Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Είναι γεγονός ότι αυτή η χώρα είναι μοναδική, μόνη, μοναχική και μονήρης! Γι'' αυτό είναι και ξεχωριστή. Τα χαρακτηριστικά δεν αλλάζουν. Μόνο να γίνουν συνείδηση μπορούν, όχι να φύγουν απότομα από τις συνήθειές μας. Άλλωστε, ακρίτες όπως είμαστε στα σύνορα της Δύσης, είναι λογικό να αντιστέκεται η φύση μας στις πολιτισμικές στροφές της εξέλιξης.
Θυμάμαι όταν ήμουν φοιτητής, πως πέφταμε για ύπνο τα βράδια. Μιλούσαμε μέσα στο σκοτάδι με τους συγκάτοικους και σβήναμε το τελευταίο τσιγάρο πριν κοιμηθούμε, στο τασάκι δίπλα μας! Άλλες φορές, πάνω σε μια μπάρα, περιμένοντας συναντήσεις, το τσιγάρο έδινε στιλ. Έφτιαχνε τελετουργικό και μυσταγωγία. Σε κουπέ τρένων, σε αεροπλάνα (η Ολυμπιακή ήταν από τις τελευταίες εταιρείες που σταμάτησε το κάπνισμα…), σε μπαλκόνια και εστιατόρια. Μια μπουκιά φαΐ, μια τζούρα τσιγάρο.
Πέρασαν τα χρόνια και άλλαξαν όλα. Τώρα, αν μυρίσω τσιγάρο στο σπίτι, είμαι ικανός να φωνάξω συνεργείο απολύμανσης. Όταν καπνίζει κάποιος σε διπλανό τραπέζι και έρχεται ο καπνός προς εμένα, τον κοιτάζω με μοβόρικο βλέμμα. Και, φυσικά, είμαι έξαλλος με την υποκρισία του ελληνικού κράτους που δεν μπορεί να επιβάλει τους νόμους που ψηφίζει.
Και το ερώτημα είναι το εξής: Αν εγώ, που κάπνιζα σε νοσοκομεία, που δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι γίνεται γύρω μου, μεγάλωσα και άλλαξα τόσα στη ζωή μου, γιατί δεν έγινε το ίδιο με τους άλλους; Γιατί δεν είδαν αυτά που είδα εγώ και συνεχίζουν να αντιστέκονται στη ροή των πραγμάτων. Όλοι ξέρουν τις πρωτιές μας σε διεθνείς μετρήσεις. Στον γενικό πληθυσμό, στους νέους, σε ειδικές ομάδες, παντού. Λίγοι, βέβαια, καταλαβαίνουν τα μεγέθη. Τα κοινωνικά, τα αισθητικά, τα κόστη υγείας και τα ανθρωπιστικά. Και μόνο, η συνειδητοποίηση των δαπανών για το ΕΣΥ, θα έδινε ένα πανίσχυρο τεκμήριο στο κράτος να εφαρμόσει τους νόμους του. Βέβαια, έχουμε κάπως βελτιωθεί.
Το κάπνισμα δεν είναι ο εθισμός που λέμε και ξαναλέμε. Το κάπνισμα είναι κι αυτό ένα σύνδρομο μοναξιάς που υπαγορεύει ο εθνικός μας «πεσιμισμός». Αυτό το συναίσθημα που πηγάζει από τη νοσηρή αίσθηση της «μοναδικότητας» και μας οδηγεί στη δραματοποίηση ενός τελετουργικού. Τσιγάρο πάνω από ένα κείμενο, στη σοφιστικέ συζήτηση με μια ωραία γυναίκα, τσιγάρο μετά το σεξ, στην «ενηλικίωση» στις σχολικές παρέες και, βέβαια, στην άπαιχτη εικόνα της βαλκάνιας βαρβαρότητας με το ανοιχτό πουκάμισο και το χέρι απλωμένο έξω από το αυτοκίνητο. Εκεί επενδύουμε πολλές από τις ηδονές της καθημερινότητας και μετράμε τον χρόνο. Σε διαστήματα και σε στιγμιότυπα. Με στιλ, ύφος και κατάλληλο ντεκόρ, μέσα σε «καπνούς» και «οινοπνεύματα».
Πότε θα κόψουμε το κάπνισμα ως κοινωνία; Όταν αποκτήσουμε συλλογικότητα. Όταν βρούμε παρέα δηλαδή και ξεφύγουμε από τα τείχη που χτίζουμε γύρω μας. Γιατί αν δεν είχαμε τείχη, θα βλέπαμε πως ο διπλανός μας κοντεύει να ξεράσει από τον δικό μας καπνό, θα παρατηρούσαμε ότι το παιδάκι, που βρίσκεται πίσω μας, ρουφάει τα δικά μας τσιγάρα και δεν θα λέγαμε από μέσα μας, ότι όλοι είναι μ@λ@κες που δεν «σέβονται» την «αναπηρία» μας να καπνίζουμε χωρίς έλεος παντού. Ίσως, όταν ο εθνικός μας «αφηγητής» βγάλει από το σενάριο τον καταθλιπτικό ήρωα που ντουμανιάζει το δωμάτιο με καπνούς και παίζει με τα δαχτυλίδια στον τοίχο…
Κυριάκο, όλοι καπνίζουν πάλι. Δεν άλλαξε τίποτα...