Της Μαίρης Βενέτη
Οι μετοχές αποτελούν το κύριο μέσο αποθήκευσης πλούτου των Αμερικανών. Μια επαναφορά των διορθωτικών δυνάμεων της αγοράς θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες πολύ δυσκολότερες στα νοικοκυριά από αυτές που εμφανίστηκαν στα τέλη του έτους. Ο ρόλος των Κεντρικών Τραπεζών, αλλά και του Ντόναλτ Τραμπ.
Θυμάστε χρονιές όπως το '99, πόσες εκπομπές στην ελληνική τηλεόραση ήταν αφιερωμένες στην πορεία του χρηματιστηρίου; Αυτό συμβαίνει σήμερα στις ΗΠΑ. Ακόμα και τα δελτία ειδήσεων δείχνουν ζωντανά την πορεία των μετοχών.
Oι Αμερικάνοι αντιμετωπίζουν τις μετοχές σαν το βαρόμετρο των οικονομικών συνθηκών, γεγονός που προσδίδει στην χρηματιστηριακή αγορά τον ρόλο του καταλύτη στη διαμόρφωση της καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης.
Μετά την κρίση των ενυπόθηκων δανείων και εως το 2016, οι Αμερικάνοι μείωσαν τα ποσά των τοποθετήσεών τους στις μετοχές κατά 18,6%.
Ακόμα όμως και μετά από αυτή τη μείωση, αν δούμε τα νοικοκυριά σαν έναν τεράστιο ισολογισμό, οι μετοχές αποτελούν το 33% του συνολικού χρηματοοικονομικού ενεργητικού τους.
Αυτό σημαίνει ότι πλησιάζουμε σιγά σιγά τα ποσοστά του 2000, όταν το αντίστοιχο ποσοστό είχε ανέλθει στο 37%. Επιπλέον, το μετοχικό χαρτοφυλάκιο ξεπέρασε την αγοραία αξία του real estate. Η μόνη φορά που το ποσοστό των μετοχών ξεπέρασε το real estate ήταν το 1998-99, μετά από πέντε συναπτά έτη με κέρδη 20% ως 30% στην αγορά μετοχών.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι σε όρους καθαρών αριθμών, οι μετοχές αποτελούν το κύριο μέσο αποθήκευσης πλούτου των Αμερικανών.
Σφιχτός ο εναγκαλισμός του Αμερικάνου με το Χρηματιστήριο
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η συνολική περιουσία των αμερικανικών νοικοκυριών έχει ενισχυθεί 73% από το 2009.
Πού ήταν ο S&P τότε;
Mε χαμηλά έτους τις 666 μονάδες, έκλεισε το έτος στις 1115 μονάδες.
Το 2018 πού έκλεισε ο S&P;
Παρά τη βουτιά του δ'τριμήνου, έκλεισε στις 2800 μονάδες.
Είναι εμφανές ποιο κομμάτι του ενεργητικού απογείωσε τον ισολογισμό των νοικοκυριών όλα αυτά τα χρόνια. Ακριβώς αυτό το κομμάτι του ισολογισμού είναι υπεύθυνο και για τις απώλειες που κατέγραψαν τα νοικοικυριά στο τέλος του 2018.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Fed στις 7 Μαρτίου, η πτώση των τιμών των μετοχών κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2018, μείωσε την καθαρή περιουσία των νοικοκυριών στο τέλος του έτους κατά 3,4%, στα 104,3 τρισ. δολάρια.
Η πτώση αντισταθμίστηκε, αλλά ως ένα βαθμό μόνο, από την άνοδο της αξίας της ακίνητης περιουσίας κατά 300 δισ. δολάρια.
Πόσο πιθανή είναι μια νέα διόρθωση;
Η ιστορία μας έχει διδάξει ότι τα κύρια ρίσκα για το χρηματοπιστωτικό σύστημα πολλές φορές εντοπίζονται όταν είναι υπέρμετρα άνισα κατανεμημένα τα στοιχεία του ενεργητικού στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα.
Υπό το πρίσμα της διαχείρισης ρίσκου λοιπόν, μια επαναφορά των διορθωτικών δυνάμεων της αγοράς θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες πολύ δυσκολότερες στα νοικοκυριά από αυτές που εμφανίστηκαν στα τέλη του έτους.
Πόσο πιθανή είναι μια τέτοια προοπτική;
Αν μη τι άλλο δεν είναι απίθανη.
