Aπό την έλευση της πανδημίας αλλά ιδιαίτερα από το καλοκαίρι και μετά, είδαμε μια σημαντική επιδείνωση της ψυχολογίας των πολιτών. Τελευταία, ψυχίατροι και ψυχολόγοι εργάζονται περισσότερο από ποτέ, μιας και η απαγόρευση έφερε τον κόσμο αντιμέτωπο με τις φοβίες και τα άγχη που παλαιότερα απέφευγε. Ίσως ήταν και αυτό ένας παράγοντας που βοήθησε να σταθεί με γενναιότητα η κα Μπεκατώρου και να περιγράψει την ιστορία που τη σημάδεψε τόσο βίαια.
Αυτό λοιπόν έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς και πολλές να ταυτιστούν μαζί της (εξ αυτού και το #MeToo) και να τολμήσουν να αντιμετωπίσουν τους δυνάστες της ψυχικής τους υγείας και να σκεφτούν ίσως για πρώτη φορά πως ίσως μπορέσουν να βρουν τη γαλήνη που τους στέρησαν. Άλλωστε οι πρωταγωνιστές είναι και πρέπει να είναι τα θύματα. Είναι όμως τελικά δυνατόν αυτό;
Ο ξένος τύπος (Νew York Times) γράφει μάλλον σωστά πως η θύελλα καταγγελιών ενάντια σε ισχυρά ονόματα και πρόσωπα που χαίρουν σεβασμού από τον κόσμο της ελληνικής τέχνης λαμβάνει χώρα σε μία από τις πιο συντηρητικές κοινωνίες της Ευρώπης, όπου τέτοιου είδους κακοποιήσεις ψιθυρίζονταν για χρόνια, αλλά δεν συζητιούνταν ποτέ ανοιχτά, πόσο μάλλον να διώκονταν.
Στα ιατρείο μου είχα τη τιμή και είδα ανθρώπους συγκινημένους να τολμούν να μιλήσουν και για δικές τους ανάλογες εμπειρίες που είχαν απωθήσει όσο μπορούσαν στο βάθος του μυαλού τους. Ένδειξη κομβικής στιγμής στη κοινωνία μας. Σίγουρα όμως με αδέξια αντανακλαστικά.
Μετά λύπης είδαμε δυστυχώς, ένα θέμα που προσφέρεται για συναινετικό διάλογο με ευρεία συνεργασία, να γίνεται αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης λες και τα θύματα ανησυχούν για τους πολιτικούς χειρισμούς του θέματος και ότι μόνο η υπόθεση Λιγνάδη είναι το αντικείμενο συζήτησης.
Βλέπουμε τη παγκοσμίως συνήθη τακτική των δικηγόρων υπεράσπισης απαξίωσης των θυμάτων περιγράφοντάς τα ως κατ επάγγελμα απατεώνες ομοφυλόφιλους ή ιερόδουλες και την επίσης συνήθη προσπάθεια μετατροπής του βιασμού σε συναινετική πράξη. Όπως έγινε και με τις υποθέσεις Στρος-Καν, Επστάιν και πολλές άλλες. Απλά ποντάρουν στα συντηρητικά ένστικτα των πολιτών λες και αν είσαι ομοφυλόφιλος ή πόρνη όλα επιτρέπονται και αναμένονται.
Αυτά όμως είναι και η βασικότερη αιτία που τα θύματα μένουν σιωπηλά έως τώρα και ίσως όλη μας η προσοχή θα πρέπει να στραφεί στο πως θα κάνουμε τα θύματα να μην νοιώθουν μόνα και πως να νοιώθουν πως το να μιλήσεις είναι η λύση και όχι άλλο ένα πρόβλημα.
Την ίδια στιγμή ανακοινώθηκε η βελτίωση του νομικού πλαισίου, η δημιουργία μητρώου και κριτηρίων για όσους εργάζονται με παιδιά, όπως και η δημιουργία διαδικτυακής πύλης για τα θύματα που έστω και απότομα και με ανορθόδοξο τελικά τρόπο, μπορούν να ζητήσουν βοήθεια. Ίσως το πιο σημαντικό και επίκαιρο που έγινε, αλλά δεν φτάνει.
Σε μια δημοκρατική κοινωνία, η ταχεία αποκατάσταση των τραυμάτων των θυμάτων κακοποίησης πρέπει να είναι το θέμα σταθερά και να παραμένει συνεχώς επίκαιρο. Αυτό απαιτεί συναίνεση των κομμάτων, ευρεία συνεργασία με τους φορείς ψυχικής υγείας και κοινή στόχευση από όλους στην απομόνωση των θυτών (και ίσως θεραπεία στους λίγους εξ αυτών που έχουν επίγνωση του νοσηρού της κατάστασής των). Άλλωστε το φαινόμενο δεν ξεκίνησε από την Ολυμπιονίκη ούτε δεν θα εκλείψει, αντίθετα θα συνεχίσει να συμβαίνει. Είμαι σίγουρος για αυτό. Οι θύτες- σεξουαλικά αρπακτικά, νοιώθουν άτρωτοι και δυστυχώς θα χρησιμοποιούν νέους τρόπους αποφυγής των συνεπειών με ότι κόστος .
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι οι πραγματικά δυνατοί είναι τα θύματα και τη δύναμή τους για ζωή είναι αυτό που πρέπει να υποστηρίξουμε δίνοντάς τους εύκολα βήμα να μοιραστούν την εμπειρία τους άφοβα και όλα τα εργαλεία που απαιτούνται για την αντιμετώπιση ενός πολύ μεγάλου χρόνιου και επικίνδυνου θέματος που τόσο πολύ αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε.
Η αρχή έγινε, και είναι ως γνωστόν το ήμισυ του παντός.
* Ο Νίκος Γκούβας είναι ψυχίατρος, Διευθυντής της Ψυχιατρικής Κλινικής του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, υπεύθυνος στις Κλινικές Ψυχικού/Φαλήρου & Περιστερίου, Πρόεδρος καινοτόμων τεχνολογιών στην Ελληνική Ψυχιατρική εταιρεία, Ιδρυτής Melapus telepsychiatry