Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας κήρυξε παράνομο, το νόμο που είχε περάσει η τοπική κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών, των Πράσινων και της Αριστεράς στο Βερολίνο, επιβάλλοντας πλαφόν στα ενοίκια από το 2020. Η τοπική κυβέρνηση στο Βερολίνο, είχε επιβάλλει πενταετές πάγωμα ενοικίων, που σήμαινε ότι τα ενοίκια στο 90% των διαμερισμάτων έπρεπε να παραμείνουν στάσιμα, ενώ όσα υπερέβαιναν το όριο αυτό έπρεπε να μειωθούν.
Την περίοδο 2018-2019, σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη είχε ξεκινήσει ένα κίνημα κατά της αύξησης των ενοικίων. Στην αρχή, για την αύξηση των τιμών των ακινήτων και συνεπακόλουθα των ενοικίων στις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης, είχαν κατηγορηθεί οι Ρώσοι ολιγάρχες, οι εύποροι Άραβες και οι Κινέζοι, οι οποίοι επενδύοντας σε ακίνητα, εξασφάλιζαν, την πολυπόθητη γι' αυτούς, βίζα. Στη συνέχεια, είχε κατηγορηθεί η οικονομία του διαμοιρασμού και οι βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb.
Σήμερα όλοι γνωρίζουμε, ότι σημαντικό ρόλο στην αύξηση των ενοικίων παίζει και η αλλαγή των συνηθειών των κατοίκων των μεγάλων πόλεων. Για παράδειγμα, η υγειονομική κρίση από τον Covid που οδήγησε στην αύξηση της τηλεργασίας, ωθεί τους εργαζομένους στο να αναζητούν μεγαλύτερα σπίτια, που να διαθέτουν έναν επιπλέον χώρο, για τις ώρες που εργάζονται.
Επιστρέφοντας στο Βερολίνο του 2019, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι όλα ξεκίνησαν με την παρέμβαση της τοπικής κυβέρνησης των Σοσιαλδημοκρατών, των Πράσινων και της Αριστεράς, σε μια συναλλαγή ακινήτων ανάμεσα σε ιδιώτες, που άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Συγκεκριμένα, οι δημοτικές αρχές του Βερολίνου είχαν ακυρώσει την μεταβίβαση 670 διαμερισμάτων, από την εταιρεία ανάπτυξης και διαχείρισης ακινήτων Predac, προς τον όμιλο εκμετάλλευσης οικιστικών ακινήτων Deutcshe Wohnen, που έχει στην κυριότητά του περισσότερα από 112.000 διαμερίσματα στην ευρύτερη περιοχή του Βερολίνου.
Η κίνηση της ακύρωσης της μεταβίβασης, ήταν αποτέλεσμα των πιέσεων που είχαν ασκήσει διάφορες ομάδες στο Βερολίνο, με κεντρικό σύνθημα: «Η στέγαση είναι δικαίωμα και όχι εμπόρευμα». Και, φυσικά, ο δήμος αποφάσισε να ασκήσει κοινωνική πολιτική, με χρήματα τρίτων. Και φαίνεται πως η κίνηση αυτή ήταν μόνο η αρχή, καθώς οι διαδηλωτές που κατέκλυζαν την περίφημη Αλεξάντερπλατς πίεζαν τις τοπικές αρχές να προβούν σε δημοψήφισμα, που θα οδηγούσε στην «κοινωνικοποίηση» των εταιρειών στέγασης, που είχαν στην ιδιοκτησία τους περισσότερα από 3.000 διαμερίσματα.
Η απλοϊκότητα αυτής της λύσης είχε βρει δυστυχώς απήχηση και σε άλλες μεγάλες πόλεις ανά τον κόσμο. Έτσι όλο και περισσότερες δημοτικές αρχές των δυτικών μεγαλουπόλεων είχαν αρχίσει να μελετούν την υιοθέτηση ενός πλαφόν στο ύψος των ενοικίων, κάτι που θύμιζε το γνώριμο σε εμάς τους Έλληνες «ενοικιοστάσιο», που είχε ταλαιπωρήσει για πολλά χρόνια την αγορά ακινήτων. Το «ενοικιοστάσιο» ήταν βέβαια αρχικά, μια μεταπολεμική παρέμβαση.
Οι παρεμβάσεις στην αγορά των οικιστικών ακινήτων, που είχαν υιοθετηθεί σε όλη την Ευρώπη μετά τον πόλεμο, είχαν όμως συγκεκριμένο σκοπό και στόχευαν στη δημιουργία και εδραίωση ενός κλίματος ασφάλειας σε έναν κόσμο κατεστραμμένο από τον πόλεμο. Ας μη λησμονούμε ότι οι στεγαστικές ανάγκες δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν από το τότε στεγαστικό δυναμικό, που είχε υποστεί μεγάλες υλικές και λειτουργικές ζημιές. Βέβαια, η λογική του ενοικιοστασίου και η «προστασία» των ενοικιαστών συνεχίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, επιφέροντας πλήρη στρέβλωση των κανόνων της προσφοράς και της ζήτησης.
Το γεγονός είναι πως το Βερολίνο εξελίσσεται σε μια σημαντική ευρωπαϊκή μητρόπολη και προσελκύει όλο και περισσότερους Ευρωπαίους πολίτες. Το επίπεδο ζωής, το εκπαιδευτικό περιβάλλον, το επιχειρηματικό οικοσύστημα, ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας και η πλούσια πολιτιστική δραστηριότητα αποτελούν κίνητρα που μαγνητίζουν τους νέους, αλλά και μεγαλύτερους, όχι μόνον από την Ευρώπη, αλλά απ’ όλο τον κόσμο. Σε αυτό το μέγεθος, θα πρέπει να αθροιστεί και ο σημαντικός αριθμός των τουριστών-επισκεπτών του Βερολίνου, που υπερβαίνει τα 12 εκατ., με τον αριθμό των διανυκτερεύσεων να αγγίζει τα 60 εκατ.
Και πράγματι υπάρχει στεγαστικό πρόβλημα στο Βερολίνο, από το 2015 και μετά. Η ανάπτυξη στον χώρο των ακινήτων, που ξεκίνησε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, έφτασε ως ένα σημείο, που δεν δύναται να καλύψει τις ολοένα και μεγαλύτερες οικιστικές ανάγκες. Η απάντηση θα έπρεπε να είναι η ανέγερση νέων κατοικιών και νέων οικιστικών συγκροτημάτων και η ανακαίνιση παλαιών διαμερισμάτων και κατοικιών.
Η μόνη λύση επομένως για την τοπική κυβέρνηση θα ήταν η δημιουργία συνθηκών, που θα επέτρεπαν την ανέγερση κατοικιών και όχι η στρέβλωση της αγοράς που θα αποθάρρυνε την ανάπτυξη. Διότι με καθαρά οικονομικούς όρους, ουδείς επενδύει με γνώμονα μόνο το κοινό καλό, ούτε ρισκάρει για να κρίνεται το μέλλον του από το αφηρημένο γενικό κοινωνικό συμφέρον. Το ξεπέρασμα του προβλήματος απαιτούσε νέα πολεοδομικά σχέδια, ευέλικτη νομοθεσία, αλλαγή των χρήσεων γης και επιτάχυνση των αδειοδοτήσεων και των εγκρίσεων.
Όμως η «οικολογική ευαισθησία» της τοπικής κυβέρνησης των Σοσιαλδημοκρατών, των Πράσινων και της Αριστεράς, δεν επέτρεψε τη επέκταση της πόλης. Οι ίδιοι που διαδήλωναν για την ανεπάρκεια κατοικιών και υψηλών ενοικίων, αντιτίθεντο στην επέκταση της Γερμανικής πρωτεύουσας. Οι ίδιοι που κόπτονταν για το περιβάλλον, αντιτίθεντο στην κατασκευή νέων κατοικιών χαμηλής οικολογικής επιβάρυνσης. Έτσι στις αρχές του 2020, επελέγη ως λύση στο υπαρκτό στεγαστικό πρόβλημα, η ρύθμιση των ενοικίων και ο έλεγχος των μισθώσεων.
Η επιλογή αυτή, μπορεί να φάνηκε στην αρχή, κοινωνικά δίκαιη και να ανακούφισε προσωρινά όσους πλήττονταν. Όμως, σε βάθος χρόνου, οι σταθερές και πλαφοναρισμένες τιμές των ενοικίων ήταν σίγουρο ότι θα μετέτρεπαν την οικιστική ανάπτυξη από κερδοφόρα σε ζημιογόνα δραστηριότητα. Και θα δημιουργούσαν μια ανισορροπία. Διότι δεν θα ήταν πολλοί οι επενδυτές, που θα επιθυμούσαν να επενδύσουν σε έναν τομέα που είναι κρατικά ελεγχόμενος. Μόνοι κερδισμένοι ήταν προσωρινά οι υπάρχοντες ενοικιαστές, που είχαν εξασφαλισμένη στέγη, σε αντίθεση με τους δυνητικούς ενοικιαστές, που δεν θα έβρισκαν νέα ακίνητα προς ενοικίαση.
(To άρθρο συνεχίζεται αύριο)