Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Το σκηνικό επαναλήφθηκε. Την προηγούμενη φορά, ήταν η κυβέρνηση από την μια πλευρά του τραπεζιού και οι διοικήσεις των τραπεζών από τη άλλη πλευρά. Την τελευταία φορά, ήταν και πάλι η κυβέρνηση από την μια πλευρά του τραπεζιού και οι διοικήσεις των εταιρειών τηλεφωνίας από την άλλη πλευρά του τραπεζιού.
Πιθανόν, οι εικόνες αυτές να ικανοποιούν αρκετούς, που βλέπουν την κυβέρνηση και το κράτος να παρεμβαίνει υπέρ των καταναλωτών. Εξ άλλου οι εικόνες αυτές απαντούν ευθέως στα χιλιοειπωμένα ερωτήματα, του τύπου «που είναι το κράτος;» και «γιατί δεν επεμβαίνει το κράτος;» Είναι όμως αυτή η δουλειά του κράτους; Να παρεμβαίνει στην τιμολόγηση υπηρεσιών που παρέχουν οι τράπεζες και οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών; Αποτελεί αυτή η κρατική παρέμβαση, δείγμα σεβασμού προς την οικονομική ελευθερία και την επιχειρηματικότητα;
Ας δούμε πρώτα το θέμα των τραπεζών, με το οποίο έχουμε ασχοληθεί ξανά και ακολούθως το θέμα των παρόχων υπηρεσιών τηλεφωνίας και διαδικτύου. Σύμφωνα με τη τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, τα λειτουργικά έσοδα των τραπεζών κινούνται σε οριακά επίπεδα. Τα καθαρά έσοδα από τόκους είναι μειωμένα και οι τράπεζες βασίζονται πλέον σε μη τοκοφόρες εργασίες και σε μη επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες, όπως είναι οι εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, οι πωλήσεις θυγατρικών και τα έσοδα από προμήθειες για τις υπηρεσίες που παρέχουν.
Το κράτος διαχρονικά, μέσω των πάσης φύσεως παρεμβάσεων του, έχει στρεβλώσει πλήρως την λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Με κυβερνητικές παρεμβάσεις απορροφούσε το τραπεζικό σύστημα το σύνολο των ελληνικών ομολόγων, που ρευστοποιούσαν οι ξένοι επενδυτές, εν αναμονή του PSI. Με κρατικές παρεμβάσεις, μέσω υποχρεωτικών εξαγορών και συγχωνεύσεων, αναδιαρθρώθηκε το νέο τραπεζικό σύστημα. Με κρατικές παρεμβάσεις, ολοκληρώθηκαν και οι τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Με κρατική παρέμβαση, διαμορφώθηκε το πλαίσιο της αναποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το καθεστώς της προστασίας των ασυνεπών δανειοληπτών. Και τώρα, με κρατική παρέμβαση και πάλι επιχειρεί η κυβέρνηση να μειώσει την μόνη βασική και σταθερή πηγή εσόδων, που είναι οι τραπεζικές προμήθειες. Προμήθειες, τις οποίες καταβάλουν όλοι οι πελάτες των τραπεζών, απανταχού της γης.
Και αφού η κυβέρνηση διαπίστωσε τη θετική ανταπόκριση των ψηφοφόρων, στη παρέμβαση της προς τις τράπεζες, προχώρησε την ατζέντα των κρατικών παρεμβάσεων και στις εταιρίες τηλεπικοινωνίας τις οποίες κάλεσε να μειώσουν τις χρεώσεις τους.
Η τιμολόγηση των υπηρεσιών της σταθερής τηλεφωνίας και του διαδικτύου, της κινητής τηλεφωνίας μέσω συμβολαίων, της κινητής καρτοτηλεφωνίας και της συνδρομητικής τηλεόρασης, έχει υποστεί μια σημαντική κακοποίηση, λόγω της επιβολής διαφόρων τελών. Έτσι η σταθερή τηλεφωνία και το υπηρεσίες διαδικτύου, επιβαρύνονται με ένα επιπλέον τέλος 5% επί της αξίας του τιμολογίου, επιβαρυμένο και αυτό με ΦΠΑ, με αποτέλεσμα το τέλος σταθερής τηλεφωνίας να διαμορφώνεται πάνω από 6%.
