Η ίδρυση του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας ήταν μια από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις που έγιναν στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Μια υπερκομματικού χαρακτήρα μεταρρύθμιση, λαμβάνοντας υπ' όψιν ότι ο ΕΟΠΥΥ συστήθηκε αρχικά με τον ν. 3918/2011 και απέκτησε την σημερινή του μορφή με τον ν. 4238/2014
Φαίνεται, όμως, ότι ο οργανισμός που δημιουργήθηκε για την ορθολογική διαχείριση των δαπανών υγείας, με στόχο την εξοικονόμηση δαπανών και την αποτελεσματικότερη και ποιοτικότερη παροχή υπηρεσιών υγείας προς τους ασφαλισμένους βρίσκεται, με ευθύνη διαδοχικών κυβερνήσεων, σε τροχιά απαξίωσης και συρρίκνωσης και αντιμετωπίζει βαθιές «πληγές» που δεν επουλώνονται.
Δυστυχώς, το πολιτικό σύστημα της χώρας, ενώ υποχρεώθηκε από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να υλοποιήσει τη μεγάλη μεταρρύθμιση στη διαφανή και σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα διαχείριση των δαπανών υγείας, ουδέποτε πίστεψε σε αυτή τη σημαντική θεσμική αλλαγή: Ενας ανεξάρτητος οργανισμός με τεχνοκρατική επάρκεια δεν είναι επιθυμητός από την πολιτική τάξη της χώρας, που κάνει κάθε προσπάθεια να μεταφέρει και πάλι την ευθύνη των κρισιμότερων αποφάσεων και διαχειριστικών πράξεων στην κυβέρνηση και την κομματικά ελεγχόμενη δημόσια διοίκηση.
Τα τελευταία χρόνια, είδαμε διαδοχικές και ιδεολογικά αντίθετες κυβερνήσεις να ακολουθούν πολιτική έναντι του ΕΟΠΥΥ με κοινό παρονομαστή απομάκρυνση από τα ευρωπαϊκά πρότυπα μέσω της προσπάθειας ελέγχου και χειραγώγησης του οργανισμού και μεταφοράς των αρμοδιοτήτων του στην κυβέρνηση ή, ακόμη και στο γραφείο του υπουργού.
Αυτό έγινε με τη μετάβαση από ένα πρότυπο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο σύμφωνα με τους κανόνες του διοικητικού ορθολογισμού παραπέμπει σε ανεξάρτητη λειτουργική - διοικητική δράση, σε ένα διοικητικό υβρίδιο που τυπικά φέρει τη μορφή ΝΠΔΔ, ενώ ουσιαστικά έχει διαβρωθεί και μετατραπεί σε υπηρεσία του υπουργείου Υγείας.
Ενδεικτικό αυτής της μετάλλαξης είναι το γεγονός ότι η εποπτεία του ΕΟΠΥΥ, ενός οργανισμού που διαχειρίζεται πάνω από 5 δισ, έχει ανατεθεί σε ένα τμήμα του υπουργείου Υγείας, στο οποίο «λογοδοτούν», η Διοίκηση και το σύνολο της ιεραρχίας του ΕΟΠΥΥ, αλλά και το ότι μεθοδικά και σταδιακά η γραφειοκρατία του υπουργείου Υγείας «αφαίμαξε» τον οργανισμό από κάθε αρμοδιότητα που του προσέδιδε τη δυνατότητα να ρυθμίσει την αγορά σύμφωνα με ενιαίους και αποτελεσματικούς κανόνες.
Ενδεικτικά αναφέρονται η μεταφορά των αρμοδιοτήτων της επιτροπής διαπραγμάτευσης για τις τιμές φαρμάκων, των μητρώων φαρμάκων, η χωρίς προηγούμενη μελέτη βιωσιμότητας, η επιβάρυνση του ΕΟΠΥΥ με την χορήγηση προνοιακών παροχών, καθώς και το ότι οι προμήθειες κάθε είδους πρέπει να περνούν από τον έλεγχο των υπαλλήλων του υπουργείου Υγείας (με τραγελαφικά αποτελέσματα, αφού μπορεί να χρειασθούν μήνες για μια προμήθεια χαρτιού εκτύπωσης).
Οι τεράστιοι πόροι που διαχειρίζεται ο ΕΟΠΥΥ, της τάξεως άνω των 5 δισ. ευρώ ετησίως, οι οποίοι προέρχονται από τις εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων και μόνο σε ελάχιστο ποσοστό από τον κρατικό προϋπολογισμό, ο οποίος εισφέρει μόλις 80 εκατ. ευρώ ετησίως, είναι πλέον αμφίβολο αν τελούν υπό ορθολογική, τεχνοκρατική διαχείριση ενός οργανισμού με στοιχειώδη εχέγγυα διοικητικής ανεξαρτησίας, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα αλλά και τις δεσμεύσεις τις χώρας προς τους ευρωπαίους εταίρους.
