Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη
Η Ελλάδα ήταν για πολύ καιρό ένα ξέφραγο αμπέλι. Που μπόρεσε να ξεσαλώσει με την ευθύνη όλων: του πολιτικού της συστήματος, που έμαθε μόνο να μοιράζει και να ανταλλάσσει χατίρια για ψήφους, των πολιτών της, που συνήθισαν να αρπάζουν από τα μαλλιά την κάθε ευκαιρία, των ξένων εταίρων μας, που έκλειναν τα μάτια νομίζοντας ότι τα λεφτά που έδιναν για την περιώνυμη σύγκλιση θα χρησιμοποιηθούν σαν επένδυση για το μέλλον έτσι, αυτόματα.
Κάπως έτσι μείναμε σταδιακά πίσω από τον κόσμο. Και χρεοκοπήσαμε.
Η χώρα είναι εδώ και οκτώ χρόνια στην εντατική των μνημονίων. Τώρα μαθαίνουμε ότι βγαίνουμε από αυτήν και θα μεταφερθούμε στην αυξημένη εποπτεία, που θα είναι ασφυκτική για 42 ακόμα χρόνια. Έτσι ώστε να συμμορφωθούμε, να μάθουμε να συμπεριφερόμαστε σωστά για να μην εξοκείλουμε ξανά. Με προβλέψεις όμως που δένουν με χρυσές αλυσίδες την προοπτική της χώρας να ανακάμψει θεαματικά επενδυτικά και οικονομικά, καθώς μικρή θα είναι η χαραμάδα για μείωση της τιμωρητικής φορολογίας.
Θα ζούμε για δεκαετίες με τον εφιάλτη της συμμόρφωσης, αφού δεν γίνεται αλλιώς. Οι φίλοι και εταίροι μας θέλουν να πάρουν τα δάνεια που μας έδωσαν πίσω. Και έχουν όλη τη δύναμη για να μας το επιβάλλουν.
Σε σύνδεση με τον εφιάλτη αυτό, που μοιραζόμαστε όλοι μας, υπάρχουν και άλλοι. Γιατί το ρυθμιστικό περιβάλλον που καθορίζει τη ζωή μας και τις σχέσεις μας επιβαρύνεται διαρκώς, τόσο για τους πολίτες όσο και για τις επιχειρήσεις. Πότε είναι οι φορολογικές υποχρεώσεις με συνεχείς αλλαγές στο ύψος και στον ρυθμό καταβολής τους, πότε οι ασφαλιστικές, πότε οι αδειοδοτικές, πότε οι περιβαλλοντικές, πότε η ανακύκλωση, πότε το ένα, πότε το άλλο. Τελευταίο παράδειγμα, ο ευρωπαϊκός κανονισμός για το περιβόητο Gdbr που έχει κάνει τις επιχειρήσεις να παραμιλάνε, όσες δηλαδή από αυτές το έχουν πάρει χαμπάρι.
Κοινή συνισταμένη όλων των ρυθμίσεων, που απαιτούν αυξημένη συμμόρφωση από άτομα και επιχειρήσεις, είναι ότι αυξάνουν διαρκώς το κόστος λειτουργίας και εν τέλει ζωής. Θα πει κανείς ότι κάτι τέτοιο είναι μοιραίο καθώς η αύξηση της πολυπλοκότητας της σύγχρονης ζωής εγγενώς δημιουργεί την ανάγκη για νέες ρυθμίσεις. Ακόμη με δεδομένη την προοπτική της προόδου των αυτοματισμών και της τεχνητής νοημοσύνης πρέπει να βρεθούν τρόποι απασχόλησης των εκατομμυρίων ανθρώπων που θα μείνουν χωρίς απασχόληση. Έτσι, μέσω της αύξησης του ρυθμιστικού βάρους θα δοθεί διέξοδος στην απασχόληση. Θα ψειρίζουμε ο ένας τον άλλον.
Το πρόβλημα με τη συμμόρφωση και το κόστος της είναι ότι οι σχετικές ιδέες και νόμοι είναι σχεδιασμένοι για δυναμικές κοινωνίες, επιχειρήσεις, άτομα. Είναι, με άλλα λόγια, κατάλληλες και σχετικά ανώδυνες για τους «μεγάλους» και τους πλούσιους.
Τι γίνεται όμως με τους «άλλους»; Τις κολλημένες οικονομίες, τις μικρές επιχειρήσεις, τους φτωχούς ανθρώπους; Θα μπορέσουν να αντέξουν τη συμμόρφωση στις πάσης φύσεως, διαρκώς αυξανόμενες υποχρεώσεις τους, όπως για παράδειγμα αυτά τα τέσσερα εκατομμύρια των πολιτών και επιχειρήσεων που έχουν σήμερα ληξιπρόθεσμα χρέη;
Ένας εφιάλτης, πολλών μελλοντικών δεκαετιών.
*Tο άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 26 Ιουνίου.