Με αφορμή την αντικατάσταση του κ.Κ Τσουκαλά από την προεδρία του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού, είναι ευκαιρία να επανέρθει στον δημόσιο διάλογο η λειτουργία, εν έτει 2020, αγνώστου αριθμού κρατικών οργανισμών. Είμαι σίγουρος πως ουδεμία αρχή γνωρίζει τον ακριβή αριθμό τους και, ως εκ τούτου, το συνολικό κόστος λειτουργίας τους-- που το πληρώνει ο φορολογούμενος πολίτης-- και τον αριθμό των απασχολουμένων σε αυτούς.
Τελευταία φορά που έγινε μια απόπειρα καταγραφής τους ήταν επί πρωθυπουργίας Γ.Α.Παπανδρέου. Μάλιστα, για να καταδειχθεί η σοβαρότητα αυτής της προσπάθειας αυτό το καθήκον ανατέθηκε τότε στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, κ. Θ.Πάγκαλο.
Το αποτέλεσμα;
Όλοι οι υπουργοί αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί του, με αποτέλεσμα να εκφυλισθεί εν τη γενέσει της αυτή η προσπάθεια.
Έκτοτε δεν παρατηρήθηκε ανάλογη απόπειρα καταγραφής των κρατικών οργανισμών.
Είναι ολοφάνερο πως το πρόβλημα αφορά το πολιτικό σύστημα συνολικά. Είναι μια από τις παθογένειες που ταλαιπωρεί την μεταπολιτευτική μας δημοκρατία, με σημαντικό κόστος στον κρατικό προϋπολογισμό.
Υπάρχει ένα διακομματικό consensus πάνω σε αυτό το φαινόμενο. Καμιά κυβέρνηση δεν θέλει να αγγίξει αυτό το θέμα και καμιά αντιπολίτευση δεν την εγκαλεί γι΄αυτήν την αδράνεια της.
Και είναι φυσικό.
Μέσα από τους κρατικούς οργανισμούς στήνεται το πελατειακό κράτος. Μέσα από τους κρατικούς οργανισμούς όλοι οι υπουργοί δημιουργούν τους στρατούς των ψηφοφόρων τους, που κινητοποιούνται στην προεκλογική περίοδο.
‘Οποια κυβέρνηση τολμήσει να θίξει την καταγραφή και την αναγκαιότητα των κρατικών οργανισμών, θα στείλει ένα θετικό μήνυμα στους επενδυτές και στην κοινωνία πως κάτι αλλάζει στην λειτουργία της Εθνικής Οικονομίας.
Το ζήτημα δεν είναι μόνον δημοσιονομικό. Είναι και συμβολικό. Αν αρχίσει η διαδικασία της καταγραφής και της αξιολόγησης όλων των κρατικών οργανισμών από ανεξάρτητους αξιολογητές—όχι τους προϊστάμενους υπουργούς τους—τότε θα δοθεί η δυνατότητα στην κυβέρνηση που θα το αποφασίσει, να κρίνει ποιοι παράγουν έργο και ποιοι όχι. Και αυτοί που δεν χρειάζονται να κλείσουν.
Προφανώς και όλοι οι κρατικοί οργανισμοί δεν είναι άχρηστοι. Αλλά πώς θα διαπιστώσουμε αυτό; Ως πότε οι υπουργοί θα καλύπτουν το κόστος λειτουργίας τους υπό καθεστώς αδιαφάνειας;
Θα περίμενα από μια φιλελεύθερη κυβέρνηση να θέσει τον δάχτυλον επί τον τύπον των ήλων. Μέχρι στιγμής διστάζει. Φοβάται το πολιτικό κόστος; Προσπαθεί και αυτή να εκμεταλλευθεί μικροκομματικά την λειτουργία τους; Πιθανόν και τα δύο.
Όμως ο φορολογούμενος πολίτης εξακολουθεί και συντηρεί απίθανους κρατικούς οργανισμούς, που ούτε μπορεί να φανταστεί ότι υπάρχουν.
Και εργαζόμενοι τι θα γίνουν, αν κριθεί πως οι οργανισμοί στους οποίους απασχολούνται δεν παράγουν έργο; Αυτό είναι το εύκολο ερώτημα που απευθύνουν οι φανεροί ή κρυφοί θιασώτες του κρατισμού.
Απάντηση: ό, τι συμβαίνει στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα που είτε κλείνει η επιχείρηση στην οποίαν εργάζονται είτε περιστέλλεται η δραστηριότητα της. Από πού και ως πού θα επικαλούμαστε την αργομισθία ως επιχείρημα για να κρατήσουμε στην ζωή οργανισμούς που δεν παράγουν έργο;
Αν στις αρχές του 2010 η τότε κυβέρνηση έκλεινε κρατικούς οργανισμούς—που αυξήθηκαν στην δεκαετία του 2000-- οι αγορές πιθανόν να πειθόταν πως υπάρχει ειλικρινής βούληση για περιστολή του θηριώδους ελλείμματος.
Συνεπώς σήμερα ουδόλως θα πρέπει να μας απασχολεί ποιος διαδέχεται τον κ.Κ.Τσουκαλά στο Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, αλλά να μας προβληματίζει πως υπάρχει παρόμοιο κρατικό ίδρυμα.