Η παγκόσμια ανάπτυξη μειώνει ρυθμό, γεγονός ιδιαίτερα ανησυχητικό μιας και το παγκόσμιο χρέος αυξάνεται. Ο κόσμος δεν ήταν ποτέ τόσο χρεωμένος όσο σήμερα, με το παγκόσμιο χρέος κοντά στα 250 τρισ. δολάρια, τρεις φορές υψηλότερο από ό,τι πριν από δύο δεκαετίες, με βάση τα δεδομένα του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου.
Η προοπτική της εξέλιξης των μεγεθών αυτών, «θολώνει» από τους πολλαπλούς παράγοντες ασυνέχειας, όπως οι εμπορικές διαμάχες, η αποχώρηση της Μ.Βρετανίας από την Ε.Ε και το κλίμα πολιτικής δυσαρέσκειας που αλώνει τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Αν κάποιος από αυτούς τους παράγοντες δεν εξελιχθεί αισίως, είναι λογικό να μην μείνει ανεπηρέαστη η αμερικανική αγορά, η οποία παραμένει σε υψηλές αποτιμήσεις.
Σε σημερινές τιμές η χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων υπολογίζεται σε περίπου 33 τρισεκατομμύρια δολάρια, όχι μακριά από το ρεκόρ των 36 τρισεκατομμυρίων δολαρίων του τρίτου τριμήνου του 2018.
Γιατί η FED κάνει τα πάντα για να αποτρέψει τη διόρθωση
Όσον αφορά την αγορά των ΗΠΑ, ο λόγος της χρηματιστηριακής αξίας προς το ονομαστικό ΑΕΠ ανέρχεται στο 1,6.
Αν σκεφτούμε ότι το ρεκόρ του 1,7 επετεύχθη δυο φορές στο παρελθόν - το τρίτο τρίμηνο του 2018 και το πρώτο τρίμηνο του 2000 - θα αναγκαστούμε να αναφωνήσουμε την όχι και τόσο πρωτότυπη μετά το 2008 φράση: «Πολύ μεγάλο για να αποτύχει».
Αυτό αναφώνησαν προφανώς και οι αξιωματούχοι της Fed, οι οποίοι πάγωσαν την αύξηση των επιτοκίων, τονίζοντας ότι δεν θα υπάρξει και καμία αύξηση επιτοκίων τη φετινή χρονιά.
Είναι δύσκολο να αντισταθούμε στην σκέψη ότι αυτή η μεταστροφή της Fed δεν συνδέεται με τη βουτιά των μετοχών το τέταρτο τρίμηνο του 2018.
Η επί τα χείρω αναθεώρηση των εκτιμήσεων για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας, προφανώς δεν τους άφησε πολλά περιθώρια αισιοδοξίας ότι θα αποφύγει η Wall Street νέες καθοδικές περιπέτειες.
Το ΑΕΠ αναμένεται πλέον να αναπτυχθεί με 2,1% φέτος, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για ανάπτυξη 2,3%. Η ανεργία θα διαμορφωθεί σύμφωνα με τις νεότερες εκτιμήσεις στο 3,7%, ελαφρώς υψηλότερα από ότι προβλεπόταν, και ο πληθωρισμός για το 2019 προβλέπεται να κινηθεί στο 1,8% αντί για 1,9%.
Με τέτοιες καθοδικές αναθεωρήσεις, η Fed προφανώς αισθάνθηκε την ανάγκη να δώσει «πλάτη» στις αγορές.
Ο ρόλος του Ντόναλτ Τραμπ αλλά και της ECB
Αν οι φορείς άσκησης νομισματικής πολιτικής αναζητούν στη χρηματιστηριακή αγορά μια επιβεβαίωση των αντιλήψεων τους για την οικονομία και την πολιτική που ακολουθούν, ο Αμερικανός Πρόεδρος έχει προχωρήσει πολλά βήματα πιο πέρα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ επικαλείται την πορεία των μετοχών ως βαρόμετρο της επιτυχίας ή της αποτυχίας της ηγεσίας του και δεν είναι λίγες οι φορές που έχει παρέμβει μέσω tweet-νέα ήθη και έθιμα- έναντι να επηρεάσει τις αποφάσεις της Κεντρικής Τράπεζας.
Μετά από 10 χρόνια κερδών όμως, τα ρίσκα μιας καθοδικής διόρθωσης αυξάνονται, ειδικά από τη στιγμή που τα πρόσφατα κέρδη των κεφαλαιαγορών τροφοδοτούνται πολύ περισσότερο από την υπόσχεση του εύκολου χρήματος και όχι τόσο από τα εταιρικά κέρδη.