Οι κομματικές πολιτικές στο χώρο της υγείας, που οδήγησαν στην ανεξέλεγκτη διόγκωση των δαπανών τη δεκαετία του 2000, συμβάλλοντας καθοριστικά στη δημοσιονομική κατάρρευση του 2009, δεν είναι πλέον καθόλου βέβαιο ότι δεν θα επαναληφθούν στο μέλλον, όσο ο ΕΟΠΥΥ λειτουργεί σαν «μαγαζάκι» του υπουργείου Υγείας και υποτάσσεται σε πολιτικά και κομματικά κριτήρια και επιδιώξεις.
Στο μεταξύ, θεμελιώδη προβλήματα, που υπονομεύουν τη λειτουργία του ΕΟΠΥΥ παραμένουν άλυτα.
Οι εισφορές των κοινωνικών εταίρων εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται για να χρηματοδοτείται, χωρίς καμία μελέτη βιωσιμότητας, η κάλυψη των ανασφάλιστων όχι σε επίπεδο αναγκαίων παροχών υγείας αλλά κατά πλήρη εξίσωση με τις παρεχόμενες υπηρεσίες κοινωνικής ασφάλισης στον δημόσιο τομέα, η οποία κατ’ εξοχήν αποτελεί ένα πεδίο προνοιακής πολιτικής, για το οποίο την ευθύνη θα έπρεπε να έχει αναλάβει ο κρατικός προϋπολογισμός. Για τη φαρμακευτική δαπάνη για τους ανασφάλιστους, ο ΕΟΠΥΥ έχει επιβαρυνθεί με ποσό της τάξεως των 700 εκατ. ευρώ περίπου το 2020.
Σε επόμενο άρθρο θα αναλύσουμε την επίδραση που έχει στους ασφαλισμένους η προβληματική λειτουργία του ΕΟΠΥΥ και ειδικότερες προτάσεις για μια μεταρρύθμιση που θα επιτρέψει να αποκατασταθεί η υγιής λειτουργία του Οργανισμού προς όφελος όλων των ασφαλισμένων και της εθνικής οικονομίας.
Ανάγκη μεταρρύθμισης
Αναγκαίο είναι πλέον να συζητηθεί ορθολογικά μια σοβαρή μεταρρύθμιση για να διορθωθεί η πορεία του ΕΟΠΥΥ και να επιτελέσει ο οργανισμός τον σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκε, λειτουργώντας πραγματικά σε συνθήκες ανεξαρτησίας, προς το συμφέρον όχι μόνο των επιχειρήσεων και των εργαζομένων που τον χρηματοδοτούν καθώς και για την παροχή ποιοτικών και αποτελεσματικών υγειονομικών υπηρεσιών με ισότιμη πρόσβαση, με τεχνοκρατικό και ορθολογικό τρόπο, μακριά από τις παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας και της δημόσιας διοίκησης.
Μια πρόταση που είναι ώριμο να συζητηθεί είναι να υιοθετηθεί και για τον ΕΟΠΥΥ το μοντέλο ανεξάρτητης αρχής που έχει καθιερωθεί για την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ):
- Να μετατραπεί, δηλαδή, ο ΕΟΠΥΥ σε μια ανεξάρτητη αρχή, στη διοίκηση της οποίας, πέραν του προέδρου, που θα τοποθετείται με ανοιχτές διαγωνιστικές διαδικασίες από τον εκάστοτε υπουργό, θα έχουν κρίσιμο ρόλο και δύο αντιπρόεδροι, ένας προτεινόμενος από τους εργοδότες και ένας από τους εργαζομένους και τα μέλη του Δ.Σ. να είναι αντιπροσωπευτικά από όλους τους κοινωνικούς εταίρους, από εκπροσώπους των ασθενών, καθώς και από τους εκπροσώπους των συμβαλλόμενων πλευρών. Στόχος τους θα πρέπει να είναι η συνεχής ορθολογική χάραξη ανθρωποκεντρικών ποιοτικών πολιτικών υγείας στο πλαίσιο των εκάστοτε οικονομικών δεδομένων.
Πρέπει, επιτέλους, να γίνει αντιληπτό από το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία ότι η πολιτική/κομματική διαχείριση της Υγείας, όπως αποδείχθηκε με τον πλέον τραυματικό τρόπο για τη χώρα τη δεκαετία του 2.000, οδήγησε σε κατασπατάληση τεράστιων πόρων, η οποία συνετέλεσε καθοριστικά στη δημοσιονομική κατάρρευση του 2009.
Ταυτόχρονα, οι μόνοι που ωφελήθηκαν από αυτή την πολιτική ήταν ιδιωτικά συμφέροντα και πελατειακά δίκτυα των κομμάτων. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως, ιδιαίτερα υπό το φως των δραματικών εξελίξεων με την κρίση της πανδημίας, ένα πραγματικά ανεξάρτητο φορέα, που με τεχνοκρατική επάρκεια και διαφάνεια θα διαχειρίζεται τους πόρους για την παροχή υπηρεσιών Υγείας. Ας δώσουμε στον ΕΟΠΥΥ μια ευκαιρία!
*Ο Γρηγόρης Σαμπάνης είναι οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών, πρώην μέλος δ.σ. ΕΟΠΥΥ