Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Οι μετοχές της Renault κατέρρευσαν ως και 20% χτες. Αποτελεί αυτό μία νέα λαμπρή επενδυτική ευκαιρία για να βγάλουμε γρήγορα κέρδη αγοράζοντας τη μετοχή ή μήπως αυτό αποτελεί απλά την κορυφή ενός παγόβουνου κινδύνων που οδηγεί σε κατάρρευση όχι μόνο τη Renault αλλά ολόκληρους κλάδους εταιρειών;
Η πτώση τιμών έγινε ως αποτέλεσμα έκτακτης έρευνας σε τρεις εγκαταστάσεις της εταιρείας. Η έρευνα έγινε για να διαπιστωθεί πώς χρησιμοποιεί τεχνολογίες ελέγχου ρύπων και έγινε με εισαγγελική εντολή, μετά από απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης.
Η εταιρεία ξεκαθάρισε ότι οι έρευνες που διενεργήθηκαν για λογαριασμό του υπουργείου Ενέργειας της Γαλλίας δεν έδειξαν κάποια κατάχρηση, ούτε υπάρχει ένδειξη απάτης.
Η αλήθεια είναι ότι οποιαδήποτε και αν είναι η έρευνα, απαιτείται αρκετός χρόνος συνήθως, πριν στοιχειοθετηθεί ένα εκτενές κατηγορητήριο. Συνήθως χρειάζονται έλεγχοι που συνδυάζουν τεχνικά στοιχεία και λογιστικές πληροφορίες, στοιχεία που δεν μαζεύονται, ταξινομούνται, αναλύονται σε δευτερόλεπτα. Θα ήταν, πολύ παραπάνω, εντυπωσιακό να έβγαινε συμπέρασμα σε μερικές ώρες! Επομένως η ανακοίνωση της εταιρείας ότι ως «τώρα δεν έχει εκπονηθεί κατηγορητήριο» ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά δεν απαντάει στο ερώτημα τι θα γίνει τις επόμενες ημέρες. Ίσως δεν θα γίνει τίποτα, ίσως θα γίνει κάτι. Κανένας δεν είναι ένοχος, αλλά οι πιθανότητες για κατηγορητήριο είναι υπαρκτές και μάλιστα ενισχύονται από το γεγονός ότι έγινε έρευνα, κάτι που δεν είχε γίνει στο παρελθόν σε αυτόν τον βαθμό.
Επιπλέον, η πρόσφατη εξέλιξη στην περίπτωση της Volkswagen, που άγγιξε συνεργαζόμενες βιομηχανίες, μας κάνει να είμαστε καχύποπτοι σε οποιαδήποτε έρευνα για περιβαλλοντικά προβλήματα. Δεν αποκλείεται η Volkswagen να χρησιμοποίησε τεχνικές εξαπάτησης που είναι παρόμοιες με εκείνες που άλλες εταιρείες, όπως η Renault, χρησιμοποιούν.
Να σημειώσουμε ότι η Volkswagen ακόμη δεν έχει αποτιμήσει απόλυτα τις απώλειες και είναι πρακτικά στα πρόθυρα κατάρρευσης. Το ότι οι μετοχές σειράς αυτοκινητοβιομηχανιών υπέστησαν χτες σημαντικές απώλειες (της τάξης του 4%-5%) απλά σε μια τόσο μικρή είδηση χωρίς κατηγορητήριο είναι αρκετά ενδεικτικό των κινδύνων που ο κλάδος πλέον αντιμετωπίζει. Η απάτη, παρότι αποτελεί μία πρακτική που ακολουθήθηκε ευρύτατα από τη Volkswagen, ώστε να πετύχει καλά περιβαλλοντικά σκορ, αποτελεί πλέον ένα δεδομένο που θα κάνει καχύποπτες τις περιβαλλοντικές αρχές μεγάλων χωρών και θα διενεργούν εκτεταμένους πλέον ελέγχους που απαιτούν διασταύρωση στοιχείων και ενδεχομένως ένα υψηλότερο κόστος για τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Η καχυποψία είναι δεδομένη, καθώς μια σειρά από νομοθεσίες που περιλαμβάνουν οικονομικά κίνητρα για εταιρείες και καταναλωτές βασίζονται στα περιβαλλοντικά σκορ των αυτοκινήτων.
Θα ήταν σοφότερο επομένως να περιμένουμε ότι οι έλεγχοι θα αγγίξουν και άλλες εταιρείες στο μέλλον, και καθώς δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, μία επιπλέον πτώση της τάξης του 20% - 30% στο επόμενο διάστημα για τις αυτοκινητοβιομηχανίες όπως τη Renault, είναι κάτι που θα πρέπει να θεωρηθεί ως το καλό σενάριο, ενώ μια υποχώρηση της τάξης του 35% - 50% ως πιθανότερη εξέλιξη, με βάση και το ιστορικό προηγούμενο της Volkswagen. Μία υποχώρηση τιμών όμως τέτοιου μεγέθους δημιουργεί προβληματισμό για το μέλλον των εταιρειών αυτών και είναι καλύτερο να αποφύγουμε επενδύσεις σε αυτές τις εταιρείες για μια σειρά ετών, μέχρι να ξεκαθαριστεί ο τρόπος που θα λειτουργεί η αγορά αυτή και να προσμετρηθούν σωστά οι κίνδυνοι.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.