Λαμπρή απόδειξη ότι το εύκολο χρήμα παραμένει παρόν, είναι ότι η Fed την προηγούμενη εβδομάδα πέραν του παγώματος των επιτοκίων, ανακοίνωσε ότι θα επιβραδύνει το μηνιαίο ρυθμό συρρίκνωσης του ισολογισμού της από τα $30 δισ. στα $15 δισ. από τον Μάιο και έπειτα, ενώ από τον Σεπτέμβριο θα διακόψει τις πωλήσεις στοιχείων ενεργητικού.
Ακόμα και η συντηρητική ECB πριν δύο εβδομάδες ξεκίνησε νέο γύρο τόνωσης με το τρίτο πρόγραμα TLTROs, δηλαδή νέα σειρά πολυετών δανείων για τις τράπεζες έναντι να τις ωθήσει προς τον δανεισμό επιχειρήσεων και καταναλωτών, σε μια προσπάθεια να τονώσει την ανάπτυξη. Βέβαια ο Ντράγκι παραδέχτηκε ότι οι τράπεζες χρησιμοποίησαν κάποια από τα προηγούμενα προγράμματα φθηνού δανεισμού όχι για να προσφέρουν νέα δάνεια, αλλά για να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους αγοράζοντας κυβερνητικά ομόλογα, καθώς δεν απαιτείται να διακρατηθεί κεφάλαιο ως κάλυψη απέναντι τους.
Παρά ταύτα, προχώρησε σε νέο πρόγραμμα.
Ποιο είναι το τραγικό λάθος όλων
Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι οι φορείς άσκησης πολιτικής έχουν επανειλημμένα υποστηρίξει πως έναντι να αποφύγουμε τις φούσκες, η καλύτερη άμυνα είναι η αυστηρή εποπτεία και ρύθμιση.
Όσο απομακρυνόμαστε όμως από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 , το ρυθμιστικό πλαίσιο μάλλον χαλαρώνει. Η Fed για παράδειγμα πριν αρκετές εβδομάδες απέσυρε τα ποιοτικά κριτήρια από τις ασκήσεις αντοχής των αμερικανικών τραπεζών.
Το Εποπτικό Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας απέσυρε και τον τελευταίο ασφαλιστικό κολοσσό από τη λίστα «πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν» ιδρύματα.
Όλα αυτά δεν θυμίζουν αυξημένη εποπτεία!
Η αυξημένη εποπτεία όμως ήταν αυτή που βελτίωσε τον σταθμισμένο δείκτη ίδιων κεφαλαίων των μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών από περίπου 7% τα χρόνια πριν την κρίση, σε περίπου 13% στο τέλος του 2017.
Είναι αρκετή αυτή η πρόοδος ώστε να χαλάρωσει το ρυθμιστικό πλαίσιο; Όχι.
Οι τράπεζες των ΗΠΑ- και όχι μόνο-, παραμένουν εξαιρετικά μοχλευμένα ιδρύματα. Με τον μέσο λόγο του ενεργητικού προς τα ίδια κεφάλαια στο 17 προς ένα, η δυνατότητά τους να απορροφήσουν ζημίες είναι βελτιωμένη, αλλά όχι και η καλύτερη.
Οι απαιτήσεις για τα κεφάλαια και τη ρευστότητα πρέπει να παραμείνουν αυστηρές, τα stress tests απαιτητικά και να μην γίνει άρση των προσπαθειών που ξεκίνησαν στην αρχή της κρίσης να μπει ένα τέλος στα «πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν ιδρύματα» μέσω της συντεταγμένης εκκαθάρισης των μεγάλων και πολύπλοκων χρηματοοικονομικών ομίλων.
Το γεγονός όμως ότι στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή συζητάνε ακριβώς το αντίθετο, εξετάζοντας τη συγχώνευση Deutsche Bank και Commerzbank, αποδεικνύει ένα πράγμα: Είτε στις ΗΠΑ, είτε στην Ευρώπη, μαθαίνουμε από την ιστορία και μετά ξεχνάμε.
Για άλλη μια φορά γίνεται το ίδιο λάθος. Το ρυθμιστικό πλαίσιο χαλαρώνει λόγω της πρόσφατης περιόδου ανάπτυξης, οι ΗΠΑ ξεχειλώνουν αυτή τη χαλάρωση και όταν η ζημιά γίνει πάλι πολύ μεγάλη, τότε θα τρέχουν όλοι σε ρυθμίσεις αυξημένης εποπτείας.
