Toν περασμένο Σάββατο νοιώσαμε βαθιά ντροπή και οργή για την εκ νέου εισβολή των τραμπούκων με τον αριστερό επαναστατικό μανδύα, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και την καταστροφή των οικοδομικών εργασιών για τη δημιουργία βιβλιοθήκης, με σκοπό να ξαναγίνει κατάληψη και ο πανεπιστημιακός χώρος να μετατραπεί και πάλι σε στέκι.
Στο δίλημμα «βιβλιοθήκη ή στέκι» οι γνωστοί Φίληδες και Μπαλτάδες έχουν απαντήσει προ πολλού, επιλέγοντας το «στέκι». Στο μυαλό τους, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, που λειτουργούν με τα χρήματα των φορολογουμένων που επιθυμούν να σπουδάσουν και να μορφωθούν τα παιδιά τους για να πετύχουν κάτι καλύτερο στη ζωή τους, δεν είναι χώροι εκπαίδευσης. Είναι χώροι ιδεολογικής και πολιτικής ζύμωσης, χώροι στρατολόγησης αγωνιστών και επαναστατών. Είναι χώροι απαγόρευσης της ελεύθερης σκέψης, της ελεύθερης μάθησης και του ελεύθερου λόγου. Οτιδήποτε δεν αποτελεί μέρος του αριστερού αφηγήματος για το ρόλο των Πανεπιστημίων, απαγορεύεται δια ροπάλου, δια προπηλακισμού, δια τραμπουκισμού, δια καταλήψεων και δια ρίψεως βόμβας μολότοφ.
Άλλωστε αυτό είναι το μοντέλο πάνω στο οποίο δομήθηκε το ΣΥΡΙΖΑϊκό σύστημα. Με βιογραφικά, από τα οποία απουσιάζουν ακόμα και τα ελάχιστα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και τα οποία ωστόσο είναι γεμάτα από συμμετοχές σε συλλογικότητες, σε κινήματα, σε πορείες, σε απεργίες και σε καταλήψεις. Με υπέρτατο προσόν, το περίφημο «περπάτησε στους δρόμους της Γένοβας».
Και είναι απολύτως λογικό για τους Φίληδες, τους Μπαλτάδες, να θεωρούν ότι η «αριστεία είναι ρετσινιά». Να θεωρούν ότι τα πρότυπα σχολεία είναι «καρκινώματα της εκπαίδευσης». Να θεωρούν ότι η κοινωνία μας δεν χρειάζεται «ελιτίστικα σχολεία αρίστων». Και να δηλώνουν ότι «τα πρότυπα σχολεία, αποτελούν ένα δίκτυο σχολείων για τα παιδιά μιας μειοψηφικής, μορφωτικής και κοινωνικής ελίτ, που θα λειτουργεί με ξεχωριστές προδιαγραφές και προνομιακές ρυθμίσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα σχολεία, σαν ένα καρκίνωμα στα σπλάχνα της δημόσιας εκπαίδευσης, που θα τρέφεται από την αφαίμαξη των άλλων σχολείων, των σχολείων των πολλών και των αδυνάμων.»
Οι απόψεις τους θα ήταν απλά γραφικές, αν τις εξέφραζαν μόνο στις ολομέλειες των οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ και στους καφενέδες. Οι απόψεις τους όμως είναι επικίνδυνες, διότι αυτοί οι άνθρωποι κυβέρνησαν. Και η κυβέρνηση Τσίπρα - Καμένου, θεωρούσε ότι ήταν επίτευγμα της, η κατάργηση των προτύπων σχολείων, των σχολείων που όπως υποστήριζαν, «επιλέγουν λίγους και αποκλείουν πολλούς» και «υπονομεύουν το εκπαιδευτικό έργο».
Και όμως το περασμένο Σάββατο το πρωί, οι πολίτες έδωσαν τη δική τους απάντηση στους εχθρούς της προόδου και της προκοπής. Περισσότεροι από 18.000 μαθητές διαγωνίστηκαν για να εισαχθούν στα Πρότυπα Σχολεία της χώρας. Περισσότερες από 18.000 οικογένειες, μόχθησαν για να προετοιμάσουν τα παιδιά τους γι’ αυτές τις εξετάσεις. Διότι πιστεύουν στον θεσμό των Προτύπων σχολείων. Διότι πιστεύουν στην καλή δημόσια εκπαίδευση. Διότι θέλουν το καλύτερο για τα παιδιά τους.
Ο θεσμός των Προτύπων που πέρασε μέσα από χιλιάδες κύματα, επανήλθε δυναμικά. Κοντά στο 20% των νέων παιδιών που τέλειωσαν φέτος το Δημοτικό, συμμετείχαν στους προχθεσινούς διαγωνισμούς. Τα Πρότυπα Σχολεία, είναι και πάλι εδώ! Είχαν καταργηθεί το 1985 επί ΠΑΣΟΚ, επί υπουργίας Απόστολου Κακλαμάνη. Επανήλθαν το 2011, επί υπουργίας Άννας Διαμαντοπούλου, ξανακαταργήθηκαν το 2015 από την κυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου και ξανασυστάθηκαν πανηγυρικά το 2020 επί υπουργίας Νίκης Κεραμέως.
Και το αξιοπερίεργο είναι ότι στις εξετάσεις φέρεται να συμμετείχε, εφόσον ισχύει το ρεπορτάζ της Καθημερινής, και ο γιος του Αλέξη Τσίπρα. Του πρώην πρωθυπουργού της κυβέρνησης, που είχε καταργήσει τον θεσμό των Πρότυπων Σχολείων και είχε υιοθετήσει το σύνθημα, «η αριστεία είναι ρετσινιά». Από ό, τι φαίνεται η οπισθοδρομική κομπανία των Φίληδων και των Μπαλτάδων, μένει ορφανή από υποστηρικτές ακόμα και μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ.
Η κοινωνία προχωράει. Οι πολίτες επιζητούν το καλύτερο για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Και η κυβέρνηση οφείλει να πράξει το καλύτερο γι' αυτά τα παιδιά. Τα παρατράγουδα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, μπορεί να σημαδεύουν με ανεξίτηλα μελανά χρώματα τον ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο βαρύνουν και τη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που αδυνατεί να σηκώσει το «πολιτικό κόστος» της εκκαθάρισης της παραβατικότητας στα Πανεπιστήμια.