Το λογαριασμό της ψευδαίσθησης που είχε η κυβέρνηση ότι με την υπερφορόληγηση μπορεί να έρθει η ανάπτυξη και άρα η μείωση των κόκκινων δανείων, πληρώνουν σήμερα οι τράπεζες, όπως λέει στο liberal.gr, o Παναγιώτης Πετράκης, καθηγητής Οικονομικών στο ΕΚΠΑ.
Και εξηγεί ότι είναι εναντίον κάθε οικονομικής λογικής, να ελπίζει κανείς ότι υπάρχει πιθανότητα να μειωθούν τα μη εξυπηρετούμενα δανειακά ανοίγματα σε μια οικονομία που στραγγαλίζεται από τη λιτότητα, αφού «δύο καρπούζια κάτω από την ίδια φτωχή μασχάλη δεν χωρούν», κάτι που γνώριζαν οι σχεδιαστές του 3ου Μνημονίου.
Δεν κρύβει την ανησυχία του μήπως επανέλθουν οι πιέσεις για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, πλήττοντας περαιτέρω την επενδυτική αξιοπιστία, και ενώ οι αγορές έχουν ήδη συννεφιάσει για την ελληνική οικονομία, αποτιμώντας το κόστος δανεισμού για το δεκαετές ομόλογο στο 4,5%.
«Νομίζω ότι εισερχόμαστε σιγά – σιγά στην διακεκαυμένη ζώνη του φθινοπώρου, όπου βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα συνδυασμό κινδύνων, από το ζήτημα των τραπεζών, το τέλος του φθηνού χρήματος και το ακριβό πετρέλαιο μέχρι τη νευρικότητα που προκαλούν η Ιταλία και η Τουρκία. Καλό θα ήταν η Ελλάδα να μην αποτελούσε ένα ακόμη παράγοντα αβεβαιότητας», όπως τονίζει χαρακτηριστικά .
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
Το θέμα των κόκκινων δανείων και των τραπεζών επανέρχεται δριμύτερο, όμως ο Ντράγκι είχε προειδοποιήσει εδώ και ένα χρόνο τη κυβέρνηση ότι αυτό θα συμβεί. Είναι δυνατόν σε μια οικονομία που δεν αναπτύσσεται, να καταφέρουν ποτέ οι τράπεζες να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια;
Να θυμίσω ότι πριν τον Ντράγκι είχε βάλει το θέμα με έντονο τρόπο και το ΔΝΤ. Είναι προφανές ότι από τα μέσα του 2017 είχε γίνει κατανοητό ότι ο όγκος των κόκκινων δανείων της ελληνικής οικονομίας ήταν αναλογικά με άλλες χώρες, ιδιαίτερα υψηλός.
Την ίδια στιγμή κυβέρνηση και τρόικα, έκαναν ένα βασικό λάθος επιμένοντας στην υπερφορολόγηση που οδήγησε σε επίταση του προβλήματος. Είναι πολύ γνωστό ότι απομόχλευση στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή μείωση του δανειακού βάρους, που στη περίπτωση των τραπεζών σημαίνει μείωση των κόκκινων δανείων, δεν πρέπει να γίνεται με ταυτόχρονη υπερφορολόγηση. Η' για να το πούμε διαφορετικά, όταν απομοχλεύεις τον ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει να μπορεί να κάνεις επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
Οι σχεδιαστές του 3ου Προγράμματος το γνώριζαν. Για να μην το κάνουμε λοιπόν, μας είχαν δώσει 86 δισ. ευρώ (όχι για να τα γυρίσουμε πίσω). Εμείς όμως επιλέξαμε (τονίζω το επιλέξαμε) ένα λανθασμένο μείγμα πολιτικής που έκανε ακριβώς το αντίθετο («καθαρή έξοδος», κ.ό.κ.). Αυτό φάνηκε και στον ρυθμό απομείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και δανείων. Τον Σεπτέμβριο του 2018 συνεχίστηκαν να μειώνονται αλλά με μειούμενο ρυθμό. Οι προσδοκίες για την απομείωσή τους το 2019 είναι πολύ – πολύ μικρότερη, πράγμα που κάνει όλους σκεπτικούς.
Με άλλα λόγια «δύο καρπούζια σε μία (φτωχή) μασχάλη» δεν χώρεσαν. Τις ψευδαισθήσεις αυτές πληρώνουν σήμερα οι τράπεζες. Αν σε αυτό προσθέσετε και τις επιπτώσεις του κινήματος «δεν πληρώνω» όπως αυτό το έχουν οικειοποιηθεί κυρίως μεγαλοοφειλέτες (που είναι βασικό πρόβλημα), μπορείτε να κατανοήσετε τι συμβαίνει σήμερα. Λογικά λοιπόν η απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα (τραπεζικό σύστημα) αγκομαχεί και πανικοβάλει τους επενδυτές.
Μήπως οι καθυστερήσεις στα εργαλεία διαχείρισης των κόκκινων δανείων (πλειστηριασμοί, πώληση σε funds), σε συνδυασμό με τη χαμηλή ανάπτυξη, αποβούν τελικά μοιραίες; Μήπως κινδυνεύουμε να επανέλθει το ΔΝΤ και να πιέσει για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, όπως παλαιότερα;
Στο πλαίσιο μίας χαμηλής πτήσης ανάπτυξης είναι γεγονός ότι φαίνεται ευκολότερη η λύση της ανακεφαλαιοποίησης, αλλά θα θίξει καίρια την επενδυτική αξιοπιστία για άλλη μία φορά και ενδεχομένως προκληθεί πρωτόγνωρος πανικός στον ευρύτερο πληθυσμό αναλόγως με τη λύση που θα προκριθεί. Συνεπώς χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.
Τι τεχνικές και νομικές δυσκολίες έχει η λύση του ειδικού φορέα διαχείρισης για τα «κόκκινα» δάνεια – ενός τύπου bad bank; Δεν αγγίζει το ευαίσθητο θέμα των κρατικών ενισχύσεων;
Για να υλοποιηθούν τα Asset Protection Schemes απαιτούνται αρκετά περίπλοκες διαδικασίες για τις οποίες όμως υπάρχει εμπειρία και από την Ιταλία, την Ισπανία κ.τ.λ. Γενικώς θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι σωστές λύσεις απαιτούν και τον κατάλληλο χρονισμό. Όσο καθυστερούμε, και έχουμε καθυστερήσει ήδη, τόσο ακριβότερες γίνονται οι λύσεις. Για την ελληνική περίπτωση έχω υποστηρίξει από πολύ παλιά ότι θα πρέπει να επιλεγεί ένα μείγμα λύσεων και όχι μόνο μία από αυτές. Το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο σε μέγεθος και δύσκολα αντιμετωπίσιμο.
Το ερώτημα είναι πως τα αξιολογούν όλα αυτά οι αγορές, όπου σε συνδυασμό με την υπόθεση των συντάξεων και την υπόθεση της Ιταλίας, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς έχει φτάσει στο 4,5%, ενώ η Moodys έχει προειδοποιήσει ακόμη και με υποβάθμιση της Ελλάδας, αν δεν τηρηθούν τα συμφωνηθέντα…
Νομίζω ότι εισερχόμαστε σιγά – σιγά στην διακεκαυμένη ζώνη του φθινοπώρου που είχαμε και μαζί εκτιμήσει ότι περιμέναμε από το καλοκαίρι: Ιταλία, Τουρκία, επιτόκια ΗΠΑ, λήξη ευρωπαϊκού QE, πετρέλαιο και γεωστρατηγικά ζητήματα (Σκόπια, γεωτρήσεις Τουρκίας). Καλό θα ήταν να μην προσθέταμε και εμείς αβεβαιότητα. Οι εκδηλώσεις της όμως είναι παρούσες: spreads και τράπεζες. Θέλει προσοχή από εδώ και πέρα γιατί φοβάμαι ότι σε μια κρίσιμη μας καμπή ο πολιτικός παράγοντας παίρνει πάλι τα ηνία από την οικονομική αναγκαιότητα.
Ας πάμε στο θέμα των συντάξεων. Έχει ξαναγίνει ποτέ να καταθέτει μια κυβέρνηση ένα προϋπολογισμό με δυο εκδοχές, μια «εσωτερικού» συνεπή με τις εξαγγελίες για μη περικοπή των συντάξεων –αλλά και χωρίς αντίμετρα, και μια «εξωτερικού, γραμμένη με το βλέμμα στους δανειστές;
Η κίνηση ενδεχομένως διεκδικεί παγκόσμια πρωτοτυπία. Εάν είχε γίνει δύο με τρία χρόνια πριν θα μπορούσε να προκαλέσει πολύ μεγάλη αναταραχή. Και τώρα προκαλεί κάποια μορφή δυσπιστίας, αλλά επειδή η ενέργεια διαθέτει ακόμα συναινετικά χαρακτηριστικά το αρνητικό αποτέλεσμα είναι περιορισμένο. Όμως αυτοί που μας παρακολουθούν πιστεύω ότι αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι μπορεί να υπάρξουν αρνητικές (μη συναινετικές) εξελίξεις.