Τον λογαριασμό θα τον πληρώσουμε όλοι, αν και πιθανότατα τα αμερικανικά νοικοκυριά θα τον παραλάβουν πρώτα.
Ποια θα μπορούσε να είναι η λύση;
Όλοι γνωρίζουμε ότι τα επιτόκια παίζουν μεγάλο ρόλο στην ώθηση των οικονομικών κύκλων. Αν μια Κεντρική Τράπεζα θέλει να αυξήσει τον πληθωρισμό σε μια οικονομία με δομικά αδύναμη ζήτηση, θα το κάνει ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη της πίστωσης και του χρέους. Όπως ακριβώς έκαναν αυτές τις μέρες για άλλη μια φορά ο Μάριο Ντράγκι και ο Τζερόμ Πάουελ.
Αυτή η νομισματική πολιτική μπορεί όμως να αποτύχει να αυξήσει τον πληθωρισμό στα επιθυμητά επίπεδα. Στην Ευρωζώνη μετά την κρίση του 2008, αυτό το έχουμε εμπεδώσει υπέρ του δέοντος, καθώς έχουμε ένα αποπληθωριστικό πλεόνασμα χρέους. Το οποίο με τη σειρά του, δημιουργεί την ανάγκη για ακόμα χαμηλότερα ονομαστικά και πραγματικά επιτόκια. Εν ολίγοις, οι χρηματοπιστωτικοί μηχανισμοί που χρησιμοποιήθηκαν για να διαχειριστούν την οικονομική στασιμότητα, είναι αυτοί που παρόξυναν τις γενεσιουργές δυνάμεις της.
Τι χρειάζεται για να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος; Αν και «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» ο super Mario έχει δώσει την απάντηση: Να αναλάβουν τα κράτη το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί προσαρμόζοντας την δημοσιονομική τους πολιτική αντίστοιχα. Αν η ιδιωτική ζήτηση είναι δομικά αδύναμη, οι κυβερνήσεις πρέπει να καλύψουν το κενό. Τόσο απλά.
Και δόξα το θεό, έχουν μια καλή βάση για να ξεκινήσουν. Βλέπετε τα χαμηλά επιτόκια κάνουν τα ελλείμματα περισσότερο βιώσιμα. Ποιός είναι όμως ο καλύτερος τρόπος να εκμεταλλευτούμε τα ελλείμματα αυτά; Αυτό εξαρτάται από τις κυβερνήσεις. Αν ο ιδιωτικός τομέας δεν επιθυμεί να επενδύσει, τότε αυτές πρέπει να το κάνουν,ή έστω να βελτιώσουν τα κίνητρα ώστε να επενδύσουν οι ιδιώτες. Εν ολίγοις, η λύση είναι να περάσει η πρωτοβουλία από τις Κεντρικές Τράπεζες στα κράτη, τα οποία θα πρέπει να προχωρήσουν σε ένα business plan μίξης δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Έστω και αν πράττει κάτω από την πίεση των Κίτρινων Γιλέκων, η κυβέρνηση της Γαλλίας για παράδειγμα είναι πιθανό να δημιουργήσει συνθήκες σημαντικής ενίσχυσης της οικονομίας της, μέσω της περικοπής των φόρων και της αύξησης των δαπανών.
Η κίνηση αυτή θα πρέπει να βρει μιμητές. Όσον αφορά την Ευρωζώνη οι μιμητές θα πρέπει να είναι κυρίως από τον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης. Και αυτό γιατί οι μεγαλύτερες κρατικές δαπάνες θα μπορούσαν να αποδειχθούν προβληματικές για εκείνα τα μέλη της ζώνης του ευρώ, που τα χρέη τους είναι ήδη επικίνδυνα υψηλά, όπως η Ιταλία, ή η Ισπανία. Μια πτώση της εμπιστοσύνης, θα μπορούσε να μετατρέψει αυτούς που θέλουν να δαπανήσουν σε αποταμιευτές, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Και αυτό είναι κάτι που δεν το θέλουμε.
Αν και λοιπόν θα ήταν πιο αποτελεσματικό οι κρατικές δαπάνες να αυξηθούν συντονισμένα στην Ευρωζώνη, εντούτοις οικονομίες όπως αυτή της Γερμανίας θα πρέπει να αναλάβουν το μεγαλύτερο βάρος αυτής της δημοσιονομικής προσαρμογής. Αυτό είναι το μεγαλύτερο στοίχημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ταυτόχρονα ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχήματα των χρηματαγορών.
*Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων.
Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.
Η κ. Μαίρη Βενέτη είναι Πιστοποιημένη Διαχειριστής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς