Ένας διάλογος με ιδιαίτερο πάθος και ένταση έχει ξεκινήσει το τελευταίο χρονικό διάστημα, σχετικά με τη μικρή και μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Οι αφορμές είναι δυο. Η πρώτη είναι η αδυναμία πρόσβασης αυτής της κατηγορίας επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό. Και η δεύτερη είναι η παροχή κινήτρων από την πλευρά της πολιτείας για την συγχώνευση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τη δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων.
Όπως ανέλυε προ ημερών ο Μιχάλης Μιχαηλίδης στο άρθρο του «Οικονομία και χρηματιστήριο: Το μέγεθος μετράει!» το 48,5% των ελληνικών επιχειρήσεων απασχολεί λιγότερους από δέκα συνεργάτες, ενώ στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό επιχειρήσεων είναι 30%. Το 56% της απασχόλησης αντιστοιχεί σε πολύ μικρές επιχειρήσεις που διαθέτουν έως πέντε υπαλλήλους. Μόνο μία στις πέντε ελληνικές επιχειρήσεις έχει περισσότερους από 250 εργαζόμενους. Πάνω από το 90% των θέσεων εργασίας, προέρχονται από εταιρείες με λιγότερους από 49 υπαλλήλους. Το δε ποσοστό της αυτοαπασχόλησης ανέρχεται στο 36% ένα ποσοστό πολύ ψηλότερο του μέσου ευρωπαϊκού όρου, που προσεγγίζει το 20%.
Ως αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία παρουσιάζει χαμηλή παραγωγικότητα και αποτελεσματικότητα, κατακερματισμένη επιχειρηματικότητα, χαμηλό επίπεδο εξωστρέφειας, σημαντικά επενδυτικά και αποταμιευτικά κενά, συστηματικά χαμηλές παραγωγικές επενδύσεις και μια αργή στροφή σε κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Το μοντέλο αυτό, μπορεί στην Ελλάδα ακόμα να στέκεται όρθιο, όμως δεν επιτρέπει ούτε σε αυτές τις εταιρείες να επιβιώσουν μακροπρόθεσμα, αλλά ούτε και στην ελληνική πραγματική οικονομία να περάσει σε μια άλλη φάση. Κάποιες από αυτές τις εταιρείες, απλά προσφέρουν απασχόληση στα μέλη μιας οικογένειας. Κάποιες άλλες, μέσω της επιχειρηματικότητας δίνουν λύσεις στο πρόβλημα της ανεργίας των μελών των εταιρειών. Αφού είναι μονάδες, που δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα πέραν του να βγάζουν ένα μεροκάματο στην οικογένεια, μέσω της μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας των μελών της και να προσφέρουν δουλειά σε δυο - τρεις κακοπληρωμένους υπάλληλους.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ΕΥ, μόλις το 30% των ελληνικών επιχειρήσεων σκοπεύουν να επιδιώξουν συγχωνεύσεις και εξαγορές τους επόμενους 12 μήνες. Ένα ποσοστό, που παρεκκλίνει σημαντικά από τον διαχρονικό μέσο όρο που καταγράφει η έρευνα για τη χώρα, ο οποίος κυμαίνεται στο 41%. Οι περισσότερες εταιρίες δηλώνουν ότι θα επικεντρωθούν σε εξαγορές που θα αυξήσουν τις επιχειρησιακές δυνατότητές τους, όπως η αποδοτικότητα της παραγωγής ή η βελτίωση της αλυσίδας διανομής, καθώς επιδιώκουν να ανταποκριθούν στις κανονιστικές και εμπορικές προκλήσεις, και να ενισχύσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους. Άλλες επιχειρήσεις δείχνουν μια προτίμηση για συμφωνίες οι οποίες θα τις βοηθήσουν να αναπτυχθούν σε ένα νέο επιχειρηματικό πεδίο παραπλήσιο του κύριου αντικειμένου τους.
Αλλά και αυτό το δείγμα εταιρειών αποτελείται από μεγαλύτερα σχήματα. Οι υπόλοιπες δεν βλέπουν το μέλλον τους να περνάει ούτε μέσα από συγχωνεύσεις, αλλά ούτε και μέσα από τη δημιουργία πολυμετοχικών σχημάτων. Ακόμα και τα κυβερνητικά κίνητρα που δίδονται, δεν είναι ικανά να ενεργοποιήσουν τέτοιου είδους πρωτοβουλίες. Αλλά ούτε και οι δυσχέρειες της πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα, ωθούν τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στα να σκεφτούν μεγαλύτερα.
Δεν είναι δε τυχαίο το γεγονός ότι μόλις το 44% των μικρομεσαίων επιχειρηματιών δηλώνουν αποφασισμένοι να αξιοποιήσουν τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ειδικότερα, πρόκειται κυρίως για στρατηγικά δυναμικές επιχειρήσεις με ροπή προς ψηφιοποίηση, καινοτομία και συνεργασίες, οι οποίες ενδιαφέρονται για όλο το φάσμα διαθέσιμων δράσεων. Ενώ η πλειοψηφία αυτών έχει διάθεση να συνεισφέρει ίδια κεφάλαια άνω του ελάχιστου 20%.
Οι άλλες τι περιμένουν; Δίχως επαρκή κεφάλαια, δίχως ικανοποιητική πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, πως σχεδιάζουν να κινηθούν; Αρκετές από αυτές, μπερδεύουν την πολυμετοχικότητα των επιχειρηματικών σχημάτων με τους συνεταιρισμούς, που πέρα από κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, έχουν αποτύχει παταγωδώς. Σε άλλες, οι ιδιοκτήτες προτιμούν να είναι καραβοκύρηδες στο μικρό καράβι τους, παρά να συγκυβερνούν ένα μεγαλύτερο καράβι με εκτόπισμα και ταξίδια. Η λέξη «συγχώνευση» ακόμα και μέσα από το πρίσμα των κυβερνητικών κινήτρων, αποτελεί κόκκινο πανί για τους μικρομεσαίους ταυρομάχους.
Όπως έγραφε σε μια παρέμβαση του ο Βασίλης Γεώργας, η συγχώνευση μειώνει το λειτουργικό κόστος, μειώνει την τιμή και δημιουργεί προϊόντα ποιότητας που μπορούν να κινηθούν με αξιώσεις στην εγχώρια και στις διεθνείς αγορές. Και αυτό ισχύει σε όλα τα πλάτη και μήκη της επιχειρηματικότητας, από τα αγροτικά προϊόντα, μέχρι τα προϊόντα της πληροφορικής και από την παροχή υπηρεσιών, μέχρι την τουριστική βιομηχανία.
Δεν περιμένουμε μέσα από αυτές τις συγχωνεύσεις να ξεπεταχτούν οι νέοι εθνικοί πρωταθλητές της επιχειρηματικότητας ή η νέα «dream team» των εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Περιμένουμε όμως ότι μέσα από αυτή τη διεργασία των συγχωνεύσεων, των απορροφήσεων και των εξαγορών, να κτισθούν ισχυρές επιχειρήσεις που να μπορούν να σταθούν όρθιες στην εγχώρια αγορά. Που να υποκαταστήσουν σε πρώτη φάση τα εισαγόμενα προϊόντα και ακολούθως να διεισδύουν στις ξένες αγορές προσφέροντας ανταγωνιστικά και καινοτόμα προϊόντα. Πολύ φοβόμαστε ότι το μοντέλο του μικρού έξυπνου και καταφερτζή επιχειρηματία έχει ξεπεραστεί. Η νέα εποχή απαιτεί επιχειρηματικές δομές, στρατηγικές, συνεργασία ανθρώπινων πόρων και επάρκεια ιδίων ή δανεικών κεφαλαίων. Σε πόσα από αυτά τα ζητούμενα, ανταποκρίνονται άραγε οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις;