«Εν αρχή ην» η χειρωνακτική εργασία. Τα τελευταία χρόνια είναι η «τηλεργασία» και αύριο δεν ξέρω τι άλλο θα προκύψει. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι το πρόθεμα «τηλε-» έχει για τα καλά εισέλθει στην καθημερινότητά μας. Πρόκειται για ένα ελληνικότατης προέλευσης πρόθεμα που έρχεται από πολύ παλιά, από τον Όμηρο, και σημαίνει «μακράν», «σε μεγάλη απόσταση» («τῆλε φίλων καὶ πατρίδος»).
Το φαινόμενο «τηλε-» εμφανίστηκε με τον «τηλε-βόα», εξελίχθηκε με τον «τηλέ-γραφο» και το «τηλέ-φωνο», προχώρησε με την «τηλε-ομοιοτυπία», την «τηλε-όραση» και μετά όταν ήλθε το internet, κατακλειστήκαμε με ένα πλήθος άλλων τηλε-εφαρμογών (τηλε-κάρτα, τηλε-αγορά, τηλε-διάσκεψη, τηλε-εκπαίδευση, κ.ο.κ.). Στην καθημερινότητά μας, πολλοί από εμάς ξημεροβραδιαζόμαστε με ανοικτά το google, το twitter, το instagram και άλλα συναφή social media, όλοι σχεδόν κυκλοφορούμε από το πρωί μέχρι το βράδυ με ένα κινητό τηλέφωνο στο χέρι, πληρώνουμε τους λογαριασμούς μας μέσω internet, επικοινωνούμε με τους συγγενείς και τους φίλους μας μέσω messenger ή μέσω skype, συνεργαζόμαστε επαγγελματικά μέσω zoom και άλλων σχετικών εφαρμογών τηλεδιάσκεψης.
Όλα τα παραπάνω, πολύ απλά, σημαίνουν ότι το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μας, της ζωής μας «τηλε-ασχολούμαστε», είμαστε ακατάπαυστα επιβάτες του διαδικτύου και μάλιστα το βρίσκουμε ιδιαίτερα ευχάριστο και χρήσιμο για τη διεκπεραίωση διαφόρων αναγκών μας. Παρ’ όλ’ αυτά, όταν γίνεται λόγος για «τηλεργασία» βγαίνουν τα σπαθιά από τα θηκάρια.
Συνδικαλιστές διαμαρτύρονται, πολιτικοί καταγγέλλουν και διάφοροι κοινωνιολογούντες ανησυχούν για τα δεινά που έρχονται από την επέκτασή της ως μόνιμης μορφής απασχόλησης των μισθωτών εργαζομένων. Προσέξτε: Το «τηλε-» ενοχλεί και είναι επικίνδυνο μόνο ως προς την απασχόληση των μισθωτών, όχι γενικώς για την απασχόληση και ενασχόληση, τη συνεννόηση, τη διασκέδαση, την παραγγελία πίτσας και καπουτσίνο, την αγορά καλλυντικών, το κλείσιμο εισιτηρίων και το ραντεβού με το κομμωτήριο.
Ωστόσο, οι «αρνητές» της τηλεργασίας έπεσαν πάνω σε ένα απρόσμενο πρόβλημα: Η τηλεργασία, σε έναν μεγάλο βαθμό, έσωσε τις επιχειρήσεις και γενικότερα τις εθνικές οικονομίες από την πλήρη κατάρρευση όταν επέδραμε στις κοινωνίες η πανδημία του κορονοϊού. Πολλές επιχειρήσεις επέζησαν και συνεχίζουν να επιζούν βασιζόμενες στη δυνατότητα απασχόλησης μέρους του προσωπικού της με το μέτρο της τηλεργασίας που επέβαλαν οι κυβερνήσεις.
Μάλιστα, το πρόβλημα των «αρνητών» της τηλεργασίας μεγεθύνεται και από το γεγονός ότι όταν οι μισθωτοί γευτήκαν τον «απαγορευμένο καρπό» της τηλεργασίας διαπίστωσαν ότι σε πολλά πράγματα τους διευκολύνει σε οικογενειακό και προσωπικό επίπεδο, ενώ τους απαλλάσσει από την ταλαιπωρία και το χάσιμο χρόνου της μετακίνησης προς και από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας τους.
Εδώ, όμως, οι «αρνητές» της τηλεργασίας αντεπιτίθενται με πονηριά. Ναι, μεν, να επιτρέπεται η τηλεργασία, αλλά «με μέτρο» και με την επιβολή αφόρητων περιορισμών και προϋποθέσεων. Ο σκοπός είναι εμφανής: Να είναι τυπικά επιτρεπτή η τηλεργασία, στην ουσία όμως να ρυθμίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται η χρήση αυτής δύσκαμπτη και ασύμφορη τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τον εργοδότη.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι με την τηλεργασία απεξαρτάται ο εργαζόμενος από το σταθερό χρόνο και τόπο απασχόλησης και του προσφέρονται δυνατότητες διαχείρισης της προσωπικής και οικογενειακής του ζωής, τις οποίες δεν έχει με τον τυποποιημένο ρυθμό της απασχόλησης στον τόπο της επιχείρησης με αυστηρά προδιαγεγραμμένο ωράριο.
Το να απαιτήσουμε από τον εργοδότη να του εξασφαλίσει τα μέσα και την οικονομική κάλυψη για την πραγματοποίηση της τηλεργασίας είναι ένα ζήτημα για το οποίο δεν μπορεί κανείς να αντιλέξει, αλλά το να επιβληθούν στην τηλεργασία όλες οι κανονιστικές δεσμεύεις που εφαρμόζονται στην εργασία στο χώρο της επιχείρησης σημαίνει ότι δεν έχει κατανοηθεί ότι η τηλεργασία δεν είναι ένας απλός «διακτινισμός» της θέσης εργασίας του εργαζόμενου από την επιχείρηση στο σπίτι, αλλά μια διαφορετική αντίληψη στην παροχή της εργασίας του ανθρώπου, που συνδέεται με τις γενικότερες ελευθερίες και δυνατότητες που μας δίνει η τεχνολογία της εποχής μας.
Το ζήτημα είναι εάν η κυβέρνηση θα αντιληφθεί τη θετική ανταπόκριση των ίδιων των εργαζομένων απέναντι στο τρόπο αυτό απασχόλησης κατά το χρόνο του κορονοϊού, και, υπερβαίνοντας το καταραμένο «πολιτικό κόστος», θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις συνδικαλιστικές και άλλες συντεχνιακές πιέσεις, περιορίζοντας τις νομοθετικές παρεμβάσεις στο όλως αναγκαίο μέγεθος. Αν η μέθοδος αυτή απασχόλησης πνιγεί στους κανονιστικούς περιορισμούς τότε θα έχουμε πετύχει ακόμη μια πρωτιά στο πεδίο του αναχρονισμού και της συντήρησης.
* Ο Ιωάννης Ληξουριώτης είναι ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου