Την πεποίθησή του ότι εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, όλα είναι ανοικτά, από μια πιστοληπτική γραμμή ή κάποιο άλλο σχήμα, έως ένα νέο πρόγραμμα, εκφράζει στο Liberal, ο καθηγητής και πρώην επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού στη Βουλή, Παναγιώτης Λιαργκόβας.
«Σκεφτείτε να βγούμε στις αγορές, να δανειστούμε πανάκριβα, και να μην τις πείσουμε ότι μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας, αυτό θα αποτελέσει πισωγύρισμα», λέει και εξηγεί ότι σε μια τέτοια περίπτωση, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να ακουμπήσει το «μαξιλάρι ασφαλείας», κίνηση που θα πυροδοτήσει την αντίστροφη μέτρηση, αφού οι αγορές θα το εκλάβουν ως αδυναμία, και επομένως θα γίνουν πολύ πιο νευρικές απέναντί μας, πολλώ δε μάλλον όταν η χώρα έχει ακόμη χαμηλή αξιοπιστία.
Ερωτηθείς για το Μεσοπρόθεσμο, επισημαίνει ότι «βάζουμε πάλι το κάρο μπροστά από το άλογο», αφού είναι πέρα από κάθε οικονομική λογική να επιδιώκουμε τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα και να περιμένουμε αυτά, να συνοδεύονται από υψηλή ανάπτυξη, όταν είναι εκείνα που τη στραγγαλίζουν. Ενώ για την έκρηξη επενδύσεων που προβλέπει το υπ. Οικονομικών για την επόμενη πενταετία, απαντά ότι για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να βελτιωθούν θεαματικά όλοι εκείνοι οι δείκτες, που τόσο καιρό φρενάρουν την επιχειρηματικότητα. Όμως ενδείξεις προς αυτή την κατεύθυνση, δεν υπάρχουν.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Πως σχολιάζετε τις εκτιμήσεις του υπ. Οικονομικών για έκρηξη επενδύσεων- ανάπτυξης και υπέρ-πλεονασμάτων-μαμούθ, όπως προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022;
Είναι πέρα και πάνω από κάθε οικονομική λογική το να βάζεις τέτοιες εκτιμήσεις, όταν ακολουθείς μια λανθασμένη πολιτική. Βάζουμε στην ουσία το κάρο μπροστά από το άλογο. Επιδιώκουμε δηλαδή τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα και περιμένουμε αυτά, να συνοδεύονται από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Μα, είναι τα ίδια τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι αυτά που ευθύνονται για τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης!
Εννοώ ότι σχέση μεταξύ των πρωτογενών πλεονασμάτων και των ρυθμών ανάπτυξης, φυσικά και υπάρχει. Με τη διαφορά ότι αυτή είναι η ακριβώς αντίστροφη σχέση. Μόνο όταν υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη, μπορούμε να έχουμε μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα. Όχι όταν η ανάπτυξη είναι ασθενική.
- Εκτιμά μάλιστα το Μεσοπρόθεσμο ότι η αύξηση των επενδύσεων θα είναι τόσο μεγάλη, ώστε αυτό θα ωθήσει την ανάπτυξη σε πολύ δυναμικούς ρυθμούς, σε επίπεδα άνω του 2% τα επόμενα χρόνια, κι αυτό παρά τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα...
Μα για να έχουμε τόσο μεγάλους ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων, θα πρέπει να έχουν βελτιωθεί όλοι εκείνοι οι δείκτες, που τόσο καιρό φρενάρουν την επιχειρηματικότητα. Δεν έχει γίνει όμως κάτι τέτοιο. Όταν αυτό συμβεί, βεβαίως μπορεί να δούμε τέτοια έκρηξη επενδύσεων. Με αυτήν όμως τη πολιτική που ακολουθείται και αυτό τον ρυθμό υλοποίησης μεταρρυθμίσεων, δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο.
- Επομένως θα λέγατε ότι είναι μετέωρες οι εκτιμήσεις του Μεσοπρόθεσμου για επενδύσεις, ανάπτυξη, και πλεονάσματα;
Μετέωρες, με την έννοια ότι δεν μπορούν να επιτευχθούν με βάση την ακολουθούμενη πολιτική. Αν αυτή αλλάξει, τότε να το συζητήσουμε.
- Τι μας δείχνει εν πάσει περιπτώσει το γεγονός ότι από του χρόνου έως και το 2022 θα υπάρχει υπέρβαση του στόχου για το πλεονάσματα από 866 εκατ. έως και 3,5 δισ. ευρώ; Η κυβέρνηση κλείνει το μάτι σε παροχές;
Η κυβέρνηση θέλει να έχει στα χέρια της ρευστότητα, με ταυτόχρονη φτωχοποίηση της κοινωνίας. Στερεί ρευστότητα από την πραγματική οικονομία, προκειμένου να έχει η ίδια ρευστότητα, ενδεχομένως και για παροχές. Η σκέψη προκύπτει εύλογα.
- Τελικά τι άλλο εξυπηρετούν αυτές οι εκτιμήσεις παρά να καλλιεργούν προσδοκίες ότι θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος και πριν τις εκλογές;
Κάτι τέτοιο ωστόσο θα αποβεί επιζήμιο συνολικά για την οικονομία, με μοναδικό αποτέλεσμα η καθήλωση της οικονομίας σε ρυθμούς που κάθε άλλο παρά ανάπτυξη, θα είναι.
- Ας πάμε στη συζήτηση για την προληπτική γραμμή στήριξης, ένα θέμα ακόμη ανοικτό, παρ'' ότι η κυβέρνηση επιμένει πως το έχει απορρίψει. Εδώ που είμαστε, μήπως είναι απαραίτητη, παρά τις όποιες περί του αντιθέτου επιθυμίες;
Δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για τη κατάσταση που θα επικρατεί κατά την έξοδο της Ελλάδας από το Μνημόνιο. Επομένως ήταν πρόωρο, το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεσμεύτηκε με την καθαρή έξοδο, αποκλείοντας άλλες εναλλακτικές. Σκεφτείτε να βγούμε στις αγορές, να δανειστούμε πανάκριβα, και να μην τις πείσουμε ότι μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας ! Αυτό θα οδηγήσει σε ένα μεγάλο πισωγύρισμα, που κανένας δεν θέλει. Πιο φρόνιμο θα ήταν η κυβέρνηση να είχε αφήσει όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, και να επιλέξει το συμφερότερο για τη χώρα.
- Πολλώ δε μάλλον αν δουν οι αγορές ότι αρχίζουμε να αναλώνουμε το «μαξιλάρι ασφαλείας», το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα «ασφαλιστήριο κινδύνου», σωστά; Έχει αξία, όσο δεν χρησιμοποιείται...
Αν η κυβέρνηση ακουμπήσει το μαξιλάρι, αυτόματα ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση. Οι αγορές θα το εκλάβουν ως αδυναμία καθώς συνεχώς θα μειώνεται το μαξιλάρι, δηλαδή θα μειώνεται το «ασφάλιστρο κινδύνου», και επομένως θα γίνονται πολύ πιο νευρικές απέναντί μας. Το μαξιλάρι έχει αξία όσο δεν το χρησιμοποιείς, άπαξ και χρησιμοποιηθεί μειώνεται η αξία του.
- Εσείς τι πιστεύετε; Θα αναγκαστεί τελικά η Ελλάδα να προσφύγει σε μια τέτοια γραμμή στήριξης;
Εγώ πιστεύω ότι όλα είναι ανοικτά. Μπορεί να μην είναι πιστοληπτική γραμμή, αλλά κάποιο άλλο σχήμα. Μπορεί να είναι ακόμη και κάποιο νέου τύπου πρόγραμμα. Σε κάθε περίπτωση, όλες αυτές οι εναλλακτικές, προς την ίδια κατεύθυνση θα κινούνται. Δηλαδή να ενισχυθεί η αξιοπιστία της χώρας.
Ένα ερώτημα φυσικά είναι τι θα κάνει το ΔΝΤ. Αυτό που νομίζω ότι κερδίζει τελευταίως έδαφος είναι η συμμετοχή του στο πρόγραμμα με κάποια μορφή, όχι χρηματοδοτική, αλλά ως σύμβουλος προκειμένου να κατευνάζει τις αγορές. Αν πάντως με ρωτάτε τη γνώμη μου ως προς τα μέτρα μείωσης του χρέους, αυτά δεν θα είναι γενναία. Η ρύθμιση θα είναι συνδεδεμένη με προαπαιτούμενα και δεσμεύσεις, παλαιές ή νέες. Εννοείται ότι όσο λιγότερο γενναία θα είναι η ρύθμιση του χρέους, τόσο πιο δύσπιστες θα είναι μαζί μας οι αγορές. Σημασία έχει να ενισχύσουμε την αξιοπιστία μας.
- Πιστεύετε ότι αυτή έχει τελευταίως ενισχυθεί; Το ρωτώ γιατί στον απόηχο των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για το α'' τρίμηνο, δημοσιεύματα του ξένου Τύπου σχολίαζαν σκωπτικά την ανάπτυξη 2,3%, που στηρίζεται μόνο στις εξαγωγές, αφού έχουμε κατακρήμνιση επενδύσεων και στάσιμη κατανάλωση...
Εύλογες είναι αυτές οι ανησυχίες. Τα πράγματα δείχνουν ότι η τάση δυναμικής ανάπτυξης της Ευρωζώνης κλονίζεται, όπως δείχνουν οι εξελίξεις στο Νότο, το φθηνό χρήμα που τελειώνει, το ακριβό πετρέλαιο, το δολάριο που ανεβαίνει. Όλα αυτά μαζί, συνθέτουν μια όχι τόσο ευνοϊκή εικόνα, όσο εκείνη της προηγούμενης τριετίας, όπου η Ευρωζώνη αναπτύσσονταν δυναμικά.
- Ταιριάζει αλήθεια η κατάσταση που βλέπετε στην ελληνική οικονομία με αυτήν μιας χώρας που ετοιμάζεται να γυρίσει σελίδα μετά από τόσα χρόνια ύφεσης;
Εγώ θα στεκόμουν περισσότερο στην υποχώρηση των επενδύσεων. Σκεφτείτε να επιβραδύνει η ευρωπαϊκή οικονομία, και μαζί να φρενάρουν και οι ελληνικές εξαγωγές, σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα υπάρξει άλλη κινητήριος δύναμη για να στηρίξει την ανάπτυξη.
Στις επενδύσεις πάλι, βλέπουμε ότι παρά τα πολλά υποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία και το άφθονο καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, η ανταπόκριση των επενδυτών, δεν έχει ένταση ανάλογη με εκείνη, μιας οικονομίας με δυναμική.
Διότι δεν αρκούν μόνο τα παραπάνω. Χρειάζεται και επιχειρηματικό κλίμα, και απ'' όσο βλέπουμε, αυτό επιδεινώνεται. Διότι η φορολογία εξακολουθεί να είναι υψηλή και όχι σταθερή, το κράτος δεν έχει εξαλείψει πολλές από τις ελληνικές παθογένειες, όπως γραφειοκρατία, διαφθορά, αργή απονομή της δικαιοσύνης. Τι να το κάνει ένας επενδυτής το φθηνό εργατικό δυναμικό, όταν μπλέξει με τα γρανάζια της γραφειοκρατίας και της δικαιοσύνης;
- Βλέπετε όλα αυτά να αποτυπώνονται και στο φετινό ρυθμό ανάπτυξης; Αρκετοί πιστεύουν ότι θα διαμορφωθεί τελικά κοντά στο 1,5%-1,7%, παρ'' ότι η επίσημη εκτίμηση μιλά για 2%...
Και εγώ πιστεύω ότι θα πάει τελικά προς τα κάτω, καθώς δεν έχουν ακόμη εξαλειφθεί οι βασικές αιτίες που φρενάρουν την οικονομία. Στην πραγματικότητα δεν έχει υπάρξει βελτίωση στο επιχειρηματικό κλίμα. Όσο λοιπόν οι επενδύσεις θα δυσκολεύουν, τόσο αυτό θα αποτυπώνεται στο ρυθμό ανάπτυξης, και τόσο αυτός θα αναθεωρείται προς τα κάτω στη πορεία της χρονιάς.
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήµιο Πελοποννήσου και πρώην επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού στη Βουλή.