η Δικαιοσύνη δεν αποδίδεται και ότι οι πολίτες κινδυνεύουν να πέσουν θύματα ένοπλης ληστείας, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, καλλιεργήθηκε συστηματικά, δεν άρχισε να διαδίδεται τους τελευταίους μήνες.
Και καλλιεργήθηκε από κάποιους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που μεθοδικά και επίμονα δημιούργησαν αυτό το κλίμα νοσηρής καχυποψίας προς την αστυνομία και τους δικαστές, χωρίς παράλληλα να παραλείπουν ποτέ να συνδέουν την ανεξέλεγκτη δράση των μαφιόζων με τους «δικαιωματιστές», όπως αποκαλούν απαξιωτικά την κοινωνία των πολιτών, επειδή ζητούν διερεύνηση περιστατικών αστυνομικής βίας αλλά και των συνθηκών θανάτου δεκάδων κρατουμένων στις φυλακές, θέματα ξεχωριστά που δε σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα.
Αυτοί επιτέθηκαν στη μεταρρύθμιση των Ποινικών Κωδίκων, ένα μεγάλο έργο που ξεκίνησε από την κυβέρνηση Καραμανλή και ολοκληρώθηκε πρόσφατα και στο οποίο συμμετείχαν κορυφαίοι νομικοί της χώρας οι οποίοι δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως για τους περισσότερους είναι γνωστές οι σχέσεις τους με τη Νέα Δημοκρατία.
Ανεύθυνα, μικρόνοα, αντιδημοκρατικά όταν δεν έστηναν στα πάνελ εκ των ενόντων δίκες με υποθέσεις του αστυνομικού δελτίου, σχολίαζαν αποφάσεις ποινικών δικών αγνοώντας τη δικογραφία και κυρίως το σύνθετου και εξαιρετικά εξειδικευμένου αντικείμενο που λέγεται ποινική δίκη και για να πλήξουν τον ΣΥΡΙΖΑ εύκολα και ανέξοδα, χωρίς να χρειαστεί να κοπιάσουν στο πεδίο της πολιτικής, εξαγρίωναν τον κόσμο και τον έστρεφαν εναντίον των θεσμών.
Φυσικά, έχουν οι καιροί γυρίσματα και τώρα οι τρομοκρατημένοι και εξαγριωμένοι πολίτες αξιολογούν το οργανωμένο έγκλημα με τα κριτήρια που τους δίδαξαν οι αγοραίοι της πολιτικής ενώ τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που σταθερά προσωποποιούν την ανευθυνότητας σπεύδουν να συνδέσουν το οργανωμένο έγκλημα με το νόμο για την πανεπιστημιακή αστυνομία.
Είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος με θύμα μόνο τη χώρα και την ποιότητα της δημοκρατίας και της λειτουργίας των θεσμών.
Το φαινόμενο βέβαια το έχουμε σχολιάσει αρκετές φορές, είναι γνωστό και κανείς δεν έχει βάλει την τελεία στην παραγωγή λαϊκιστικού λόγου στα θέματα της Δικαιοσύνης και του οργανωμένου εγκλήματος.
Όσο καλές προθέσεις και να υπάρχουν, όσο μεγάλη και να είναι η πολιτική βούληση να γίνουν μεταρρυθμίσεις και η χώρα να πάει μπροστά αυτό απλώς δεν θα συμβεί όσο επιτρέπεται σε βουλευτές να υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στην αστυνομία και τη δικαιοσύνη, όσο οι ποινικοί κώδικες και η ποινική δίκη γίνονται αντικείμενα σχολιασμού από άσχετους βουλευτές με μόνο στόχο να σκοράρουν εύκολους πόντους σε κύκλους ειδήσεων που βία να κρατούν 24 ώρες.
Η πάταξη της ανομίας και του οργανωμένου εγκλήματος είναι δουλειά της αστυνομίας η οποία όσο πιο απερίσπαστη αφεθεί στο έργο της τόσο καλύτερα θα το διεκπεραιώσει, όπως εξήγησε χθες στο Liberal και στον Γιώργο Φιντικάκη η καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας Μαίρη Μπόση. Αυτό βέβαια απαιτεί χρόνο. Υπάρχει όμως κάτι που η κυβέρνηση μπορεί να κάνει άμεσα, σήμερα: να κλείσει την κάνουλα που έχει πλημμυρίσει τη δημόσια σφαίρα με τον λαϊκισμό που παράγουν συγκεκριμένοι βουλευτές της πλειοψηφίας υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τα όργανα της πολιτείας. Αυτό είναι κάτι που η κυβέρνηση μπορεί να κάνει και μάλιστα άμεσα.