Του Θανάση Διαμαντόπουλου
Η πρόθεση ασφαλώς και μπορεί να κάνει τη διαφορά. Και όχι μόνο στο Ποινικό Δίκαιο, όπου η ποινική αντιμετώπιση των εκ προθέσεων δρώντων –ακόμη και αν πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο- συνήθως είναι άπειρα αυστηρότερη σε σχέση με τους εξ αμελείας επιφέροντες το ίδιο αντικοινωνικό αποτέλεσμα. Αλλά και στη γλώσσα η σημασία τής -ύπαρξης η μη ύπαρξης- πρόθεσης είναι καθοριστική. Για παράδειγμα οι αποπομπές προέδρων ανεξαρτήτων αρχών ενίοτε ακυρώνονται από το ΣτΕ. Οι πομπές ουδέποτε. Αυτές έχουν να κάνουν με την κοινωνική συνείδηση, την αντίληψη και την ηθική, ως εκ τούτου λοιπόν δεν υπόκεινται σε ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο.
Επειδή όμως η πρόθεση υπάρχει, η αποπομπή της ακαταγώνιστης σεπτής κυρίας του ανταγωνισμού είναι γενική εκτίμηση πως μάλλον θα ακυρωθεί από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας. Δεν αποκλείεται υπέρ της ακύρωσης να συνηγορήσουν, λόγω νομικής ευσυνειδησίας, ακόμη και δικαστές που έχουν λόγους να την απεχθάνονται απεριόριστα (ενώ δεν φαντάζομαι να υπάρχουν και πολλοί που έχουν λόγους να την εκτιμούν ή να την αγαπούν ιδιαίτερα).
Στην πραγματικότητα προσωπική εκτίμησή μου είναι πως ο Μητσοτάκης αποφάσισε την αποπομπή της, αφού διασφάλισε το ήσσον –δηλαδή πως δεν θα ανασταλεί άμεσα η εκτέλεση της απόφασης, κάτι που θα είχε ως συνέπεια η ερίτιμος κυρία συντομότατα και αυτόματα να επανέλθει θριαμβευτικά στη θέση της-, μολονότι η κυβέρνηση ήξερε πως δεν έχει μείζονες ελπίδες να κερδίσει το κρείσσον: τη δικαστική επικύρωση της αποπομπής στο τέλος της δίκης, η οποία και συμβολική σημασία θα είχε, αλλά και θα απήλλασσε τον Έλληνα φορολογούμενο από την υποχρέωση της καταβολής αποζημίωσης στην κυρία που επί τόσα χρόνια ενσάρκωνε της δικαιοδύνης το φως το αληθινόν. (Κατά την εκτίμησή μου η αποζημίωσή της θα περιλαμβάνει το σύνολο των μισθών που θα ελάμβανε, εάν παρέμενε στη θέση για όλη τη θητεία της, συν τοκοφορία, πιθανότατα αδικοπραξίας που είναι υψηλότερη).
Αν όμως πιθανολογείται τόσο σφόδρα η ακύρωση της αποπομπής, αυτό δεν συμβαίνει μόνο για λόγους νομικούς, ελληνικού δημόσιου αλλά και ενωσιακού δικαίου, τους οποίους με εξαιρετική πληρότητα ανέπτυξε, επικαλούμενος άλλωστε και την πάγια νομολογία, ο –ουδόλως προσκείμενος στον Σύριζα- καθηγητής Πάνος Λαζαράτος στην ακυρωτική προσφυγή του. Είναι, επίσης, επειδή οι δικαστές των ανώτατων ακυρωτικών δικαστηρίων, πρωτίστως δε του εξωστεφούς ΣτΕ, επηρεάζονται και από κριτήρια εξωτερικής πολιτικής, όταν επιλέγουν κάποια από τις θεωρητικώς αποδεκτές ερμηνείες των κειμένων διατάξεων!
Εν προκειμένω οι επικεφαλής των σημαντικότατων ευρωπαϊκών θεσμών δεν θα ήθελαν σε ώριμες δημοκρατίες να εισαχθεί και να επικυρωθεί η πρακτική των -εξατομικευμένων στοχεύσεων- ειδικών αναδρομικών ρυθμίσεων, οι οποίες θα μπορούσαν «να δώσουν ιδέες» σε αμφίβολης και αμφιλεγόμενης δημοκρατικότητας ηγέτες πρώην κομμουνιστικών χωρών της Μεσευρώπης, ώστε να πλήξουν τις ανεξάρτητες αρχές των δικών τους κρατών. Θεσμό στον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ιδιαίτερα επενδύσει.
Και αυτό είναι ένα –ανομολόγητο πιθανότατα- σκεπτικό που όχι μόνο θα οδηγήσει κατά πάσα βεβαιότητα στην ακύρωση της αποπομπής Θάνου, αλλά και είναι δυνατόν να κάνει και τους …απειροελάχιστους εχέφρονες Έλληνες που …δεν λατρεύουν την κυρία να είναι τουλάχιστον αμφίθυμοι στην προοπτική της δικαστικής της δικαίωσης, ίσως και να ικανοποιηθούν από αυτή παρά το δημοσιονομικό κόστος της, εφόσον μια τέτοια υπέρ Θάνου απόφαση θα αποτελέσει προηγούμενο για προστασία αντίστοιχων θεσμών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες…
Κατά τα λοιπά, μολονότι είναι τεράστιο και αναμφίλεκτο στους νομικούς κύκλους της χώρας το κύρος του Δημήτρη Κράνη –αντιπροέδρου ε.τ. του Αρείου Πάγου, παραλειφθέντος και αυτού χάριν της κυρίας, ο οποίος ορίστηκε πρόσφατα υφυπουργός δικαιοσύνης- μια πραγματικά μεγάλη, εξυγιαντική, ανορθωτική για τον χώρο αυτόν και υψηλότατου συμβολικού φορτίου κίνηση του Μητσοτάκη θα ήταν να τοποθετηθεί στην πολιτική ηγεσία του εν λόγω υπουργείου ο Γιώργος Κτιστάκις: Μέχρι πριν από λίγες μέρες εισαγγελέας εφετών Δωδεκανήσου, ο οποίος με πάθος μοναδικό εναντιώθηκε τόσο στο συνδικαλιστικό έθος Θάνου όσο και στις αποφάσεις των συναδέλφων του, μελών του «Μισθοδικείου», οι οποίοι επανειλημμένα –συνήθως παρά την εναντίωση των συμμετεχόντων πανεπιστημιακών καθηγητών- με περισσή γενναιοδωρία επιδίκασαν εις εαυτούς και τα λοιπά μέλη του κλάδου-ιερατείου αναδρομικά καθοριζόμενα σε ποσά εξαψήφια…