Στις υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας, έχει επιβληθεί ειδικό κρατικό τέλος, που κυμαίνεται από 12% έως 20%, ανάλογα με το ύψος του λογαριασμού. Και επ' αυτού του συνολικού αθροίσματος των παρεχόμενων υπηρεσιών και του φορολογικού τέλους, εφαρμόζεται ΦΠΑ.
Σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, η Ελλάδα έχει την υψηλότερη συνολική φορολόγηση υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις αθροιστικές φορολογικές επιβαρύνσεις να κυμαίνονται μεταξύ του 39% και του 49% της τελικής επιβάρυνσης.
Επίσης, έχει επιβληθεί τέλος φορολογίας 10% και στους λογαριασμούς της συνδρομητικής τηλεόρασης, ενώ επιπλέον ζητείται η απόδοση του 3% των εσόδων ως αντάλλαγμα για τη χρήση συχνοτήτων δορυφορικής μετάδοσης, όπως επίσης και ένα επιπλέον 4% ως φόροι υπέρ τρίτων (Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΔΟΕΑΠ κ.λπ.). Και φυσικά στα ως άνω ποσά, επιβάλλεται ΦΠΑ. Ειδικά στη συνδρομητική τηλεόραση, το τοπίο αλλάζει με υπερβολική ταχύτητα, με την είσοδο των υπηρεσιών της Netflix, της Apple TV, της Walt Disney, της HBO Max, της Prime Video, της Rakuten, της Google, τη Amazon κ.α. Ο ανταγωνισμός γίνεται εξοντωτικός, με το κράτος να επιβαρύνει υπέρμετρα τις ελληνικές εταιρίες παροχής συνδρομητικής τηλεόρασης.
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη του ΙΟΒΕ, εκτιμάται ότι οι υπηρεσίες κινητών επικοινωνιών ανέρχονται περίπου στα 3,9 δισ. ευρώ δηλαδή στο 2,1% του ΑΕΠ. Και φυσικά εδώ δεν υπολογίζεται το άθροισμα των υπόλοιπων υπηρεσιών που βασίζονται πάνω στις υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας, που είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Και αυτό διότι όλες οι δραστηριότητες του συνόλου σχεδόν της ελληνικής οικονομίας έχουν περάσει πλέον στο mobile περιβάλλον.
Τέλος ας σημειωθεί ότι κατά την περίοδο 2010-2018 οι επενδύσεις των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας ανήλθαν στα 2,7 δισ. ευρώ, πέραν του 1 δισ. ευρώ που καταβλήθηκε για την απόκτηση αδειών.
Αντί λοιπόν, η κυβέρνηση να παρεμβαίνει στην τιμολογιακή πολιτική των εταιριών τηλεφωνίας, δεν θα ήταν προτιμότερο να απαλλάξει του καταναλωτές από τα επιπλέον τέλη και την υπερφορολόγηση των υπηρεσιών, που όπως προαναφέραμε σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ανέρχονται στο 39%-49% του συνολικού κόστους του καταναλωτή;
Μπορεί η εικόνα της κυβέρνησης που παρεμβαίνει και πιέζει τις δυνάμεις των αγορών, να συγκινεί μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, μια που η εικόνα του καλού «κράτους - πατερούλη» κυριαρχεί εδώ και δεκαετίες, στην λογική των κρατιστών όλου του πολιτικού φάσματος. Όμως δημιουργεί στρεβλώσεις και ανατρέπει όλη την κυβερνητική φιλοσοφία περί της αναγκαιότητας της οικονομικής ελευθερίας, ως ακρογωνιαίου λίθου για την εκκίνηση μιας νέας εποχής για την χώρα της.
*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης: Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.