Αυτή η κατάσταση δεν παρατείνει την αγωνία των συνταξιούχων που δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει, αλλά και όλων των άλλων, που δεν ξέρουν αν θα ισχύσουν τα αντίμετρα, όταν οι οριστικές αποφάσεις θα ληφθούν το Δεκέμβριο;
Το ζήτημα των συντάξεων είναι πολύ μεγάλο: Πολιτικά και οικονομικά. Κατανοητή η αγωνία όλων των ενδιαφερομένων αλλά θα ήθελα να λάβετε υπόψη σας και την αγωνία που αρχίζουμε να έχουμε για τις εξελίξεις ως προς το αν εισέλθουμε σε μια περίοδο βαριάς αναταραχής.
Όσο για τις διαβεβαιώσεις που δίνονται περί του αντιθέτου να θυμίσω ότι οι μεγάλες περίοδοι αναταραχής είχαν έρθει μετά από περιόδους που δίνονταν πλούσιες διαβεβαιώσεις περί ομαλών εξελίξεων (α΄ εξάμηνο 2015 Ελλάδα, Ιταλία καλοκαίρι 2018), οι οποίες όμως οδήγησαν σε παραλίγο μεγάλα ατυχήματα.
Εφόσον γίνει αποδεκτό το «καλό» σενάριο, δηλαδή η μη περικοπή των συντάξεων, αυτό δεν συνεπάγεται μια αδικία ; Το ρωτώ διότι οι μεν –παλαιοί– συνταξιούχοι θα ωφεληθούν, αλλά θα θυσιαστούν θετικά κοινωνικά μέτρα ύψους 1 δισ. ευρώ…
Πρώτα θα δούμε τι θα αποφασιστεί και μετά θα δούμε ποιος ωφελείται και ποιος αδικείται. Προς το παρόν όμως με απασχολεί η διαπίστωση ότι εάν αποφασιστεί αναστολή της μείωσης των συντάξεων, αυτή θα έλθει να πλήξει τις υποχρεώσεις μας για την τήρηση του 3,5% από το 2019 και μετά. Συνεπώς η αναστολή του μέτρου θα πρέπει να συνοδεύεται και από πρόγραμμα απομείωσης των υποχρεώσεών μας για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2019.
Σχολιάστε μας την πορεία των επενδύσεων. Από αρχική πρόβλεψη για αύξηση φέτος 12,6%, τελικά αυτές θα αυξηθούν μόλις… 0,8% το 2018. Είναι δυνατόν να επιτευχθεί ο ρυθμός ανάπτυξης 2,1% που προβλέπει για φέτος η κυβέρνηση, δίχως επενδύσεις; Τι πιστεύετε;
Δυστυχώς όλη η λειτουργία της οικονομικής πολιτικής έχει μια κατεύθυνση στήριξης στην διαχείριση της ζήτησης που είναι βεβαίως κατανοητό και για πολιτικούς λόγους διότι όπως είναι γνωστό η πολιτική αυτή βελτιώνει γρηγορότερα το διαθέσιμο εισόδημα. Στην προσπάθεια αυτή ξεχνιούνται οι αναγκαιότητες που συνδέονται με τα διαρθρωτικά προβλήματα και αυτό συμβαίνει εδώ και τρία χρόνια περίπου παραγκωνίζοντας την έννοια των διαρθρωτικών μεταβολών.
Έτσι τον καιρό αυτό που διαπιστώνουμε την άνοδο πάλι της αβεβαιότητας και μάλιστα σε ένα διεθνές κλίμα αυξημένης αβεβαιότητας. Αυτό όμως είναι μια κατάσταση που απομακρύνει την επενδυτική εμπιστοσύνη αυξάνοντας το χρόνιο παραγωγικό επενδυτικό κενό της ελληνικής οικονομίας. Όσον αφορά για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ συνεχίζουμε να περιμένουμε ένα 2%. Όμως αυτό θα εξαρτηθεί σημαντικά από το ζήτημα των συντάξεων.
* Ο Παναγιώτης Πετράκης είναι καθηγητής Οικονομικών στο ΕΚΠΑ